- Τί κατάλαβα τόσα χρόνια κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο; Κατάλαβα ὅτι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ ξεπερνάει τὴν διανοητικὴ κατανόηση τῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως (δηλαδὴ τὴν διανοητικὴ γνώση), ξεπερνάει τὴν
ἐφαρμογὴ τόσον τῶν νομικῶν κανόνων (δηλαδὴ τὸ τυπικό) ὅσον καὶ τῶν ἠθικῶν ἐπιταγῶν (δηλαδὴ τὴν ἠθικὴ συμπεριφορά) καὶ ἀπαιτεῖ τὴν τήρηση τῆς πρώτης καὶ μεγάλης ἐντολῆς: «Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν
σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» καὶ ἀσφαλῶς καὶ τὴν δευτέρα: «καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Ὅλη μάλιστα αὐτὴ ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ ἀναπτύσσεται μέσα στὸ τρίπτυχο «ἀνιδιοτέλεια, ἑνότητα καὶ ταπείνωσις».
Εἶναι χρήσιμη ἡ γνώση, εἶναι ὠφέλιμη ἡ τήρηση τῶν τύπων, εἶναι ἀπαραίτητη ἡ ἠθικὴ ζωή, ἀλλὰ μόνα τους ὅλα αὐτὰ δὲν ἀρκοῦν. Χρειάζεται ἡ ἀγάπη, ἡ ὁποία φέρει σὲ προσωπικὴ κοινωνία τὸν πιστὸ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἔτσι ὁ πιστὸς λούζεται στὴν αἰσθητὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἀλλοιώνεται. Γίνεται χαριτωμένος καὶ ἀκτινοβολεῖ τὴν χάρη ποὺ δέχεται.
Καὶ τί εἶναι ἡ ἀνιδιοτέλεια;
Εἶπε ὁ Γέροντας μία Μεγάλη Παρασκευὴ μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἐπιταφίου: «Θέλω νὰ παρακαλέσω τὸ Θεὸ νὰ βάλει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους στὸν Παράδεισο καὶ ἐμένα στὴν κόλαση. Εἶναι πολὺ ἐφάμαρτο αὐτό;».
Ἔγραψε στὴν πνευματική του διαθήκη:
— Τώρα ποὺ θὰ πάω στὸν οὐρανὸ ἔχω τὸ συναίσθημα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ μοῦ πεῖ: «Τί θέλεις ἐσὺ ἐδῶ;». Ἐγὼ ἔχω ἕνα νὰ τοῦ πῶ: «Δὲν εἶμαι ἄξιος, Κύριε, γιὰ ἐδῶ, ἀλλὰ ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη σου ἂς κάνει γιὰ μένα». Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα δὲν ξέρω τί θὰ γίνει. Ἐπιθυμῶ ὅμως νὰ ἐνεργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τί εἶναι ἑνότητα;
Μία βραδιὰ ποὺ τὴν φώτιζαν μόνο τ’ ἀστέρια στὸν οὐρανὸ ἐπιστρέφαμε μὲ τὰ πόδια ἀπὸ τὰ Καλλίσια τῆς Πεντέλης στὴν Πεντέλη καὶ μοῦ ἔλεγε κατὰ τὴν διαδρομὴ μέσα στὸ δάσος: «Τὸ μυστικὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἑνότητα. Πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ἑνωμένοι μὲ ὅλους, φίλους καὶ ἐχθρούς». Εἶπε πολλά. Ἀλλὰ τί μποροῦσε νὰ καταλάβει ἕνας ποὺ εἶχε μάθει νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν προσωπική του σωτηρία;
Ὁ Σεβασμιώτατος Χανίων κ. Εἰρηναῖος εἶπε κάποτε σὲ μία ραδιοφωνικὴ ἐκπομπή: Νά μερικὰ ἀπὸ ὅσα σημείωσα ἀπὸ ὅσα ἄκουσα ἀπὸ τὸ στόμα του (τοῦ Γέρ. Πορφυρίου): «Δὲν μπορεῖς νὰ σωθεῖς μόνος σου, ἂν δὲν σωθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος γιὰ ὁποιονδήποτε νὰ προσεύχεται γιὰ τὸν ἑαυτό του, νὰ σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἀγαποῦμε, τὸν κόσμο, νὰ μὴ χαθεῖ κανείς. Αὐτὸ ἔχει ἀξία».
Ὁ Γέρων Πορφύριος θεωροῦσε τὴν ἑνότητά μας μὲ ὅλους κεντρικὸ θέμα τῆς χριστιανικῆς μας ἀντιλήψεως καὶ ζωῆς. Μοίραζε στοὺς ἐπισκέπτες του ἀποσπάσματα ἀπὸ ἕνα λόγο τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου: «Ὅλους τοὺς πιστοὺς ὀφείλουμε νὰ τοὺς βλέπουμε σὰν ἕνα…»
Καὶ τί εἶναι ταπείνωσις;
Δύσκολο νὰ τὸ καταλάβει ὅποιος δὲν τὴν ἔχει. Ἡ ταπείνωσις εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀποκτᾶται μόνο μὲ ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλὰ καὶ δὲν δωρίζεται χωρὶς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες πάλι εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ποτὲ δὲν μπορεῖ ὁ ταπεινὸς νὰ καυχηθεῖ ὅτι ἔγινε ταπεινὸς μὲ τὴν προσπάθειά του.
Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, κάνοντας διανοητικοὺς ἀκροβατισμούς, ὅτι ἡ ταπείνωση προϋποθέτει τὸ γνῶθι σαυτόν. Ὄχι ὅμως τὴν γνώση τῶν δυνατοτήτων μας, ἀλλὰ τὴν γνώση τῶν ἀσθενειῶν μας, τὴν γνώση τῆς ἀσθενείας μας. Χωρὶς τὴν ζωογόνο δύναμη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος, «ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ οὕτως ἐξανθήσει». «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ὅλα ὅσα γίνονται «δι’ ἡμῶν» εἶναι ἔργα τοῦ Θεοῦ. «Τί ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; Εἰ δὲ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;».
Ὅσο πλησιάζεις πρὸς τὸ φῶς, τόσο περισσότερο αἰσθάνεσαι τὴν σκοτεινότητά σου. Μακριὰ ἀπ’ τὸν ἥλιο νομίζεις πὼς ἐκπέμπεις φῶς, κρατώντας ἕνα κεράκι. Κοντὰ στὸν ἥλιο συγκρίνεσαι μὲ αὐτὸν καὶ διαπιστώνεις ὅτι εἶσαι σκοτάδι.
Λογικὰ ἡ ταπείνωσις εἶναι αἴσθησις τῆς διαφορᾶς μεταξὺ τοῦ ἀπολύτου φωτός, ποὺ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, καὶ τοῦ σκότους στὸ ὁποῖον θὰ εὑρίσκετο ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν τὸν ἐφώτιζε ὁ Θεός.
Καὶ ὅμως αὐτὸς ὁ ἀσθενὴς ἄνθρωπος τολμᾶ νὰ πεῖ «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι με Χριστῷ». Μπορεῖ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ νὰ λέγει «στήτω ὁ ἥλιος κατὰ Γαβαὼν καὶ ἡ σελήνη κατὰ φάραγγα Αἰλών» (Ἰησ. Ναυῆ 10, 12) καὶ νὰ σταματάει τὴν κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων, τὴν κίνηση τῆς γῆς γύρω ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ὥστε ταπείνωσις δὲν εἶναι ἡ ἀδυναμία, ἀλλὰ ἡ γνῶσις ὅτι ἡ δύναμις ἀνήκει στὸν Θεὸ καὶ χαρίζεται στὸν ἄνθρωπο.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: