Πατρῶνος Γεώργιος (Ὁμοτ. Καθηγητής τοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν)
(Κυριακὴ ΙΖ΄Ματθαίου)
Ἡ Χαναναία γυναίκα ἐκπροσωπεῖ τὸν ἐθνικὸ καὶ εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Ἀπὸ τοὺς παραδοσιακοὺς Ἰσραηλίτες δὲν θεωρεῖται μόνο ἀλλοεθνὴς ἀλλὰ καὶ ἀλλόθρησκη.
Κατὰ συνέπεια, ἡ γυναίκα αὐτὴ καθὼς καὶ ὅλος ὁ κόσμος ποὺ ἐκπροσωπεῖ, εἶναι ἄπιστος καὶ ἁμαρτωλός. Ἀξίζει, λοιπόν, τῆς ἀπόρριψης καὶ τῆς αἰώνιας καταδίκης. Ἐξάλλου ὑπάρχει γενικὴ πεποίθηση σὲ ὅλο τὸν πιστὸ κόσμο τῶν ἑβραίων, ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἔχει περιλάβει αὐτοὺς στὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας καὶ ἄρα τοὺς ἀξίζει μία γενικὴ περιφρόνηση.
Αὐτὸ τὸ ἀρνητικὸ πνεῦμα ἐκφράζουν καὶ οἱ μαθητὲς πρὸς τὸν Ἰησοῦ, ὅταν ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὶς κραυγὲς τῆς ἀπελπισμένης γυναίκας ποὺ παρακαλεῖ τὸν Διδάσκαλο νὰ θεραπεύσει τὴν κόρη της· «ἐλέησόν με, Κύριε…, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ἐθνικὸς κόσμος σημαίνει στὴν θρησκευτικὴ καὶ θεολογικὴ γλώσσα, κόσμος δαιμονοκρατούμενος. Ὁ Θεὸς ἔχει καταδικάσει αὐτὸν τὸν κόσμο ἀπὸ τώρα. Αὐτὴ εἶναι ἡ κοινὴ πεποίθηση ὅλων.
Ὁ Κύριος, ὅμως, ἐκτιμᾶ τὰ πράγματα διαφορετικά. Δὲν μένει στὰ ἐξωτερικὰ γεγονότα καὶ οὔτε κρίνει τοὺς ἀνθρώπους μὲ κριτήρια ἐθνικά, φυλετικὰ ἢ θρησκευτικά. Διαβλέπει στὴ Χαναναία μιὰ θαυμαστὴ πίστη, ἔξω ἀπὸ θρησκευτικὲς κατηγορίες ἀξιολόγησης. Πρέπει αὐτὴ ἡ πίστη νὰ προβληθεῖ, νὰ φανεῖ καὶ στοὺς ἄλλους καὶ νὰ ἐκτιμηθεῖ δεόντως ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰησοῦς μπαίνει σὲ μία διαδικασία περίεργη, μιᾶς φαινομενικῆς περιφρόνησης τῆς γυναίκας αὐτῆς, χρησιμοποιώντας μάλιστα μιὰ σκληρὴ γλώσσα ποὺ δὲν ταιριάζει μὲ τὴ γνωστὴ ἤπια καὶ φιλάνθρωπη φρασεολογία του. Αὐτὴ ἡ τακτικὴ ἀντιμετώπισης τῆς ἁμαρτωλῆς ἔστω καὶ ταλαίπωρης αὐτῆς γυναίκας ξαφνιάζει καὶ αὐτοὺς τοὺς μαθητὲς ἀκόμη.
Ὁμιλεῖ γιὰ «τέκνα» καὶ γιὰ «κυνάρια». Τέκνα εἶναι ὁ λαὸς Ἰσραὴλ καὶ κυνάρια ὁ κόσμος τῶν ἐθνικῶν. Φοβερὴ διάκριση. Αὐτὴ ἡ ὠμὴ σὲ σκληρότητα γλώσσα φανερώνει τὰ κριτήρια τοῦ θρησκευτικοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς καὶ ὄχι τοῦ Κυρίου τὴν κρίση. Σὲ λίγο, ὅταν θὰ μιλήσει γιὰ τὴν ὑποχρέωση τῶν γονέων νὰ δίνουν ψωμὶ στὰ παιδιά τους καὶ ὄχι στὰ σκυλιά τους καὶ μετὰ τὴν ἐπιμονὴ τῆς γυναίκας ὅτι καὶ τὰ σκυλιὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν πλουσίων, ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τὴ βαθιὰ πίστη αὐτῆς τῆς σεμνῆς καὶ ταπεινῆς μητέρας: «ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις»! Καὶ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῆς θυγατέρας τῆς Χαναναίας μάνας ἔγινε, ἐξαιτίας μιᾶς πίστεως ποὺ προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἁμαρτωλὴ καὶ ἄθρησκη γυναίκα.
Εἶναι ἐνδιαφέρουσα καὶ ἡ παρατήρηση ἐκ μέρους τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου, κατὰ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ. Ἀναφέρει, ὅτι ἡ Χαναναία ἦταν ἑλληνικῆς καταγωγῆς καὶ κάτοικος στὴν περιοχὴ τῆς Συροφοινίκης. Γνωρίζουμε, ὅτι στὶς περιοχὲς αὐτὲς τῆς Τύρου, τῆς Σιδῶνος καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Χαναὰν καὶ Συροφοινίκης, ὑπῆρχε μεγάλη ἑλληνικὴ κοινότητα ποὺ ἀσχολεῖτο κατὰ κύριο λόγο μὲ τὸ ἐμπόριο. Σ’ αὐτὸ τὸν ἑλληνικὸ κόσμο τῆς περιοχῆς αὐτῆς δραστηριοποιήθηκε ὁ Ἰησοῦς μὲ πολὺ θετικὰ ἀποτελέσματα, συνάντησε μιὰ ἐκπληκτικὴ πίστη, πνευματικῆς ποιότητας ψυχή, ποὺ ἔδωσε καὶ ἕνα πρῶτο δεῖγμα μελλοντικῆς προοπτικῆς τῆς χριστιανικῆς ἐποποιίας πρὸς τὸν κόσμο τῶν ἐθνῶν.
Νέα κριτήρια ἀληθινῆς πίστεως
Ἡ συγκεκριμένη περίπτωση συνάντησης τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὸν κόσμο τῶν ἐθνικῶν μᾶς ἀποκαλύπτει μίαν ἄλλη εἰκόνα περὶ πίστεως, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ γνωστὰ θρησκευτικὰ κριτήρια. Ὅσο κι ἂν αἰφνιδιάζει αὐτὴ ἡ προσέγγιση, ἕνα εἶναι γεγονός, ὅτι μὲ τὸ εὐαγγελικὸ μήνυμα τοῦ Κυρίου μπήκαμε σὲ μιὰ νέα ἐποχή, νέας ἀντίληψης τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων. Δυστυχῶς κι ἐμεῖς ἀκόμη σήμερα, μετὰ ἀπὸ εἴκοσι αἰῶνες χριστιανικῆς ἐμπειρίας, παραμένουμε καὶ κρίνουμε τοὺς ἀνθρώπους μὲ ἰουδαϊκὰ καὶ καθαρὰ νομικὰ κριτήρια.
Ἡ ἑλληνίδα γυναίκα ἀπὸ τὴ Χαναάν, παρόλη τὴν ἐθνική της καταγωγή, διατηροῦσε μία θαυμαστὴ ἀντίληψη πίστεως καὶ πνευματικότητας. Παρουσιάζεται στὸν Ἰησοῦ σεμνὴ καὶ ταπεινή, χωρὶς νὰ κομπάζει καὶ νὰ διεκδικεῖ, ὅπως θὰ ἔπραττε μία Ἰουδαία πιστὴ γυναίκα. Ἀσήμαντη μπροστὰ στὴν Ἁγιότητα καὶ τελειότητα τοῦ συνομιλητῆ της. Ἄξια ἀπόρριψης καὶ περιφρόνησης ἀπὸ τοὺς ἐκλεκτούς τῆς ἰουδαϊκῆς θρησκείας. Ὅμως ἀληθινή, μὲ μία βαθιὰ ἀγάπη καὶ ταπεινοφροσύνη, ποὺ μεταμορφώνεται σὲ μία ἰσχυρὴ καὶ δυνατὴ πίστη. Μία πίστη ποὺ ὁ Ἰησοῦς δὲν βρῆκε ἄλλη ὅμοια οὔτε στὸν κόσμο τῶν πιστῶν.
Ἡ πίστη τῆς ἐθνικῆς γυναίκας γίνεται κριτήριο πλέον ἀξιολόγησης τῆς πίστεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἀπὸ ἐξωτερικὰ καὶ τυπικὰ κριτήρια μπήκαμε σὲ μία διαδικασία ἐσωτερικῶν κριτηρίων ποιότητας καὶ ἀληθινότητας. Ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀποκλειστικὸ γνώρισμα, ὅπως συνήθως θεωρεῖται, μόνο τῶν θρησκευόμενων ἀνθρώπων. Εἶναι φορές, ποὺ οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι διαθέτουν μία ἀνυποψίαστη καὶ συγκλονιστικὴ πίστη, συνδυασμένη συνήθως μὲ μιὰ ἐκπληκτικὴ ποιότητα ζωῆς. Αὐτοὶ προσεγγίζουν πιὸ πολὺ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸ δικό του προβαλλόμενο πνευματικὸ ἦθος ζωῆς, παρὰ οἱ ἐκ παραδόσεως καὶ ἐξ ἐπαγγέλματος θρησκευτικοὶ ἄνθρωποι.
Αὐτὸ τὸν ὑγιῆ προβληματισμὸ προβάλλουν οἱ εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος καὶ Μάρκος μὲ τὴ διάσωση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ τῆς ἐθνικῆς γυναίκας. Ἡ περιγραφὴ ἐκ μέρους τῶν Εὐαγγελιστῶν εἶναι ἄκρως ἐνδιαφέρουσα, ρεαλιστικὴ καὶ ἀποκαλυπτική. Ἀπὸ τὴ μιὰ προβάλλεται ἡ περιφρόνηση τῆς γυναίκας αὐτῆς καὶ τοῦ κόσμου της ποὺ ἐκπροσωπεῖ ἀπὸ τοὺς ἰουδαίους καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐξαίρεται ἡ πίστη της καὶ ἡ ἐμμονή της στὸ δικαίωμα τοῦ θαύματος καὶ τῆς σωτηρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ἔβλεπαν τὸν Ἰησοῦ μόνο ὡς ἕνα Ραββὶ καὶ Διδάσκαλο καὶ ἡ Χαναναία τὸν ἔβλεπε καὶ τὸν πίστευε ὡς Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα. Ἡ γυναίκα αὐτὴ ξεπέρασε τὴν ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ ἐντύπωση τῆς ἐμφάνισης τοῦ Κυρίου στὴν ἱστορία καὶ μπῆκε στὸ μυστήριο τῆς σωτηριολογικῆς παρουσίας του στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων.
Ἡ πίστη μιᾶς ἀληθινῆς μάνας καὶ ἡ ἀληθινότητα μιᾶς πραγματικῆς γυναίκας εἶναι ἱκανὴ νὰ κάνει καὶ τὸν Θεὸ ἀκόμη νὰ «ἀλλάξει» τακτικὴ ἔναντι τῶν ταπεινῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων. Ἡ πίστη αὐτῆς τῆς Χαναναίας μάνας, ποὺ ξέρει καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ παρακαλεῖ κραυγάζουσα πρὸς τὸν Θεό, γίνεται ἱκανὴ νὰ τελεσθεῖ τὸ θαῦμα στὴ ζωή. Πράγματι, μὲ αὐτὴ τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀνατρέπεται μιὰ λανθασμένη θρησκευτικὴ ἀντίληψη αἰώνων καὶ προβάλλεται ἕνας νέος «τύπος» πιστοῦ ἀνθρώπου, ποὺ συνδέεται ἄμεσα ἂν ὄχι μὲ τὴ θρησκεία, ὁπωσδήποτε ὅμως μὲ τὸ θαῦμα.
Αὐτὸ ποὺ πρωτεύει στὸ Χριστιανισμὸ δὲν εἶναι ἡ θρησκευτικὴ νομικὴ κατοχύρωση τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ στὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἡ ἐπιμονὴ στὴν ἀναγκαιότητα λειτουργίας τοῦ θαύματος στὴ ζωή μας. Τὸ θαῦμα, δηλαδὴ ἡ χάρη, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν πίστη στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ τὰ πράγματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς στὴν ἀληθινή τους ἔκφραση.
Τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι, ἂν ἡ θρησκευτικότητα παρεμποδίζει τὴν ἀληθινὴ πίστη καὶ ἂν οἱ θρησκευτικοὶ κανόνες ἐγκλωβίζουν τὴν πνευματικὴ ζωὴ νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ ἀναπτυχθεῖ φυσιολογικά. Τὸ ζητούμενο εἶναι, πὼς εἶναι δυνατόν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς θρησκευτικὲς τοποθετήσεις, εἴτε Ἰουδαῖος εἴτε ἐθνικὸς εἶναι κάποιος, νὰ ἔχει μία ἐντιμότητα καὶ νὰ διαθέτει μία βαθιὰ ἀναγκαιότητα κοινωνίας μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιατί σ’ αὐτὸν τελικὰ βρίσκεται ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή.
Ἂν καὶ πλῆθος ἀνθρώπων, ἀκολούθων καὶ θαυμαστῶν, συνωθοῦνταν γύρω ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ὅπως καὶ οἱ μαθητὲς του ἀκόμη, ὅλοι ἔμειναν ἀνυποψίαστοι γιὰ τὴν ἀληθινὴ πίστη τῆς Χαναναίας γυναίκας. Οἱ κραυγὲς καὶ οἱ παρακλήσεις της, ἡ ταπείνωση καὶ ἡ ἐπιμονή της, ἄφησαν ὅλους ἀσυγκίνητους ἐξαιτίας τῆς διαφορετικῆς κοινωνικῆς καὶ θρησκευτικῆς τοποθέτησης. Μόνο ὁ Κύριος διέγνωσε τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της καὶ τῶν αἰσθημάτων της καὶ ἐκεῖ ἀναγνώρισε ἕναν σπάνιο ἄνθρωπο καὶ μία ἐκλεκτὴ ψυχή.
Μήπως εἶναι καιρὸς καὶ τὰ δικά μας κριτήρια γιὰ τοὺς ἄλλους νὰ τὰ ἀναθεωρήσουμε καὶ νὰ μποῦμε στὴ λογική τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀποσκοπεῖ τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, ὥστε νὰ ἐπικεντρώσουμε τὴν προσοχή μας στὴν ἐσωτερικὴ ποιότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνιση καὶ προέλευσή του;
Πηγή