Επιμέλεια: Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου
Ο π. Ιουστίνος γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1919 στο χωριό Ποϊάνα Λαργουλούι του νομού Νεάμτς της Ρουμανίας.
Το 1936 σε ηλικία 17 ετών έγινε δόκιμος στην Μονή Ντουράου. Αργότερα το έτος 1937 πηγαίνει στο θεολογικό σεμινάριο στη Μονή ΤΣΕΡΝΙΚΑ και στη συνέχεια παρακολουθεί μαθήματα στο Θεολογικό σεμινάριο στο ΡΑΜΝΙΚΟΥ-ΒΑΛΤΣΕΑ και ΡΟΜΑΝ.
Το 1938 γίνεται μέλος του Κινήματος των Λεγεωναρίων.
Ο Λεγεωναρισμός ήταν ένα ρεύμα ευαισθητοποιήσεως μεταξύ των νέων αλλά και των ανθρώπων της υπαίθρου για πνευματικές αναζητήσεις. Ήταν μια προσπάθεια πνευματικής αφύπνισης για τον λαό και τα πολιτικά πρόσωπα της χώρας. Αναζητούσε απαντήσεις που είχαν σχέση με τον Θεό, την Εκκλησία, την ηθική και πνευματική κατάρτιση του ανθρώπου, αλλά και με τα καθημερινά προβλήματα του λαού και την εξουσία της Χώρας. Οι Λεγεωνάριοι ζητούσαν την ψυχική και πνευματική αναγέννηση και τον προσανατολισμό των ανθρώπων στο Θεό. Το χριστιανικό αυτό κίνημα προσπαθούσε να συμπαρασταθεί στα προβλήματα των ανθρώπων που δυσκολευόταν στην επιβίωσή τους, στις σπουδές των φτωχών κυρίως φοιτητών και στην διαφύλαξη της Ορθόδοξης ζωής και παράδοσης. Απέναντι του πολιτικού κόσμου εξέθετε τις προτάσεις του, που ήταν πάντα χριστιανοδημοκρατικές και επιθυμούσε να κυβερνάται η Χώρα από ευσεβείς και θεοσεβούμενους άρχοντες και συνεργάτες. Ταυτόχρονα ήταν ένα πνευματικό φαινόμενο, μια πνευματική πρόσκληση, που απευθυνόταν στην εσωτερική ζωή του λαού του Θεού. Στο βάθος του ήταν μια προτροπή για επαναφορά στο χριστιανικό παρελθόν και προπαντός πρόσκληση της γενιάς των Ρουμάνων ακόμα και στο μαρτύριο.
Το 1940 είναι πλέον μοναχός και ένα χρόνο μετά χειροτονείται ιερέας σε ηλικία μόλις 22 ετών. Μεταξύ 1942-1944 ο π.Ιουστίνος ως ιεραπόστολος ιερέας καλείται στο Ανατολικό Μέτωπο του πολέμου από Νεάμτς έως την Οδησσό.
Συμμετείχε μαζί με την 4η Μεραρχία «Οι κυνηγοί του Βουνού» στις μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου φτάνοντας μέχρι το Ντόν.
Μετά το τέλος του πολέμου συνέχισε τις σπουδές του στο θεολογικό Σεμινάριο του ΡΟΜΑΝ. Όμως είχαν αρχίσει και οι διωγμοί των χριστιανών από τους Μπολσεβίκους.Έτσι το 1948, τη χρονιά που αποφοίτησε από το Θεολογικό Σεμινάριο, συλλαμβάνεται για πολιτικούς λόγους και καταδικάζεται σε φυλάκιση 12 ετών μαζί με άλλους πολιτικούς κρατούμενους.Υπερασπιστής της πίστης ο π.Ιουστίνος θα κακοποιηθεί σε διάφορες φυλακές της χώρας, όπως Σουτσεάβα, Βακαρέστι, Τζιλάβα, Περιτράβα και Αιούντ.
Στην συνέχεια εργάζεται σκληρά στα ορυχεία στην Μπάία-Σπρίε,και «αναμορφώνεται» στις φοβερές φυλακές Πιτέστι.
Σύντομα απαραίτητα ιστορικά στοιχεία
Το 1945 στη Ρουμανία σχηματίσθηκε κυβέρνηση συνασπισμού από κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες της αριστεράς.
Το 1947 επήλθε το τέλος της βασιλείας, ενώ η κυβέρνηση ανακήρυξε τη χώρα λαϊκή δημοκρατία.
Στις 21-8-1965 η χώρα της Ρουμανίας υιοθέτησε νέο σύνταγμα, που τόνιζε τη μετάβαση από τη λαϊκή στη σοσιαλιστική δημοκρατία.
Το 1967 ο Νικολάε Τσαουσέσκου, ήδη γενικός γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος, ανέλαβε και την προεδρία. Ο Τσαουσεσκου εφήρμοσε την πολιτική της καταπατήσεως των ανθρωπίνων και χριστιανικών δικαιωμάτων. Στα χρόνια αυτά, όπως και στις άλλες κομμουνιστικές χώρες, οι πιστοί της Εκκλησίας της Ρουμανίας υπέφεραν τα πάνδεινα. Ωστόσο ο βαθμός του διωγμού γίνεται γνωστός μόνο στις ήμερες μας, καθώς έρχονται στο φως τα νέα μαρτυρολόγια της χώρας…..
Κατά την περίοδο αύτη, στη φυλακή της Pitesti, υφίσταται το δαιμονικό κομμουνιστικό πείραμα της «μετεκπαιδεύσεως». Με σκοπό να δημιουργηθή ο «νέος κομμουνιστικός άνθρωπος», οι φυλακισμένοι υπέστησαν συνεχή βασανιστήρια, ώστε να αρνηθούν προφορικά όλα όσα πίστευαν και αγαπούσαν έθνος, οικογένεια και Θεό. Αφού οι βασανιστές επιτύγχαναν το σκοπό τους, το τελευταίο μέρος της «μετεκπαιδεύσεως» ήταν να γίνουν οι ίδιοι οι φυλακισμένοι οι επόμενοι βασανιστές των συγκρατουμένων τους.
Το Πιτέστι – Η κόλαση στη γη
Στο Πιτέστι η «Αναμόρφωση» δε θα κάρπιζε τόσο πολύ, αν πρωτύτερα δεν πραγματοποιούνταν μερικές προύποθέσεις: η τρομοκρατία, η απομόνωση, η επίπληξη, η ανευθυνότητα.
Η πείνα έκανε τους υπό αναμόρφωση νέους, σκελετούς. Η καθημερινή μερίδα φαγητού δεν έφτανε ούτε τις 800 θερμίδες. Τους προσφέρονταν σούπες με 20-30 σπόρους πλιγούρι, 10-15 σπόροι φασόλια, 7-8 λαχανόφυλλα και κάποτε σούπες με απλό βραστό νερό στο οποίο έπλεαν 2-3 αστερίσκοι λαδιού. Το ψωμί ήταν 250 γραμμαρίων ή ένα μεγάλο στρογγυλό καρβελάκι των 350 γραμμαρίων, ανάλογα. Το πρωΐ μας έδιναν βραστό νερό με μυρωδιά καμένης ζάχαρης. Όλοι οι κρατούμενοι είχαν δυστροφία, κι όμως στα μάτια τους έκαιγε πιο δυνατά το φως των δυνατών ψυχών τους.
Στήν φυλακή Πιτέστι ξεκίνησε η τρομερή «Aναμόρφωση» (Πλύση εγκεφάλου). Αυτή η φυλακή προοριζότανε, σύμφωνα μέ τά σχέδια τών κομμουνιστών, γιά τούς φοιτητές. Οι κομμουνιστές σκόπευαν τήν εξόντωση τής χριστιανικής νεολαίας. Τήν περίοδο 1948-1951 σ’αυτήν τήν φυλακή περισσότερο από 4-5 χιλιάδες φοιτητές υπέστησαν τήν «αναμόρφωση».
Όλες οι οικογενειακές επαφές κόπηκαν, σταμάτησαν και όλες οι συναναστροφές. Δεν υπήρχε ούτε χαρτί, ούτε μολύβι, ούτε βιβλίο. Απαγορευόταν να κοιτάξεις προς το παράθυρο, παρόλο που ήταν σκεπασμένο με σανίδες. Σ΄ ένα κρατητήριο των 2×4 μέτρων ήταν στοιβαγμένοι 7 μέχρι 12 κρατούμενοι, ώστε να τρελαθείς τελείως από τη σκληρή αυτή ομαδική απομόνωση. Οι στοιβαγμένοι κρατούμενοι ζούσαν, φυσικά, σε φοβερή αποπνικτική ατμόσφαιρα.
Στο άνοιγμα της πόρτας οι κρατούμενοι ήταν υποχρεωμένοι να σηκώνονται όρθιοι, να βγάζουν το σκούφο τους και να χαιρετούν το δεσμοφύλακα με τις λέξεις: «Να ζήσεις»! Στο κλείσιμο της πόρτας έπρεπε να λένε όλοι: «Ζήτω η δόξα της Λαϊκής Δημοκρατίας».
Για 17 ωρες έπρεπε ν΄ αγρυπνούν, μή έχοντας το δικαίωμα να νυστάξουν ή να ξαπλώσουν. Δεν επιτρεπόταν να υπάρχει ένα συστηματικό πρόγραμμα συζητήσεων. Κουβέντιαζαν ψιθυριστά. Απαγορευόταν κάθε δουλειά ή απασχόληση. Δεν μπορούσαν να ράψουν ούτε μία πατσαβούρα.
Στο κελλί αυτό-δεσμωτήριο έτρωγαν, κοιμούνταν, πλένονταν και έκαμναν όλα τα άλλα. Ο αέρας είχε αφόρητη μυρωδιά και πολλή σκόνη. Η βόλτα στην αυλή επιτρεπόταν ανά πέντε-έξι μήνες, μόνο για λίγα λεπτά και στη συνέχεια ακολουθούσαν τιμωρίες με ξύλα. Αν όμως ένας κρατούμενος πήγαινε έξω από το κρατητήριο, του φορούσαν μαύρα γυαλιά, ώστε δεν έβλεπε τίποτε. Το μπάνιο γινόταν ανά δύο εβδομάδες.
Απαγορευόταν αυστηρώς κάθε επαφή μεταξύ των κρατητηρίων. Ανάμεσα στους κρατουμένους είχαν μπει και αρκετοί πράκτορες του Κόμματος για πληροφοριοδότες. Δεν μπορούσε να συνομιλήσει κανείς με τους φύλακες. Επιθεωρήσεις γίνονταν σπάνια και παραδέχονταν οι επιθεωρητές με χαρά ότι οι επιβληθείσες τιμωρίες γίνονταν με πρέπουσα σκληρότητα. Η ιατρική περίθαλψη είχε απαγορευθεί. Ο γιατρός είχε μετατραπεί σε τραμπούκο. Οι δεσμοφύλακες έκαναν την οποιαδήποτε αυθαιρεσία.
Εκτός από τον ξυλοδαρμό, βασανίζονταν και με τον εγκλεισμό τους σε μπουντρούμι. Το μπουντρούμι ήταν στο υπόγειο του δεσμωτηρίου. Τα παράθυρα ήταν κλεισμένα και μέσα ήταν πηκτό σκοτάδι. Στο πάτωμα υπήρχαν μεγάλες ποσότητες ανθρωπίνων κοπράνων, και έμοιαζε μ΄ ένα βρομισμένο βάλτο, όπου δεν υπήρχε ούτε μία λωρίδα ξηρού και καθαρού τόπου. Οι τοίχοι ήταν υγροί. Το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα.
Ένα από τα πρώτα βάσανα στήν «Αναμόρφωση» ήταν το ξύλο. Οι «αναμορφωτές» κτυπούσανε συνέχεια, μέχρι εξαντλήσεως, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους,τούς άλλους πολιτικούς κρατουμένους πού έπρεπε να «αναμορφωθούν».
Επί πλέον, λόγω μιας πολύ παράξενης ακουστικής, το μπουντρούμι αυτό επηύξανε υπερβολικά ακόμη και τους πιο μικρούς θορύβους: Αν κάποιος μιλούσε με κανονική φωνή, γινόταν μέσα ένας εκκωφαντικός θόρυβος που έκανε να αντιβουίζουν οι τοίχοι και να δονείται όλος ο αέρας.
Εδώ μεταφέρονταν οι νεαροί «κερατάδες», ομάδες-ομάδες, συνήθως γυμνοί και ξυπόλυτοι. Αντί τροφής, τους δινόταν μια κουτάλα με καυτό, αλμυρό νερό. Συνήθως πριν να έλθουν στο μπουντρούμι, έπαιρναν ένα δυνατό μαστίγωμα.
Γνωρίζω ανθρώπους που έκαναν, σταδιακά, πάνω από 60 μέρες στην κάβα-μπουντρούμι μέσα σε τέτοιες συνθήκες. Τρεις μέρες στην κάβα ήταν το ελάχιστο και έφτανε μέχρι 8-10 μέρες, δηλαδή μέχρι την κατάπτωση και το πέσιμο στον βάλτο. Όταν οι τιμωρημένοι επαναφέρονταν στα δωμάτια, ήταν άρρωστοι και αγνώριστοι. Σχεδόν όλοι οι κρατούμενοι πέρασαν την κάβα του Πιτέστι. Όλες αυτές οι μέθοδοι έξουδενώσεως και θανατώσεως επιβάλλονταν με τη σιωπηρή έγκριση της Εξουσίας.
Διάφορες μαρτυρίες για βασανιστήρια
Εφαρμόσθηκαν όλα τα συστήματα βασανιστηρίων.
Το πιο συχνό ξυλοκόπημα γινόταν με γροθιές και με το ρόπαλο. Οι τραμπούκοι είχαν γίνει μεγάλοι αριστοτέχνες στο να μαστιγώνουν στα πιο ευαίσθητα σημεία του σώματος. Το αίμα που κυλούσε τους εξαγρίωνε περισσότερο. Τους είχαν ξεσκίσει πλευρές, κόκκαλα, ραχοκοκκαλιά. Έβλεπες σπασμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, κατεστραμμένα τύμπανα.
Ένα νεαρό τον σταύρωσαν με σχοινιά και με δύο καρφιά στον τοίχο. Κατόπιν τον χτύπησαν στο συκώτι μέχρι που πέθανε.
…Σ΄ έναν άλλο δόθηκε αλμυρό νερό να πιει και πέθανε με φοβερούς πόνους. Πολλούς άλλους τους ξερρίζωναν τα νύχια. Πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε η κινεζική σταγόνα, δηλαδή η στάλα που έπεφτε στο κεφάλι των θυμάτων μέρα νύχτα, μέχρι που τρελαίνονταν. Πολλούς τους κτυπούσαν με το ρόπαλο και τους στούμπιζαν τα πλευρά και το πρόσωπο μέχρι να λιποθυμήσουν. Όσο πιο γνωστό τους ήταν το θύμα, τόσο πιο οδυνηρή ήταν η ένταση των βασάνων.
Άλλη μέθοδος ήταν η στοίβα. Σχημάτιζαν μια στοίβα ανθρώπων, όπως κάνουν τις ξύλινες στοίβες στα δάση, και κατόπιν οι τραμπούκοι ανέβαιναν επάνω και χόρευαν και κοπανούσαν τα θύματα τους, που ούρλιαζαν από τον πόνο, αν και απαγορευόταν να φωνάξεις ή να αναστενάξεις. Εκείνοι λοιπόν που έβγαζαν κραυγές, τιμωρούνταν. Ακόμη έφραζαν τα στόματα τους με βρόμικα κουρέλια, με τα οποία έπλεναν τις τουαλέτες.
….Κάποιος είχε παρατηρήσει ότι σε χρονιάρες και σε νηστήσιμες μέρες (την Παρασκευή ιδιαιτέρως) οι «αναμορφωμένοι» ήταν πιο δαιμονισμένοι. Για να πούμε όμως την αλήθεια, δεν υπήρχε καμιά στιγμή ανάπαυσης. Αν δεν ήσουν βασανιζόμενος, τότε ήσουν θεατής στα βάσανα των άλλων.
Πολλοί ξυλοκοπήθηκαν με λεπτά ρόπαλα στα αχαμνά τους και μερικοί απ΄ αυτούς πέθαναν κατόπιν. Άλλους τους ξερίζωσαν τα μαλλιά τρίχα τρίχα. Τα δόντια τους πηδούσαν από το στόμα τους σαν φασόλια. Άλλους τους κρέμασαν με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω, και τους βασάνιζαν. Ούτε η γλώσσα τους δε γλύτωσε από τα βάσανα.
Ήταν γνωστή η περίπτωση ενός νεαρού ο όποιος είχε βυθισθεί με το κεφάλι τόσες φορές στην τουαλέτα ώστε έπαθε μια ψυχωτική άθλια κατάσταση: κάθε μέρα πήγαινε μόνος του, σε μια συγκεκριμένη ώρα, και βύθιζε το κεφάλι του στην τουαλέτα, ενώ το πλήθος χαχάνιζε.
…Πολλούς τους ανάγκαζαν να στέκονται μόνο στο ένα πόδι και με το ένα χέρι ανεβασμένο ψηλά. Απαγορευόταν να κουνηθούν. Μ΄ αυτό τον απελπιστικό τρόπο αγκυλωνόταν το πόδι τους απίστευτα για πολλές ημέρες συνεχώς.
…Εάν οι κρατούμενοι ήταν φίλοι μεταξύ τους, οι τραμπούκοι τους ανάγκαζαν ο ένας να κτυπά τον άλλον με σκληρότητα. Εάν όμως ο ένας κτυπούσε το φίλο του ελαφρά και με εύσπλαγχνία, οι τραμπούκοι τον ξυλοφόρτωναν
….
(Ιωάννης Ιανολίδε-Επιστροφή στον Χριστό)
Το 1960 καταδικάστηκε σε άλλα τέσσερα χρόνια γιατί δεν άφησε την πίστη του. Το 1969 αφέθηκε ελεύθερος μαζί με τους υπόλοιπους κατάδικους για πολιτικούς λόγους. Λόγω των δυσκολιών που ανέκυψαν αναγκάζεται να εργαστεί ως εργάτης δασοκομίας.
Μετά από λίγο καιρό ο ιερομόναχος Ιουστίνος γίνεται δεκτός στην Μονή Σέκου. Μέχρι το 1974 λειτουργεί ως ιερέας και πνευματικός στο μοναστήρι αυτό.
Από το 1974-1989 ο π.Ιουστίνος βρίσκεται στην Μονή Μπίστριτσα κάτω από την αυστηρή εποπτεία των κομμουνιστών.
Το 1976, μετά από θαυματουργική Θεϊκή παρέμβαση, πηγαίνει να προσκυνήσει στα μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Για το προσκυνηματικό του αυτό ταξίδι αφηγήθηκε και τα εξής:
«Όταν βγήκα από την φυλακή(σ.σ.εννοεί τις κομμουνιστικές φυλακές)πήγα στο Άγιο όρος με σκοπό να μείνω εκεί. Ο πρώτος μοναχός που συνάντησα κάπνιζε. Τότε αποφάσισα να μην μείνω στο Άγιο Όρος και να γυρίσω στην Ρουμανία. Φυσικά στην Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι εκλεκτοί και άνθρωποι της προσευχής,αλλά θεωρούν το κάπνισμα κάτι το φυσιολογικό,ούτε καν θέτουν το ζήτημα εαν είναι αμαρτία.»
Το 1990 μετά την αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος επιστρέφει στην Μονή Σέκου, όπου θα παραμείνει για ένα περίπου χρόνο, ενώ στην συνέχεια αποσύρεται στο Ησυχαστήριο με την σκέψη το υπόλοιπο των ημερών του να το περάσει με νηστεία και προσευχή. Όμως το σχέδιο του Θεού ήταν διαφορετικό. Έτσι μεταξύ 1991-1992 μαζί με δύο άλλους μοναχούς τον π.Ιγνάτιο και τον π.Καλλίνικο θεμελιώνει στο χωριό Πέτρου-Βόντα του νομού Νεάμτς το ομώνυμο μοναστήρι, που θα το αφιερώσει στους Ρουμάνους Μάρτυρες των Κομμουνιστικών φυλακών. Η μονή είναι υπό την προστασία των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Τήν ίδια περίοδο, σε μικρή απόσταση από το μοναστήρι αυτό, θα θεμελιώσει μία γυναικεία Σκήτη. Παράλληλα με ενέργειές του δημιουργήθηκαν στην περιοχή ένα Γηροκομείο, ένα Ορφανοτροφείο και πρόσφατα ξεκίνησε η κατασκευή Νοσοκομείου.
Ο π.Ιουστινος στήριξε και την θρησκευτική ζωή και άλλων Σκητών, όπως εκείνες από την Χούτσα του νομού Μπιχόρ,Σαούμπ Πιάτρα,Άλμπα-Ιούλια, την Σπηλιά του Αγίου Ανδρέα καθώς και την Μονή του Αγίου Ιωάννου του Κασσιανού από την Ντομπροτσέα.
Το 2003 ο π.Ιουστίνος εκδίδει μηνιαίο έντυπο ορθόδοξης διδασκαλίας με την ονομασία «Η φωνή των μοναχών».
Το 2008 στις 2 Νοεμβρίου τιμήθηκε με το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτη.
Ο π. Ιουστίνος υπήρξε μεγάλος Πνευματικός Πατέρας και καθοδηγητής χιλιάδων Ρουμάνων.
Ήταν γνωστός για την προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Παράδοση και για το γεγονός ότι ήταν πνευματικός περίπου 1500 μοναχών.
Ήταν χιλιάδες οι άνθρωποι, που πήγαιναν να εξομολογηθούν, να συμβουλευθούν και να πάρουν την ευχή του. Τα τελευταία χρόνια παρά την προχωρημένη ηλικία του και τα σοβαρά προβλήματα υγείας, συνέχιζε να είναι ένα παράδειγμα αντοχής – φυσικής και ψυχικής – υποδεχόμενος κόσμο καθημερινά απ΄ το πρωί μέχρι το βράδυ στη Μονή Petru Voda. Χιλιάδες οι άνθρωποι με τα προβλήματα και τις στενοχώριες τους πήγαιναν να εξομολογηθούν, να συμβουλευθούν και να πάρουν την ευχή του. Οι πιστοί κατασκήνωναν στο μοναστήρι από την προηγούμενη μέρα, προκειμένου από το πρωί να μπουν στην σειρά σ΄ ένα στενό διάδρομο της μονής έτσι ώστε μέχρι το βράδυ να δουν τον γέροντα.
Ο ίδιος υποδεχόταν τους ανθρώπους με βλέμμα φωτεινό, ζεστό αλλά και διεισδυτικό. Ποτέ δεν κουραζόταν ν’ ακούει τον πόνο των χιλιάδων ανθρώπων που τον επισκέπτονταν !΄Άνθρωπος Χαρισματικής αντοχής, που έμεινε στις κομμουνιστικές φυλακές 12 χρόνια, σε κελιά παγωμένα, πεινασμένος, χτυπημένος και φριχτά βασανισμένος ψυχικά και σωματικά, άντεχε στα 95 του χρόνια το άλλο «βασανιστήριο» αυτό του πόνου των ανθρώπων που έρχονταν σ’ αυτόν για βοήθεια. Αλλά αυτό δεν εκπλήσσει, επειδή, όπως ο ίδιος έλεγε «όσοι φυλακίσθηκαν (σ.σ. στις αθεϊστικές φυλακές), όσοι υποφέρουν και υπέφεραν είναι πιο δεκτικοί στα θαύματα, στο να καταλάβουν το θαύμα της ζωής. Τον άνθρωπο που είναι “έτοιμος” δεν τον τρομάζει ο θάνατος, ούτε φτάνει στην ώρα της Κρίσεως με το σακί αδειανό», και κατέληγε :
«Χωρίς Θεό ο άνθρωπος είναι σαν άδεια πανοπλία.
Απ’ όταν φοβάμαι το Θεό δε φοβάμαι τίποτα !
Είμαι ένας ελεύθερος άνθρωπος και κάνω ό,τι θέλω.
Δε φοβάμαι τους ανθρώπους».
Κοιμήθηκε οσιακά την Κυριακή 16 Ιουνίου 2013, ημέρα των Αγίων Πατέρων της Α Οικουμενικής Συνόδου.
Το οσιακό του σκήνωμα δεν παρουσίασε το φαινόμενο της νεκρικής ακαμψίας και σταγόνες μύρου έβγαιναν από το μέτωπό του και τα χέρια του.
Η ψυχή του τώρα αγάλλεται εις τα ουράνια σκηνώματα με τους αγίους μάρτυρας και ομολογητές, που τόσο αγάπησε.
Μικρό ανθολόγιο διδαχών στάρετς Ιoυστίνου Parvu
1.Συχνά έλεγε: «Η Λειτουργία και τα Μυστήρια θα δώσουν δύναμη στους χριστιανούς να αντιμετωπίσουν την πείνα και να προστατευθούν από παν κακό, ευρισκόμενοι υπό τη Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου. Να λέτε την Ευχή του Ιησού ή το τη Υπερμάχω.
Στη φυλακή αυτές οι προσευχές μας έσωσαν και δεν υποχωρήσαμε μπροστά στο κόκκινο θηρίο. Ο πραγματικός χριστιανός όμως δεν περιμένει τον πόλεμο ή τον διωγμό, για να φροντίσει την ψυχή του. Τον αληθινό χριστιανό δεν τον ενδιαφέρει πότε θα αρχίσει ο πόλεμος ή ο διωγμός.
Είναι πάντοτε έτοιμος να υποδεχτεί τον Ουράνιο Νυμφίο με το καντήλι της ψυχής αναμμένο, ψάχνει να δη πως θα θυσιαστεί για τον πλησίον του και για το Θεό. Ο αληθινός χριστιανός ψάχνει τη Βασιλεία των Ουρανών μέσα του και δε φοβάται τίποτα σε αυτόν τον πρόσκαιρο κόσμο. Γι᾽ αυτόν η λύπη είναι χαρά και ο σταυρός Ανάσταση».
2. «Όπως λέει και η Γραφή ο καθένας είναι αλυσοδεμένος από κάποιο πάθος. Και όταν θα μας βρει το κακό τότε δεν θα έχουμε τη δύναμη να μετανοήσουμε. Ο καθένας προσπαθεί να ικανοποιήσει το πάθος του. Οι καρδιές έχουν πετρώσει. Αυτός που δεν αγωνίστηκε εναντίον των παθών του δεν θα βρει θεία βοήθεια στον καιρό των διωγμών.
Ο Θεός μας στέλνει σημάδια για να έλθουμε »εν εαυτώ»και να μετανοήσουμε. Να πάμε στους πνευματικούς για να εξομολογηθούμε, να κοινωνήσουνε με το σώμα και το αίμα του Χριστού για να πάρουμε δύναμη.
Τον καιρό των διωγμών οι χριστιανοί πρέπει να μαζευτούν γύρω από τους ιερείς τους. Εκεί που βρίσκεται ένα αντιμήνσιο και ένας ιερέας για να τελέσει την λειτουργία εκεί είναι και η εκκλησία. Έχουμε ως παράδειγμα τον διωγμό του περασμένου αιώνα όπου οι ιερείς πήγαιναν στα βουνά και στα χωριά με ένα αντιμήνσιο και τα λειτουργικά σκεύη στην πλάτη. Αυτός που δεν αγωνίστηκε εναντίον των παθών του, δεν θα βρει θεία βοήθεια στον καιρό των διωγμών».
3.Η προσευχή της μάνας δεν συγκρίνεται με τίποτα σε αυτό τον κόσμο. Στον κόπο των μητέρων βρίσκεται το παρόν και το μέλλον ενός λαού. Πέρα από ό,τι προσφέρει η κοινωνία στον άνθρωπο, η μάνα που μεγαλώνει το παιδί φυτεύει τον σπόρο στην ψυχή του. Αυτή πρέπει να είναι ισορροπημένη, να έχει τον Άγιο της εικόνας στην καρδιά,τον Σταυρό στο μυαλό και να ξέρει τον δρόμο της Εκκλησίας. Μόνο έτσι θα μπορέσει να προετοιμάσει το παιδί για την ζωή. Αυτό που μας λείπει τώρα είναι ακριβώς αυτό. Μας λείπουν οι άγιες μητέρες, οι οποίες μας χαρίζουν αγίους ήρωες, μάρτυρες,διανοουμένους ή να μας δώσουν τις ιδιοφυΐες,που θα αναδείξουν ό,τι καλύτερο έχει αυτός ο λαός της Ορθοδοξίας.
ΠΗΓΕΣ:
1.Wikipedia
2.www.petruvoda.ro
3.proskynitis.blogspot.com
4.Περιοδικό –ΠΟΡΕΙΑ ΑΓΑΠΗΣ.τευχ. 14
5.Ιωάννη Ιονολίδε.Επιστροφή στον Χριστό.