Ἕνα ἀπόγευμα ξεκινήσαμε μιὰ παρέα γιὰ τὰ Καλλίσια. Ἔξω ἀπὸ τὸ κελλὶ τοῦ Ὁσίου Πορφυρίου, στὴν αὐλή, συναντήσαμε πλῆθος προσκυνητῶν ποὺ περιμέναν. Ἤμασταν τελευταῖοι. Ὅταν ἦλθε ἡ σειρά μας, εἶχε νυχτώσει.
Τὸν εἴδαμε ἕνας-ἕνας καὶ ὅταν τελειώσαμε, ὁ Γέροντας μᾶς ξεπροβόδισε ὣς ἔξω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἂν καὶ κατάκοπος, ἔδειχνε εὐδιάθετος. Ἦταν μιὰ ὄμορφη καλοκαιρινὴ νύχτα. Τὸ ἀεράκι φυσοῦσε ἀνάλαφρα καὶ ἡ πανσέληνος εἶχε ἀνατείλει ἀπό τοὺς ἀντικρινοὺς πευκόφυτους λόφους.
Μέσα σε αὐτὸ τὸ εἰδυλλιακὸ τοπίο, ποὺ τὸ ἀσήμωνε τὸ ὠχρὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ καὶ μεταμόρφωνε ἀπόκοσμα ὅλα τὰ γύρω, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, ὁ Γέροντας θεώρησε κατάλληλη τὴ στιγμὴ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν προσευχή. Δὲν μᾶς μίλησε θεωρητικά, ἀλλὰ πρακτικά. Πάντοτε ὁ Γέροντας «πράττων ἐδίδασκε». Ἤμασταν τέσσερις τῆς παρέας, κι ὁ Γέροντας πέντε. Μᾶς τοποθέτησε, μὲ μέτωπο στὴν ἀνατολή, δυὸ στὰ δεξιὰ καὶ δυὸ στὰ ἀριστερά του, στὸ μέσον ἐκεῖνος.
«Τώρα θὰ κάνουμε νοερὰ προσευχή, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ», μᾶς εἶπε ὁ Ἅγιος Πορφύριος.
«Θὰ λέω ἐγὼ πρῶτα τὰ λόγια κι ὕστερα θὰ τὰ ἐπαναλαμβάνετε ἐσεῖς. Ἀλλὰ προσέξτε, χωρὶς βία καὶ ἄγχος. Θὰ τὰ λέτε ἤρεμα, ταπεινά, μὲ ἀγάπη, μὲ γλύκα».
Ἄρχισε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, με ἐκείνη τὴ λεπτή, τρυφερή, ἐκφραστικὴ φωνή του: «Κύριε, Ἰησοῦ, Χριστέ, ἐλέησόν με». Τὸ ἔλεγε ἀργὰ-ἀργά, μία-μία λέξη, χωρὶς καθόλου βία, σὰν νὰ εἶχε μπροστά του τὸν Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε, κάνοντας μιὰ μεγαλύτερη παύση στὸ «Χριστὲ» καὶ χρωματίζοντας παρακαλεστικὰ τὸ «ἐλέησόν με». Κι ἐμεῖς, κάθε φορὰ ἐπαναλαμβάναμε, προσπαθώντας νὰ μιμηθοῦμε τὴ στάση του, τὸ χρῶμα τῆς φωνῆς του, κι ἂν ἦταν δυνατό, τὴν ψυχική του διάθεση. Κάποια στιγμὴ ὁ Γέροντας σταμάτησε νὰ λέει μεγαλόφωνα τὴν προσευχὴ καὶ συνέχισαν νὰ τὴν ψιθυρίζουν τὰ χείλη του. Κάναμε κι ἐμεῖς τὸ ἴδιο. Πόσο κράτησε αὐτὴ ἡ νυκτερινὴ προσευχή μας; Δὲν θυμᾶμαι. Τὸ μόνο ποὺ θυμᾶμαι εἶναι μιὰ συγκίνηση, ποὺ δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἐκφράσω μὲ λόγια.
Κάποτε διέκοψε τὴ θεία ἐκείνη σιγή, λέγοντας: Ἂς σταματήσουμε ἐδῶ τὴν κοινὴ προσευχή. Συνεχίστε την μόνοι σας. Ἄντε τώρα νὰ πᾶτε μὲ τὸ καλὸ στὰ σπίτια σας.
Καθὼς ἀπομακρυνόμασταν, γύρισα πίσω τὸ κεφάλι καὶ διέκρινα κάτω ἀπὸ τὸ σεληνόφως, τὴ σεβάσμια σιλουέτα τοῦ Γέροντα, ποὺ στεκόταν ὄρθιος κοντὰ στὰ βράχια, μὲ τὸ χέρι ὑψωμένο, καὶ μᾶς εὐλογοῦσε.