Μελέτιος Καλαμαρᾶς (Μητροπολίτης Νικοπόλεως καί Πρεβέζης)
Ἡ στάσις του ἔναντι τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων
Τὸ θέμα τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς μὴ Ὀρθοδόξους, μὲ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς, εἶναι σήμερα ἕνα ἀπὸ τὰ μείζονα θέματα τῆς Ἐκκλησίας.
Μερικοὶ καλλιεργοῦν μία ἔντονη δυσπιστία γιὰ τὸ κάθε τί, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τέτοιου εἴδους ἐπικοινωνίες. Τὶς θεωροῦν προδοσία. Καὶ ἀπαιτοῦν τὴν πλήρη διακοπή τους. Ἄλλοι τὶς θεωροῦν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ζήτημα γνησιότητος.
Τάσεις πολωτικὲς ἀναπτύσσονται. Βαρεῖες κατηγορίες ἐκτοξεύονται. Καὶ ὅλοι ζητοῦν νὰ τεκμηριώσουν τὴν Ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών τους, μὲ παραπομπὲς στὴν πράξη καὶ στὶς θεολογικὲς θέσεις τῶν ἁγίων.
Τάσεις πολωτικὲς ἀναπτύσσονται. Βαρεῖες κατηγορίες ἐκτοξεύονται. Καὶ ὅλοι ζητοῦν νὰ τεκμηριώσουν τὴν Ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών τους, μὲ παραπομπὲς στὴν πράξη καὶ στὶς θεολογικὲς θέσεις τῶν ἁγίων.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος, σὰν τέκνο τοῦ 20ου αἰώνα, σοφὸς θεολόγος, θεοχαρίτωτος θαυματουργός, ἔχει γενικὴ ἀποδοχή, ἀπὸ ὅλους. Πῶς ἔβλεπε τὶς σχέσεις μὲ τοὺς αἱρετικούς; Τί ἔλεγε γι’ αὐτές; Ἂς ἰδοῦμε.
Α'
Ἐπιτρέπεται νὰ ἔχει ἡ Ἐκκλησία μας σχέσεις μὲ ἑτεροδόξους; Πότε; Ὑπὸ ποιὲς περιστάσεις;
Κάποιοι δίνουν τὴν ἀπάντηση: Μόνο, ὅταν προσέρχωνται ἐν μετάνοιᾳ, ὅταν δὲν προσέρχωνται ἐν μετάνοιᾳ, ὅταν δὲν στρέφωνται πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, σὰν τὴν μία, ἁγία, ποία πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορά μας πρὸς αὐτούς; Μία ὁμολογία; Ἀρκεῖ; Ἀρκεῖ νὰ τὴν δώσωμε; Καὶ ξεμπλέξαμε;
Ποία εἶναι ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου ἐπάνω στὰ ἐρωτήματα αὐτά;
1. Στὰ ἐρωτήματα αὐτὰ ὁ ἅγιος Νεκτάριος δὲν μᾶς ἀπαντᾶ μὲ μία συστηματικὴ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος. Στὶς ἡμέρες του δὲν εἶχε ἀκόμη δημιουργηθῆ ἡ λεγόμενη οἰκουμενικὴ κίνηση. Ἡ προβληματική της ἦταν ἄγνωστη. Δὲν εἶχε ἀκόμη ἐμφανισθῆ ἡ πολωτικὴ τάση, ποὺ παρατηρεῖται σήμερα, μεταξὺ «Οἰκουμενιστῶν» καὶ «ἀντιοικουμενιστῶν». Ὁ ἅγιος μιλάει παρεμπιπτόντως γιὰ τὸ θέμα αὐτὰ στὸ βιβλίο του Ποιμαντικὴ (Μέρος Γ’, τμ. Β’ § 3, σέλ. 210-211). Πῶς ἀπαντᾶ;
Ἀπαντᾶ καταφατικά. Ἀπόλυτα, θὰ ἐλέγαμε, καταφατικά. Γιατί δὲν λέγει ἁπλῶς «ἐπιτρέπεται», ἀλλὰ χρησιμοποιεῖ τὴν λέξη: «ἐπιβάλλεται». Καὶ ἡ λέξη
«ἐπιβάλλεται», εἶναι πολὺ πιὸ ἔντονη ἀπὸ τὴν λέξη «ἐπιτρέπεται». Ἡ μία ἀφήνει δικαίωμα ἐπιλογῆς• ἡ ἄλλη δὲν ἀφήνει τέτοιο περιθώριο.
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ὁ ἐπίσκοπος, ὀφείλει νὰ ἐμμένει ἀείποτε (=ὑπὸ τὶς ὁποιεσδήποτε συνθῆκες) στὶς ἠθικὲς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου». Καὶ σημειώνει ἐμφαντικά: Τὶς ἠθικὲς αὐτὲς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου δὲν ἔχει κανένας δικαίωμα, νὰ τὶς παραβαίνει• οὔτε «δῆθεν λόγω δογματικῶν ἀρχῶν».
Ἀναφύεται εὔλογα τὸ δικό μας ἐρώτημα: Μποροῦμε λοιπὸν νὰ ἔχωμε σχέσεις μὲ τοὺς ἑτεροδόξους;
Ἀπαντάει ὁ ἅγιος:
«Αἱ δογματικοὶ διαφοραὶ ἀναφέρονται στὸ κεφάλαιον τῆς πίστεως». Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ περιορίζουν τὴν ἀγάπη. Γιατί «τὸ δόγμα δὲν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην». Δηλαδὴ ἡ διαφορὰ δόγματος δὲν αἴρει, δὲν καταργεῖ, τὸ χρέος τῆς ἀγάπης. Ἀντίθετα: Ἡ ἀγάπη εἶναι τόσο πλατειὰ ὥστε συγκαταβαίνει «καὶ χαρίζεται» στὸ μὴ ὀρθὸ δόγμα. Πάντα στέγει. Πάντα ὑπομένει. Δὲν ἐπιτρέπεται τὸ δόγμα, οὔτε νὰ καθιστᾶ τὴν ἀγάπη ἀνενεργό, οὔτε νὰ τὴν ἀλλοιώνει· οὔτε πολὺ· οὔτε στὸ ἐλάχιστο. Ἡ «χωλαίνουσα πίστις τῶν αἱρετικῶν δὲν ἐπιτρέπεται οὔτε κἄν νὰ ἀλλοιώση καὶ νὰ ὑποβαθμίση τὸ πρὸς αὐτοὺς τῆς ἀγάπης συναίσθημα», «τὸ χρέος τῆς ἀγάπης».
2. Μερικοὶ σύγχρονοί μας δὲν συμφωνοῦν. Ἔχουν ἄλλη γνώμη. Λένε:
Ναί. Ὀφείλουμε νὰ τοὺς ἀγαπᾶμε! Καὶ τοὺς ἀγαπᾶμε! Καὶ προσευχόμεθα γι'αὐτούς! Ὅμως. Ἄλλο ἀγάπη, καὶ ἄλλο ἐπικοινωνία.
Ἡ τοποθέτηση αὐτή, τὸν ἅγιο Νεκτάριο δὲν τὸν εὑρίσκει σύμφωνο. «Ἡ ἀγάπη, λέγει, οὐδέποτε χάριν δογματικῆς τινος διαφορᾶς πρέπον ἐστι νὰ θυσιάζεται». Πόσο κατηγορηματικὸς εἶναι ὁ ἅγιος! «Οὔτε χάριν δογματικῆς τινος διαφορᾶς!». Τὸ χρέος τῆς ἀγάπης εἶναι ἀπόλυτο.
Ὅμως ἀρκεῖ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μακριά;
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἀπαντᾶ:
Ὄχι. Αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ. Ὅποιος λέγει ὅτι ἡ ἀγάπη μπορεῖ νὰ περιορισθῆ μόνο στὴν προσευχή, κάνει λάθος! Καὶ σὲ ἐπίρρωση, φέρνει σὰν παράδειγμα τὸν Παῦλο. Ἐπισημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσεύχονταν γιὰ τοὺς Ἑβραίους. Καὶ προσεύχονταν γιὰ χάρη τους, γιὰ τὴ σωτηρία τους, «ηὔχετο μάλιστα ἀνάθεμα εἶναι», ἀλλὰ καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ χάρη τους. Πάντοτε ἀπὸ αὐτοὺς ἄρχιζε. Καὶ ἐπιφέρει: Ἔτσι καὶ «ὁ ἐπίσκοπος ὁ μὴ ἐργαζόμενος ὑπὲρ τῶν ἑτεροδόξων ὑπὸ ψευδοῦς κινεῖται ζήλου καὶ ἐστερημένος ἐστὶν ἀγάπης. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ καὶ ἀλήθεια καὶ φῶς! Ὅπου δὲν ὑπάρχει ἀγάπη ψευδὴς ὁ ζῆλος καὶ πεπλανημένη ἡ δόξα». Μὲ ἄλλα λόγια, γιὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνοῦνται τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἢ σχισματικούς, εἶναι πλανεμένοι καὶ ἔχουν «ζῆλον οὐ κατ'ἐπίγνωσιν». Τί περισσότερο καὶ τί χειρότερο θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε εἰπεῖ;
3. Συμπέρασμα: Ὄχι δικό μου (=τοῦ γράφοντος), ἀλλὰ τοῦ ἁγίου Νεκταρίου:
• «Τὰ τῆς πίστεως ζητήματα οὐδόλως δέον ἐστι νὰ μειῶσι τὸ τῆς ἀγάπης συναίσθημα».
• Ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θέλουν ἐπικοινωνία εἶναι «διδάσκαλοι μίσους»! Καὶ κατ’ ἐπέκταση «μαθηταὶ τοῦ πονηροῦ», δηλαδὴ τοῦ διαβόλου.
• «Ἀπὸ τὴν ἴδια πηγὴ δὲν ἐξέρχεται καὶ γλυκὺ καὶ πικρὸ νερό».
• «Ἀπὸ τὴν ἴδια καρδιὰ δὲν μπορεῖ νὰ βγαίνει καὶ ἀγάπη καὶ μίσος καὶ πάθος!».
• Ὅποιος ἔχει ἀγάπη καὶ διδάσκει τὴν ἀγάπη, δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀγαπᾶ καὶ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς αἱρετικούς. Καὶ εἶναι ἀδύνατο νὰ μισεῖ. Γιατί «τὸ πλήρωμα τῆς ἀγάπης ἐκδιώκει τὸ μίσος».
Εἶναι θαυμάσιος ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Δὲν μιλάει οὔτε γιὰ ἱερεῖς, οὔτε γιὰ λαϊκούς. Γιατί αὐτοὶ δὲν ποιμαίνουν. Αὐτοὶ εἶναι ἢ συνεργοὶ ἐντολοδόχοι (οἱ ἱερεῖς), ἢ ἁπλῶς ὑπηρετικὸ προσωπικὸ ποὺ ὑποβοηθεῖ τοὺς ποιμένες στὸ ἔργο τους (οἱ λαϊκοί).
Ὁ ἐπίσκοπος πρέπει νὰ δίδει τὴν κατευθυντήρια ἀρχὴ καὶ νὰ ἐποπτεύει τὸν διάλογο καὶ τὴν ἐπικοινωνία.
Συμπέρασμα δικό μου.
Τὸ συμπέρασμα αὐτὸ εἶναι νόμιμο. Γιὰ δύο λόγους:
α. γιατί ὅ,τι ἰσχύει σὰν ἐντολὴ Θεοῦ γιὰ ἕνα ἀρχιερέα, ἰσχύει καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν Ἱεραρχία τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτὴ ἔχει χρέος μὲ Συνοδικὲς ἀποφάσεις νὰ ἐπιβάλλει τὴν τήρηση τοῦ Θείου Νόμου· καὶ
β. γιατί ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἰς ὅ,τι ἔπραττε πρὸς τὴν κατεύθυνση τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς, τελικὰ ἀνεφέρετο ὅπως μαρτυροῦν πολλὲς ἐπιστολὲς του (βλ. Θεοκλήτου Διονυσάτου, Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁ Θαυματουργός, σελ. 329 ἐξ. ) στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη, παρ'ὅτι δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ὁ ἄμεσος προκαθήμενός του, γιὰ περαιτέρω προώθηση καὶ ἀξιοποίηση.
4. Ἂν αὐτὸ ἰσχύει γιὰ τὸν μεμονωμένο ἐπίσκοπο, σὰν χρέος του ἀπὸ τὶς ἐπιταγὲς τοῦ ἠθικοῦ νόμου τοῦ Εὐαγγελίου, πολὺ περισσότερο ἰσχύει γιὰ τὶς Συνόδους τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ Σύνολό της.
Β'
1. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ὁμιλώντας γιὰ τὸ χρέος τοῦ ἐπισκόπου νὰ μεριμνᾶ νὰ ἔχει ἐπικοινωνία μὲ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους καὶ σχισματικούς, στὴν προσπάθειά του νὰ τοὺς ἐπαναφέρει μὲ τὸν διάλογο στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας, ὑπενθυμίζει μὲ ἔμφαση ὅτι στὸν τομέα αὐτὸ ἀναπτύσσεται δύο εἰδῶν ζῆλος: ὁ ζῆλος «κατ’ ἐπίγνωσιν» καὶ ὁ ζῆλος «οὐ κατ'ἐπίγνωσιν». Ἡ τοποθέτηση αὐτὴ τοῦ Ἁγίου μας ὑπεχρέωσε νὰ ἀναζητήσωμε στὰ ἔργα καὶ νὰ ἰδοῦμε, τί ἐννοεῖ.
Καὶ πράγματι στὸ βιβλίο του «Γνῶθι σ'αὐτὸν» (κεφ. Ζ § 36, σελ. 179 ἑξ. ) παραθέτει ὅπως πάντοτε μὲ σαφήνεια, ξεκάθαρα, τὶς ἀπόψεις του.
2. Ἂς ἰδοῦμε λοιπόν,
α. ποιὸς εἶναι ὁ κατ'ἐπίγνωσιν ζηλωτής·
β. ποιὸς εἶναι ὁ «οὐ κατ'ἐπίγνωσιν» ζηλωτής.
α. Ποιὸς εἶναι ὁ κατ’ ἐπίγνωση ζηλωτής; Ἀπαντᾶ ὁ Ἅγιος.
• «Ὁ κατ'ἐπίγνωσιν ζηλωτής, δὲν εἶναι ποτέ, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ποτέ, μειωμένης Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας ἄνθρωπος».
• «Εἶναι ἀληθὴς ἔνθους τῆς πίστεως λατρευτῆς καὶ αὐστηρὸς τηρητὴς τοῦ θείου νόμου καὶ τῶν πατρίων παραδόσεων».
• «Διακαίεται ἀπὸ τὸν πόθον γιά: διάδοσιν τοῦ θείου λόγου, στερέωσιν τῆς πίστεως, εὐόδωσιν τοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μείζονα ἐπίδοσιν τοῦ θείου κηρύγματος καὶ ἀποκατάστασιν τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς».
Ὅμως αὐτὸ δὲν ἀρκεῖ, τονίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Γιὰ νὰ εἶναι γνήσιος ὁ ζῆλος, ὀφείλει ὁ ζηλωτὴς νὰ «καλλιεργεῖ καὶ τὸν ἔσω ἄνθρωπον», νὰ εἶναι Χριστοῦ εἰκόνα, «ἐραστὴς πασῶν τῶν ἀρετῶν».
Καὶ προσθέτει ὁ Ἅγιος: Ὁ ἀληθινὸς ζηλωτής:
• «Δὲν ἀπαυδᾶ, δὲν ἀποκάμνει, δὲν αἰσθάνεται κάματον, δὲν ἐξαντλεῖται, δὲν δυσθυμεῖ, ἀλλὰ ἀεὶ ἀκμαῖος καὶ ζωηρός, εὔθυμος καὶ θαρραλέος ὁρμᾶ πρὸς τὴν ἐργασίαν».
• «Πυροῦται ὑπὸ ἐνθέου ζήλου. Καὶ ἐπιζητεῖ νὰ ἐπεκτείνει τὰς ἐνεργείας του πρὸς πᾶσαν τὴν ἀνθρωπότητα».
• Μὲ τί κίνητρο; «Ὁρμώμενος ἐξ ἀγάπης πρὸς τὸν θεὸν καὶ τὸν πλησίον». Καὶ γι'αὐτὸ «πράττει τὰ πάντα μετ'ἀγάπης καὶ αὐταπαρνήσεως».
• «Οὐδὲν πράττει τὸ δυνάμενον νὰ φέρει θλίψιν εἰς τὸν πλησίον του».
• «Οὐδὲν ἐξωθεῖ αὐτὸν εἰς παρεκτροπήν».
• «Χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τοῦ κατ'ἐπίγνωσιν ζηλωτοῦ: Ἀγάπη θερμὴ πρὸς τὸν θεὸν καὶ τὸν πλησίον. Πραότης. Ἀνεξιθρησκεία. Εὐεργε-σία. Εὐγένεια τρόπων. Εἶναι ΤΥΠΟΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥ».
Συμπέρασμα.
Τὸν ἀληθινό, τὸν κατ'ἐπίγνωση ζηλωτή, δὲν θὰ τὸν εὕρεις σὲ τίποτε σκάρτο!
3. Ποιὸς εἶναι ὁ μὴ κατ'ἐπίγνωσιν ζηλωτής; Ὁ μὴ κατ'ἐπίγνωση ζηλωτὴς ἔχει κατὰ τὸν Ἅγιό μας, τὰ ἑξῆς χαρακτηριστικὰ (βλ. Γνῶθι σ'αὐτὸν κεφ. Ζ΄, § 36, σελ. 179):
• «Πλανᾶται στὶς σκέψεις καὶ στὶς ἐνέργειές του». Δηλαδὴ οὔτε σκέπτεται σωστά, οὔτε ἐνεργεῖ σωστά. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος λάθος.
• «Πράττει τὰ ἐναντία πρὸς τὰς διατάξεις τοῦ Θείου Νόμου». Αὐτοχαρακτηρίζεται «ζηλωτὴς» καὶ «φρουρὸς τῶν πατρικῶν παραδόσεων». Προφανῶς, ἀπὸ ὑπερεκτίμηση τῶν ἀπόψεών του καὶ τῆς ἀποστολῆς του. Χαρακτηρίζει ἄλλους, ἐκείνους ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὶς ἀπόψεις του, «προδότες τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως» καὶ «σὲ δογματικὰ ζητήματα μειοδότες». Ἐπικρίνει. Καὶ κατακρίνει. Χάριν τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Δηλαδή;
• «Διαπράττει τὸ κακόν, ὅπως ἐπέλθη τὸ ὑπ'αὐτοῦ ποθούμενον ἀγαθὸν» (=καταντάει ἐσωτερικὰ ἰησουίτης).
• «Εὔχεται τῷ θεῷ νὰ ρίψη πῦρ ἐξ οὐρανοῦ νὰ κατακαύση πάντας τοὺς μὴ δεχόμενους τὰς ἀρχὰς καὶ πεποιθήσεις του». Ἐκφωνοῦν ἐναντίον τους ἀναθέματα!
• «Πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους, μίσος, θυμός, φθόνος, ἐμπάθεια (=ἀσφαλῶς αὐτὰ δὲν εἶναι ποτὲ ἐκ θεοῦ). Παράλογος ἐπιμονὴ ἐν τῇ προασπίσει τῶν ἰδίων φρονημάτων (=πλήρης ἔλλειψις ταπείνωσης) παράφορος ζῆλος πρὸς κατίσχυσιν ἐν πᾶσι (=θέλει παντοῦ νὰ τοῦ περνάει, νὰ ἔχει τὸν τελευταῖο λόγο), φιλοδοξία, φιλονικία, ἔρις, φιλοτάραχον».
Καὶ συμπεραίνει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: «Ὁ μὴ κατ'ἐπίγνωσιν ζηλωτὴς εἶναι ἄνθρωπος ὀλέθριος».
Τὰ αὐστηρὰ αὐτὰ λόγια τοῦ γεμάτου ταπείνωση καὶ ἀγάπη ἁγίου Νεκταρίου, πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζουν ὅλους. Καὶ νὰ τὸ ἔχωμε μόνιμο ἐρώτημα μέσα μας: Μήπως ὁ ζῆλος μου ἐκτρέπεται σὲ ζῆλον «οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» καὶ ἀντὶ καλοῦ προξενεῖ κακό; Δοκιμαζέτω ἕκαστος ἑαυτόν. Ἕκαστος τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει.
Γ'
1. Τὰ προλεχθέντα κάνουν νὰ ἐγείρεται τὸ ἐρώτημα:
•Μήπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος εἶχε καταντήσει (ἀπὸ τὴν πολλὴ συναισθηματικὴ ἀγάπη του!) ἀνεδαφικὸς καὶ οὐτοπικός;
• Μήπως δὲν εἶχε τὸν πικρὸ ρεαλισμὸ τῆς δικῆς μας πείρας; Γιατί ἐμεῖς τὸ βλέπομε, ὅτι ὁ διάλογος μὲ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία βαδίζει πρὸς πλήρη ἀποτυχία.
Ὄχι. Ὁ ἅγιος εἶχε μελετήσει καλὰ ὅλα τὰ συναφῆ προβλήματα. Καὶ στὸ βιβλίο του «Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος» τ. Α’, σελ. 159-163, καθιερώνει ἀρχές, ποὺ σήμερα γιὰ τοὺς διάλογους εἶναι καταστατικῆς ἀξίας.
Ἂς τὶς ἰδοῦμε:
Λέγει ὁ ἅγιος Νεκτάριος: Οἱ ὅροι τῆς ἑνώσεως (μεταξὺ Ὀρθοδόξου καὶ Λατινικῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας) εἶναι τοιοῦτοι, ὥστε καθιστῶσι τὴν ζητουμένην ἕνωσιν ἀδύνατον. Διότι δὲν ἔχουν οὐδὲν σημεῖον συναντήσεως. Ζητοῦσι δὲ ἑκάτερα τὰ μέρη παρὰ τῆς ἑτέρας Ἐκκλησίας, οὔτε πλεῖον οὔτε ἔλαττον τὴν ἄρνησιν ἑαυτῆς, τὴν ἄρνησιν τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν, ἐφ'ὧν ἑδράζεται ὅλον τὸ οἰκοδόμημά της.
Ἐμεῖς ζητοῦμε νὰ ἀρνηθοῦν οἱ Καθολικοὶ τὸ πρωτεῖο, τὸ ἀλάθητο, τὸ Φιλιόκβε. Ὅμως ἐπάνω στὰ δόγματα αὐτὰ σηρίζεται ὁλόκληρη ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία. Ἂν τὰ ἀρνηθοῦν, ἀρνοῦνται τὴν Ἐκκλησίαν τους ἐκ θεμελίων κάτι ποὺ εἶναι γι’ αὐτοὺς πολὺ δύσκολο, ἂν μὴ καὶ ἀδύνατο!
Ὁμοίως ἐκεῖνοι ζητοῦν ἀπὸ ἐμᾶς νὰ δεχθοῦμε τὸ πρωτεῖο καὶ τὸ ἀλάθητο. Ἀλλὰ καὶ ἐμεῖς, ἂν τὰ δεχθοῦμε αὐτά, ἀρνούμεθα ἐκ θεμελίων τὴν Ἐκκλησία μας, ποὺ στηρίζεται στὴν Συνοδικότητα. Ἄρα καὶ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ γίνει! Πρὸς τί λοιπὸν ὁ διάλογος;
2. Καὶ προχωρεῖ ὁ Ἅγιος σὲ μία ἀκόμη καταστατικῆς σπουδαιότητος διατύπωση. Λέγει:
«Ἐν ὅσῳ τὰ μὲν κύρια αἴτια τοῦ χωρισμοῦ μένωσι τὰ αὐτά, αἱ δὲ Ἐκκλησίαι ἀντέχωνται τῶν ἑαυτῶν, ἡ ἕνωσις εἶναι ἀδύνατος. Ἵνα θεμελιωθῆ ἕνωσις, πρέπει αὕτη νὰ στηρίζεται ἐπὶ τῶν αὐτῶν ἀρχῶν (δηλ. νὰ ἔχουν τὰ δύο μέρη ἀποδεχθῆ τὶς αὐτὲς θεμελιώδεις ἀρχές). Ἄλλως πᾶς κόπος μάταιος».
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Ἁγίου ἰσχύουν ad hoc γιὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Καθολικούς. Ἀσφαλῶς τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τὸν διάλογο μὲ τοὺς Ἀντιχαλκηδονίους. Ἂν οἱ Ἀντιχαλκηδόνιοι μένουν στὴν Ἐκκλησιαστική τους ταυτότητα, νὰ ἀρνοῦνται τὴν Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος, δὲ εἶναι πᾶς κόπος μάταιος;
3. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ δημιουργεῖται εὔλογα τὸ ἐρώτημα:
Ἂν οἱ ἑτερόδοξοι ἐμμένουν στὴν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας τους, καὶ συνεπῶς, φαίνεται ὁλοκάθαρα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ὅτι «πᾶς κόπος μάταιος», τί λόγο ὑπάρξεως ἔχουν οἱ διάλογοι καὶ οἱ ἐπικοινωνίες μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς;
Ἀσφαλῶς, θὰ ἔπρεπε ὁ ἅγιος Νεκτάριος νὰ ἔλεγε: Λάθος. Συγγνώμη, ἂν εἶπα κάπου ἀλλοῦ στὰ βιβλία μου κάτι διαφορετικό. Ὅμως δὲν τὸ λέγει.
Τί λέγει;
Ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει: «Ἔστι λίαν πιθανόν, νὰ ἑλκύση ὁ ἐπίσκοπος (ὁ διαχειριζόμενος τὸν διάλογον) καὶ τὴν ἐξ ἐσφαλμένης περιωπῆς κρίνουσαν δογματικὸν τι ζήτημα Ἐκκλησίαν».
Δηλαδὴ ὁ ἅγιος Νεκτάριος λέγει:
Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται «ἀδύνατο» καὶ «κόπος μάταιος» «ἔστι λίαν πιθανόν». Ἔτσι δὲν ξεκινάει κάθε δραστηριότητα ἐσωτερικῆς καὶ ἐξωτερικῆς ἱεραποστολῆς; Ὑπάρχει ποτὲ σιγουριὰ γιὰ ἀποτέλεσμα;
Ὁ διάλογος ἔχει ἕνα σκοπό. Νὰ βοηθήσει τὴν ἑτερόδοξη ἢ σχισματικὴ «Ἐκκλησία», νὰ καταλάβει τὸ λάθος της. Γιατί μόνο τότε μπορεῖ, ὑπάρχει πιθανότητα, νὰ ἐπανέλθει στὴν Ὀρθοδοξία καὶ στὴν σωτηρία, (ἀφοῦ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία Ἐκκλησία), ὄχι ἕνα ἄτομο μόνο, ἄλλα ἕνα σύνολο, μία ὁλόκληρη «Ἐκκλησία».
Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ ὑπέρτατος στόχος κάθε ποιμαντικῆς: Νὰ ἑλκύσει σύνολα. Σύνολα μεγάλα.
Ὁ στόχος τοῦ ἁγίου Νεκταρίου εἶναι καθαρὰ ποιμαντικός. Ἀφορᾶ στὴν σωτηρία. Ὁ ἐπίσκοπος, ἡ Ἐκκλησία, ἐργάζεται μόνο γιὰ τὴν σωτηρία. Ὄχι γιὰ τὰ ὅποια σχέδια.
Συμπέρασμα:
Ἡ ἐργασία τῶν ἀτόμων καὶ τῆς Ἐκκλησίας (=τῶν ποιμένων) γιὰ τὴν σωτηρία, εἶναι κατὰ τὸν ἀπ. Παῦλο ἕνας πόλεμος. Ἀνέκαθεν στοὺς πολέμους ἐφάρμοζαν μία τέχνη, ποὺ λέγεται στρατηγική. Ἡ στρατηγικὴ εἶναι μία μεθόδευση ἐνεργειῶν. Ἡ καλὴ μεθόδευση ἐνεργειῶν ἔδωκε σὲ στρατηγοὺς περιφανεῖς νίκες. Ἡ κακή, ἔγινε ἀφορμὴ νὰ διαλυθοῦν κοσμοκρατορίες.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή. Χρειαζόμαστε στρατηγική, καλὴ μεθόδευση.
Στὸ Γεροντικὸ διαβάζομε:
Δύο μοναχοὶ συναντοῦν χωριστὰ ὁ καθένας, ἕναν ἱερέα τῶν εἰδώλων στὴν ἔρημο. Ὁ πρῶτος μιλάει δογματικά, ὅπως τὸν ἔβλεπε ὑπὸ τὸ πρίσμα τοῦ δόγματος, ὅτι ἡ εἰδωλολατρία εἶναι δαιμονικὴ θρησκεία καὶ οἱ ἱερεῖς της ὑπηρέτες τοῦ διαβόλου. Τοῦ λέει: Ἄι, ἄι δαῖμον! Ποῦ τρέχεις;
Ὁ ἄλλος τοῦ μιλάει μὲ τὴν χριστιανικὴ καλωσύνη καὶ ἀγάπη. Τοῦ λέει: Σωθείης· σωθείης, καματηρέ!
Αὐτὸ σημαίνει καλὴ μεθόδευση· καλὴ στρατηγική.
Ἐρωτάει μὲ ἀπορία ὁ ἱερέας τὸν ἅγιο Μακάριο.
Τί καλὸ εἶδες ἐπάνω μου, χριστιανὸς σύ, καὶ μοῦ μιλᾶς μὲ τόσο καλὸ τρόπο;
Ἀπαντᾶ ὁ ἅγιος:
Βλέπω, ὅτι ἐργάζεσαι γιὰ τὴν ψυχή σου μὲ ζῆλο. Καὶ σὲ λυπᾶμαι, γιατί δὲν τὸ ἔχεις καταλάβει, ὅτι ὁ κόπος σου θὰ πάει χαμένος!. . .
Ἀποτέλεσμα:
• Τὰ λόγια τοῦ πρώτου ἐξόργισαν τὸν ἱερέα τόσο, ποὺ ὅρμησε ἐπάνω του καὶ τὸν «ἐσάπισε» στὸ ξύλο.
• Τὰ λόγια τοῦ δευτέρου, τὸν κατένυξαν τόσο, ποὺ ἄφησε τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὸ ἐπίζηλο ἀξίωμά του, καὶ ἔγινε χριστιανὸς καὶ μοναχὸς (Ἀββᾶ Μακαρίου, λθ΄).
Τὸ «πιστεύω» καὶ τῶν δύο μοναχῶν ἦταν τὸ ἴδιο. Ὁ ἕνας ἔκαμε μία ἄκριτη μετωπικὴ ἐπίθεση ἐναντίον τοῦ ἱερέα τῶν εἰδώλων. Ὁ ἅγιος Μακάριος ἐφάρμοσε μία στρατηγικὴ· ἔκαμε μία μεθόδευση. Καὶ ἐκέρδισε μία μεγάλη νίκη. Ἐκέρδισε ἕναν ἄνθρωπο. Ἐκέρδισε τὸν ἀδελφό του. Γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἰωάννης «πλήρης ὤν τῆς ἀγάπης, πλήρης γέγονε καὶ τῆς θεολογίας».
Καὶ ὁ ἅγιος Νεκτάριος, ὁ ἄνθρωπος τῆς ἄνευ ὅρων, ὁρίων καὶ προϋποθέσεων ἀγάπης καὶ καλωσύνης, μὲ τὴν σιγουριὰ τῆς ἀγάπης καὶ τῆς γνώσης τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Πίστεως, θεωροῦσε χρέος του νὰ ἔχει ἐπικοινωνία, καὶ ἦταν ἄνετος στὴν ἐπικοινωνία, μὲ αἱρετικοὺς καὶ σχισματικούς· ποθώντας καὶ ἐπιδιώκοντας τὴν σωτηρία τους. Εἶχε σωστὸ κριτήριο. Καὶ σωστὸ μέτρο. Καὶ ἔγινε τύπος Ὀρθοδοξίας καὶ ὀρθοπραξίας.