Τόν παρακάτω συγκλονιστικό λόγο ἐκφώνησε ὁ ἱερός Χρυσόστομος στά 399, ἕνα ἔτος ἀφοῦ εἶχε ἀνεβεῖ στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὁ Εὐτρόπιος ἦταν ἕνας εὐνοῦχος ὑπηρέτης τῶν ἀνακτόρων ὁ ὁποῖος κατάφερε νά φτάσει στό ἀξίωματοῦ ὑπάτου, τοῦ κορυφαίου δηλαδή κρατικοῦ ἀξιώματος.
Ἐξαιτίας ὅμως τῆς σκληρότητας καί τῆς φιλαργυρίας του ἔγινε ἰδιαίτερα ἀντιπαθής στό λαό καί μάλιστα ὁ στρατός ἀπαίτησε ἀπό τόν αὐτοκράτορα νά τόν θανατώσει. Τότε ὁ φοβερός αὐτός διώκτης τῶν χριστιανῶν κατέφυγε στήν ἐκκλησία γιά νά σωθεῖ ἀπό τό φρικτό τέλος πού τόν περίμενε.
Ὁ Χρυσόστομος τόν δέχτηκε καί ἀρνήθηκε νά παραδώσει τόν ὑπόδικο στούς στρατιῶτες πού εἶχαν κυκλώσει τό ναό. Στό μεταξύ ὁ λαός εἶχε σπεύσει νά ἀντικρίσει τόν πρώην παντοδύναμο διώκτη νά τρέμει μπροστά στό ἱερό θυσιαστήριο. Πολλοί ἀπό τούς χριστιανούς ἐπιθυμοῦσαν τήν παράδοσή του στήν ἐξουσία, ὥστε νά τιμωρηθεῖ ὅπως τοῦ ἄξιζε. Τότε ὁ ἅγιος μέ τήν ὁμιλία του ἀπό τόν ἄμβωνα ἄδραξε τήν εὐκαιρία καί δίδαξε στούς χριστιανούς σχετικά μέ τή ματαιότητατῶνἀνθρωπίνωνκαίταυτόχρονα κίνησε τίς καρδιές τους σέ ἔλεος ἀπέναντι τοῦ ἀξιολύπητουἀξιωματούχου. Μόνο ἕνας Χρυσόστομος, ὡς ρήτορας καί ὡς ἅγιος, πού ἦταν θά μποροῦσε ταυτόχρονα καί νά μιλήσει ὠμά γιά τό κατάντημα τοῦ Εὐτρόπιου ἀλλά καί νά μή φανεῖ σκληρός. Ὁ λόγος του μάλιστα προκάλεσε στούς πιστούς τή συμπάθεια, τήν ἀμνησικακία καί τήν ἐπιθυμία ἀνταποδόσεως καλοῦ ἀντί κακοῦ ἀπέναντι τοῦ πρώην τυράννου καί διώκτη τους. Νά σημειώσουμε ὅτι ὁ Εὐτρόπιος εἶχε εἰσηγηθεῖ καί εἶχε πάρει τήν ἔγκριση τοῦ αὐτοκράτορα τήν προηγούμενη χρονιά γιά νά ἀκυρωθεῖ ὁ νόμος πού ὅριζε ὅτι οἱ ναοί ἦταν ἄσυλα ἀπαραβίαστα.
Σέ ὅλες τίς περιστάσεις, ἀλλά πρό παντός σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο νά ποῦμε·
Μ α τ α ι ό τ ης μ α τ αι ο τ ή τ ω ν, τ ά π ά ν τ α μ α τ α ι ό τ η ς.
Ποῦ εἶναι τώρα ἡ λαμπρότης τοῦ ὑπατικοῦ ἀξιώματος; Ποῦ τά χαρωπά φῶτα; Ποῦ τά χειροκροτήματα καί οἱ συνοδεῖες καί οἱ πολυέξοδες τελετές; Ποῦ εἶναι οἱ στέφα- νοι καί τά ἀκριβά διαμερίσματα; Ποῦ ὁ θό- ρυβος τῆς πόλεως καί οἱ ζητωκραυγές στά ἱπποδρόμια καί οἱ κολακευτικές ἀρχές; Ὅλα αὐτά διάβηκαν. Φύσηξε ἀγέρας καί μέ μιᾶς ὅλα τά φύλλα τά ἔριξε κάτω, δείχνοντάς μας γυμνό τό δέντρο καί σαλευόμενο ἀπό τή ρίζα του. Ἦταν τόσο δυνατό αὐτό τό δρο- λάπι, πού ἀπείλησε νά ξερριζώση τό δέντρο καί νά τό διαλύσει ὁλότελα. Ποῦ εἶναι τώρα οἱ ἐπίπλαστοι φίλοι; Ποῦ εἶναι τά συμπό- σια καί τά δεῖπνα; Ποῦ εἶναι τό μελισσολόϊ τῶν παρασίτων καί τό ἀψύ κρασί πού χυ- νόταν ὁλημερίς καί οἱ ποικίλες τέχνες τῶν μαγείρων καί οἱ ὑπηρέτες τῆς ἐξουσίας πού μιλοῦσαν καί ἔκαναν περιποιήσεις μέ πρό- θυμη καλωσύνη; Νύχτα ἦταν ὅλα ἐκεῖνα καί ὄνειρο, καί σάν χάραξε ἡ μέρα, ἀφανίσθηκαν. Ἦταν ἄνθη ἐαρινά, καί σάν πέρασε ἡ ἄνοιξις, ὅλα μαράθηκαν. Σκιά ἦταν καί γοργοπερπά- τησε. Καπνός ἦταν καί διαλύθηκε. Πομφό- λυγες ἦταν καί ἔσκασαν. Ἀράχνης ἱστός ἦταν καί ἔσπασε.
Γι᾽ αὐτό, τοῦτο τόν πνευματικό λόγο ψάλ- λουμε πάνω σ᾽ αὐτά, λέγοντας·
Μ α τ α ι ό τ ης μ α τ αι ο τ ή τ ω ν, τ ά πά ν τ α μα τ α ι ό τ η ς.
Αὐτός ὁ λόγος καί στούς τοίχους καί στά ἱμάτια καί στήν ἀγορά καί στό σπίτι καί στούς δρόμους καί στίς πόρτες καί στά κατώφλια καί πρό παντός στή συνείδηση τοῦ καθενός διαρκῶς πρέπει νά εἶναι γραμ- μένος καί νυχτοήμερα νά τόν μελετᾶμε. Ἐπειδή ἡ ἀπατηλότης τῶν πραγμάτων καί τά προσωπεῖα καί ἡ ὑπόκρισις ἀπό τούς πολλούς νομίζονται σάν ἀλήθεια. Αὐτόν τόν λόγο πρέπει πάντα καί ὅλες τίς ὧρες καί παντοῦ ὁ ἕνας νά λέγῃ στόν ἄλλο καί ν᾽ ἀκούη ἀπό τόν πλησίον του.
Μ α τ αι ό τ ης μ α τ αι ο τ ή τ ω ν, τ ά πά ν τ α μα τ αι ό τ ης.
Δέν σοῦ ἔλεγα ἀκατάπαυστα πώς ὁ πλοῦτος εἶναι ἄστατος; Ἀλλά ἐσύ δέν μ᾽ ἀνεχόσουν. Δέν σοῦ ἔλεγα ὅτι εἶναι ἀγνώμων δοῦλος; Ἀλλά ἐσύ δέν ἤθελες νά τό παραδεχθῆς. Ἰδού τώρα τά γεγονότα βοοῦν ὅτι ὄχι μόνο ἄστατος, ὄχι μόνο ἀγνώμων, ἀλλά καί φονιᾶς εἶναι· γιατί αὐτός σέ ἔκαμε νά τρέμης τώρα καί νά φοβᾶσαι. Δέν σοῦ ἔλεγα ὅταν διαρκῶς μέ ἀπειλοῦσες, ἐπειδή σοῦ μιλοῦσα τή γλῶσσα τῆς ἀλήθειας, ὅτι ἐγώ σέ ἀγαπῶ περισσότερο ἀπό τούς κόλακες; Ὅτι ἐγώ πού σέ ἤλεγχα, ἤμουν περισότερο μέ τό μέρος σου ἀπό ὅ,τι ἐκεῖνοι πού σοῦ χαρίζονταν; Δέν πρόσθετα σ᾽ ἐκεῖνα τά λόγια μου τό ὅτι εἶναι καλύτερα τά τραύματα τῶν φίλων ἀπό τά πρόθυμα φιλήματα τῶν ἐχθρῶν; Ἄν ὑπέμενες τά τραύματά μου, δέν θά σοῦ γεννοῦσαν τό θάνατο τά φιλήματα ἐκείνων· γιατί οἱ δικές μου πληγές ἑτοίμαζαν τήν ἀνάρρωσί σου, ἐνῶ οἱ ἀσπασμοί ἐκείνων σοῦ ἑτοίμαζαν τήν ἀπώλεια.
Ποῦ εἶναι τώρα οἱ οἰνοχόοι; Ποῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού ξεπηδοῦσαν μπροστά σου στίς ἀγορές καί σέ στε- φάνωναν μ᾽ ἕνα σωρό ἐγκώμια; Ἀποτραβήχθηκαν, ἀρνήθηκαν τή φιλία, στάθηκαν μακριά ἀπό τήν ἀγωνία σου, γιά νά σωθοῦν. Ἀλλά ἐγώ δέν κάνω τό ἴδιο. Δέν σέ προσπέρασα ἀδιάφορος. Ἔπεσες καί σέ περιμαζεύω καί σέ φροντίζω. Ἡ Ἐκκλησία πού πολέμησες ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της καί σέ δέχθηκε· τά θέατρα πού ἐνίσχυσες καί πού γιά χάρι τους συχνά ἀγανακτοῦσες ἐναντίον μας, σέ πρόδωσαν καί σέ ἄφησαν νά πεθάνης. Ἀλλά ἐμεῖς δέν εἴχαμε πάψει νά σοῦ λέμε πάντα: Γιατί πολιτεύεσαι ἔτσι; Θέλεις νά διαπομπεύσης τήν Ἐκκλησία καί ὁδηγεῖς τόν ἑαυτό σου στό χεῖλος τοῦ κρημνοῦ. Ἀλλά ἐσύ δέν τά λογάριαζες. Καί τά μέν ἱπποδρόμια, ἀφοῦ σοῦ κατέφαγαν τόν πλοῦτο, ἀκόνησαν τό ξί- φος πού θά σέ θανάτωνε· ἡ δέ Ἐκκλησία πού δέχθηκε τήν παράλογην ὀργή σου, κάνει τώρα τό πᾶν γιά νά σέ γλυτώσει ἀπό τά βρόχια τοῦ θανάτου.
Καί λέγοντας τώρα αὐτά, δέν μπαίνω σέ ὀνειδισμό, ἀλλά θέλω νά κάνω πιό ἀσφαλεῖς ἐκείνους πού σέ τριγυρίζουν ἐδῶ (δηλαδή τό ἐκκλησίασμα) δέν ἀναξέω τά ἕλκη τοῦ τραυματισμένου, ἀλλά θέλω νά φυλάξω σέ ὑγεία ἐκείνους πού ὥς τώρα δέν λαβώθηκαν· δέν καταποντίζω τό ναυαγό, ἀλλά θέλω ἐκείνους πού πλέουν μέ πρίμο ἀγέρα νά τούς διδάξω πῶς νά μή βουλιάξουν. Καί πῶς θά γίνη αὐτό; Ἄν νιώσουμε τίς μεταβολές τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Γιατί κι αὐτός, ἄν εἶχε φοβηθεῖ αὐτές τίς μεταβολές, δέν θά τόν εὕρισκαν. Ἀλλ᾽ ἐπειδή αὐτός οὔτε ἀπό τόν ἑαυτό του οὔτε ἀπό ἄλλους γινόταν καλύτερος, ἐσεῖς λοιπόν πού εἶστε πνευματικά πλούσιοι, πάρτε ἕνα κέρδος ἀκόμη ἀπό τή συμφορά του· γιατί, δέν εἶναι τίποτε πιό τιποτένιο ἀπό τά ἀνθρώπινα πράγματα. Ὅπως καί νά τά ὀνομάσει κανείς, ἡ πραγματικότης θά εἶναι ἰσχυρότερη. Ἄν καπνό, ἄν χόρτο, ἄν ὄνειρο, ἄν ἐαρινά ἄνθη, ἄν ὁ,τιδήποτε τά ὀνομάσει, πολύ πιό ἄστατα κι ἐφήμερα εἶναι καί πιό τιποτένια ἀπό τό τίποτε. Καί ὅτι μαζί μέ τήν εὐτέλεια ἔχουν καί τό ἀπόκρημνο, γίνεται φανερό ἀπό τούτη τήν περίπτωση. Ποιός ἦταν ψηλότερα ἀπ᾽ αὐτόν ἐδῶ τόν ἄνθρωπο; Δέν θάμπωσε ὅλη τήν οἰκουμένη μέ τά πλούτη του; Ἀλλά ἰδού πού κατάντησε πιό ἀξιολύπητος κι ἀπό τούς δεσμῶτες, πιό ταπεινωμένος κι ἀπό τούς δούλους, πιό ἄνεχος κι ἀπό ἐκείνους πού πεθαίνουν τῆς πείνας, βλέποντας κάθε μέρα γύρω του ξίφη γυμνωμένα καί βάραθρα καί δημίους καί σύρσιμο στό θάνατο. Καί δέν ξέρει, δέν ἔχει τήν εὐχαρίστηση νά ξέρει τουλάχιστον πότε θά πεθάνει, ἀλλά μέσα στό καταμεσήμερο βρίσκεται σέ σκοτάδι πυκνό. Ὅσο κι ἄν προσπαθήσω δέν θά μπορέσω νά παραστήσω μέ τόν λόγο τήν ἀγωνία του, τήν ἀγωνία του νά περιμένει κάθε ὥρα καί στιγμή τό θάνατο. Ἀλλά τί χρειάζονται τά λόγια μου, ὅταν ὁ ἴδιος εἶναι εἰκόνα καί ὑπογραφή τῶν ὅσων λέγω; Χθές, ὅταν ἦλθαν σ᾽ αὐτόν ἀπό τό παλάτι γιά νά τόν πιάσουν, ἔτρεξε στόν ἱερόν αὐτόν τόπο μέ παγωμένη ὄψι πού καί τώρα ἐξακολουθεῖ νά εἶναι τέτοια· τά δόντια του χτυποῦν, τρέμει καί λύνεται τό κορμί του, ἡ φωνή του ράγισε, παράλυσε ἡ γλῶσσα του κι ὅλα πάνω σ᾽ αὐτόν δείχνουν μιά ψυχή παγωμένη.
Καί τά λέγω αὐτά ὄχι ὀνειδίζοντας, ὄχι μπαίνοντας ἀδιάκριτα στή συμφορά του, ἀλλά θέλοντας νά μαλακώσω τή δική σας καρδιά καί νά σᾶς παρακαλέσω ἔλεος καί νά σᾶς πείσω ὅτι ἀρκετή στάθηκε γι᾽ αὐτόν ἡ τιμωρία. Ὑπάρχουν ἀνάμεσά μας ἄσπλαχνοι καί ἄδικοι, πού θά κατηγορήσουν καί μένα γιατί τόν δέχθηκα πεσμένον μπροστά στό ἱερό βῆμα· θέλοντας, λοιπόν, μέ τά λόγια μου νά μαλακώ- σω καί ν᾽ ἀλλάξω τήν ἀπανθρωπία τους, γι᾽ αὐτό διαδηλώνω τή συμφορά τοῦ ἀνθρώπου ἐδῶ.
Γιά τί πρᾶγμα ἀγανακτεῖς, ἀγαπητέ; πές μου. Γιατί -λέγει- στήν Ἐκκλησία κατέφυγε ἐκεῖνος πού ἀσταμάτητα τήν πολεμοῦσε. Μά γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἔπρεπε περισσότερο νά δοξάζεις τό Θεό, πού τόν ἄφησε νά ἔλθει σέ τέτοια ἀνάγκη, ὥστε καί τή δύναμη τῆς Ἐκκλησίας καί τή φιλανθρωπία της νά μάθει. Τή δύναμη, βλέποντας πῶς ἔπεσε ἐνῶ θαρροῦσε ὅτι ἦταν νικητής της· τή φιλανθρωπία, βλέποντας πῶς ἡ Ἐκκλησία πού πολεμήθηκε ἀπ᾽ αὐτόν τώρα βάζει ἀσπίδα νά τόν προστατέψει καί τόν δέχεται κάτω ἀπό τίς πτέρυγές της καί τόν ἀσφαλίζει ὁλότελα καί χωρίς νά μνησικακήσει γιά ὅ,τι ἐκεῖνος ἔπραξε ἐναντίον της, τοῦ ἄνοιξε τήν ἀγκαλιά της μέ μητρική στοργή.
Αὐτό εἶναι τρόπαιο ἀπ᾽ ὅλα τά τρόπαια λαμπρότερο, αὐτό εἶναι νίκη περιφανής, αὐτό ντροπιάζει καί καταισχύνει εἰδωλολάτρες καί Ἰουδαίους, αὐτό εἶναι φῶς θριάμβου στό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ἀφοῦ πῆρε αἰχμάλωτο τόν ἐχθρό, τώρα τόν λυπᾶται, κι ἐνῶ ὅλοι τόν ἄφησαν ἔρημο, αὐτή μόνη σάν μητέρα φιλόστοργη κάτω ἀπό τά παραπετάσματά της, τόν ἔκρυψε καί στάθηκε ἀντιμέτωπη στή βασιλική ὀργή, στή μανία τοῦ ὄχλου, στό γενικό, ἀκράτητο μῖσος. Αὐτός εἶναι ὁ καλύτερος στολι- σμός τοῦ θυσιαστηρίου. Ποιός στολισμός -θά πεῖς-, ὁ ἀκάθαρτος καί ὁ πλεονέκτης καί ὁ συλητής ν᾽ ἀγγίζει τό θυσιαστήριο; Μή τό λές· ἐπειδή καί ἡ πόρνη ἄγγιξε τά πόδια τοῦ Χριστοῦ, ἡ τόσο μιασμένη καί ἀκάθαρτη· καί δέν ἦταν αὐτό λάθος τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά θαῦμα καί ὕμνος μέγας· γιατί δέν ζημίωσε τόν καθαρό ἡ ἀκάθαρτη, ἀλλά τή μιασμένη πόρνη ὁ καθαρός καί ἄμωμος τήν καθάρισε μέ τό ἄγγιγμα. Μή, λοιπόν, μνησικακεῖς, ἄνθρωπε. Ὅλοι εἴμαστε δοῦλοι Ἐκείνου πού ἔλεγε ἐνῶ τόν σταύρωναν. Ἄ φ ε ς α ὐ τ ο ῖ ς· οὐ γ ά ρ ο ἴ δ ασ ι τ ί πο ι οῦ σ ι ν.
Ἀλλά θά πεῖς, ὅτι αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπετείχισε τήν Ἐκκλησία ὡς καταφύγιο πού ἦταν, μέ διάφορα διατάγματα καί νόμους. Ἀλλά νά πού μέ τά γεγονότα ἔμαθε τό κακό πού ἔπραξε καί μέ τήν εἴσοδό του ἐδῶ πρῶτος αὐτός κατάργησε τό νόμο πού ἔκαμε κι ἔγινε θέαμα οἰκτρό τῆς οἰκουμένης κι ἐνῶ εἶναι βουβός ὅμως ἔτσι σάν νά μιλᾶ καί νά φωνάζει: Μή κάνετε τέτοια, γιά νά μή πάθετε τέτοια.
Ὑψώνεται μές ἀπό τή συμφορά του σάν διδάσκαλος καί τώρα εἶναι πού ξεπηδᾶ ἀπό τό θυσιαστήριο μεγάλη λάμψις, φοβερώτατο δίδαγμα. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὅτι ἡ Ἁγία Τράπεζα ἔχει δεμένο τό λιοντά- ρι. Ὅταν θέλουν νά ἀπεικονίσουν τή δόξα ἑνός βασιλέως, δέν θ᾽ ἀρκεσθοῦν νά τόν παραστήσουν καθήμενο πάνω στό θρόνο καί νά τοῦ φορέσουν τήν ἀλουργίδα καί νά τοῦ βάλουν στό μέτωπο τό διάδημα. Ἀλλά θά ζωγραφίσουν ἐπίσης, κάτω ἀπό τό πόδι του, τούς νικημένους βαρβάρους, μέ δε- μένα τά χέρια πίσω, καί τά κεφάλια στό χῶμα. Καί ὅτι δέν χρειάζονται λόγια γιά ἕνα τέτοιο δίδαγμα, οἱ ἴδιοι τό παραδέχεσθε μέ τή βία μέ τήν ὁποία ὅλοι τρέξατε ἐδῶ γιά νά δεῖτε τό θέαμα. Σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι γεμάτη καί λαμπροφόρος. Ὅσο λαό ἔβλεπα τό Πάσχα συναθροισμένο ἐδῶ, βλέπω καί σήμερα. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἄν καί ἀμίλητος, ὅλους σᾶς κάλεσε, σαλπίζοντας μές ἀπό τό γεγο- νός τό ἴδιο πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις. Καί κόρες τούς θαλάμους, καί γυναῖκες τούς γυναικωνῖτες, καί ἄντρες τήν ἀγορά ἄδειασαν καί τρέξατε ὅλοι ἐδῶ, γιά νά δεῖτε τήν ἀνθρώπινη φύση ἐλεγχόμενη κι ἀπό τά ἐφήμερα ἀγαθά ἀπογυμνωμένη καί τό χθεσινό ξετσίπωτο πρόσωπο, πού ἄστραφτε ἀπό ἀναίδεια, πλυμένο ἀπό τό σφουγγάρι τῆς τροπῆς τῶν πραγμάτων καί ξεβαμένο ἀπό τά ψιμμύθια ὁλότελα. Γιατί ἡ καλοπέρασις πού δίνουν οἱ πλεονεξίες εἶναι πρόστυχη προσωπίδα σάν γραϊδίου ὄψις βαμμένη.
Αὐτοῦ τοῦ καταντήματος εἶναι μεγάλη ἡ εὐγλωτία· τόν ἄνθρωπο πού ἔλαμπε καί φαινόταν ἀπό παντοῦ, τόν ἔκαμε νά εἶναι τώρα ὁ πιό ἀδύνατος ἀπό ὅλους.
Ἄν πλούσιος μπεῖ ἐδῶ, μεγάλο θά εἶναι τό κέρδος πού θά πάρει. Γιατί, βλέποντας ἀπό τί ψηλή κορφή κρημνίσθηκε ἐκεῖνος πού ἔσειε τήν οἰκουμένη ὅλη, καί πῶς τώρα εἶναι ζαρωμένος καί δειλότερος ἀπό λαγό καί βάτραχο, καί χωρίς δεσμά σ᾽ αὐτή τήν κολόνα κολλημένος καί ἀντί μέ ἁλυσίδα ἀπό τό φόβο σφιγμένος γύρω της καί τρέμοντας, τότε ὁ πλούσιος θά αἰσθανθῇ μέσα του νά πέφτει ὁ πυρετός τῆς ἀπληστίας, νά σωριάζεται ὁ ἐγωϊσμός του, κι ἀφοῦ φιλοσοφήσει ὅπως πρέπει πάνω στ᾽ ἀνθρώπινα, θά φύγει ἀπό τήν ἐκκλησία ἔχοντας μάθει ἀπό τά πράγματα ἐκεῖνα πού μέ λόγια διδά- σκουν οἱ ἅγιες Γραφές, ὅτι δηλαδή· Πᾶσα σάρξ χόρτος καί πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου καί ὁ χόρτος ἐξηράνθη, καί τό ἄνθος ἐξέπεσε. Ἐπίσης ὅτι· ὡσεί χόρτος ταχύ ἀποξηρανθήσονται, καί ὡσεί λάχανα χλόης ταχύ ἀποπεσοῦνται. Ἐπίσης ὅτι· ὡσεί καπνός αἱ ἡμέραι αὐτοῦ, κ.τ.λ.
Ἄν πάλι μπεῖ ἐδῶ ὁ φτωχός καί ὑψώσει τά μάτια του σ᾽ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, δέν θά λυπηθεῖ τόν ἑαυτό του οὔτε θά στενοχωρηθεῖ γιά τή φτώχεια του. Ἀλλά θά αἰσθανθεῖ εὐγνωμοσύνη στή φτώ- χεια του, γιατί τοῦ εἶναι ἄσυλο καί λιμάνι ἀκύμαντο καί τεῖχος ἀσφαλές. Καί βλέποντας ὅ,τι βλέπει, θά προτιμήσει χίλιες φορές νά μείνει ἐκεῖ πού βρίσκεται παρά ν᾽ ἀποκτήσει γιά λίγο τόν κόσμο ὁλόκληρο κι ὕστερα νά κινδυνεύει νά χάσει καί τήν ἴδια του τή ζωή.
Βλέπεις ὅτι ὄχι μικρή ἡ ὠφέλεια εἶναι καί στούς πλουσίους καί στούς φτωχούς καί στούς ταπεινούς καί στούς δοξασμένους καί στούς δούλους καί στούς ἐλευθέρους ἀπό μιά τέτοια ἐδῶ καταφυγή. Βλέπεις πῶς γιατρεύεται ὁ καθένας μόνο καί μόνο πού εἶδε αὐτό τό θέαμα.
Ἄρα σᾶς μαλάκωσα τό πάθος, σᾶς ξερίζωσα τήν ὀργή; Ἄρα σᾶς ἔσβησα τήν ἀπανθρωπία; Ἄρα σᾶς ὡδήγησα σέ συμπάθεια; Νομίζω πώς τό πέτυχα καί μάλιστα σέ μεγάλο βαθμό. Μοῦ τό δείχνουν τά πρόσωπά σας καί οἱ πηγές τῶν δακρύων σας. Ἀφοῦ, λοιπόν, ἡ πέτρα ἔγινε χῶμα παχύ καί μαλακό, ἐμπρός ἄς βλαστήση τό ἔλεος, ἄς κυματίσουν τά στάχυα τῆς συμπαθείας μας κάτω ἀπό τά μάτια τοῦ Θεοῦ κι ἄς πέσουμε στά γόνατα μπροστά στόν βασιλέα, ἤ μᾶλλον ἄς παρακαλέσουμε τόν φιλάνθρωπο Θεό νά μαλακώσει τό θυμό τοῦ βασιλέως, νά κάνει ἁπαλή τήν καρδιά του καί νά μᾶς δώσει ὁλόκληρη τή χάρη πού θά τοῦ ζητήσουμε. Καί ἤδη, ἀπό τή μέρα ἐκείνη πού αὐτός κατέφυγε ἐδῶ, δέν σημειώθηκε μικρή μεταβολή στίς διαθέσεις τοῦ βασιλέως. Γιατί, σάν ἔμαθε ὁ βασιλεύς πώς κα- τέφυγε σέ τοῦτο τό ἱερό ἄσυλο, ἔβγαλε λόγο μακρό μπροστά στό στρατόπεδο, πού τοῦ ζητοῦσαν νά τόν ἀποκεφαλίσει ἐξαιτίας τῶν ἐγκλημάτων του, καί γαλήνευσε τόν στρατιωτικό θυμό. Καί εἶπε ὅτι δέν πρέπει μόνο τά φταιξίματα, ἀλλά καί τά κατορθώματά του νά λογαριασθοῦν, δείχνοντας ἔτσι ὅτι ἔνιωθε τήν ἀγανάκτησή τους, ἀλλά καί ἀνθρώπινη κατανόηση. Κι ὅταν πάλι ἦλθαν ἕως ἐδῶ γιά νά ἐκδικηθοῦν τόν βασιλέα τους, μ᾽ ἄγριες φωνές καί ἔξαλλες χειρονομίες καί σείοντας τά δόρατα, αὐτός ἐδῶ ἀφήνοντας νά ρέουν τά δάκρυα ἀπό τά ἡμερώτατα μάτια του καί δείχνοντάς τους τήν ἱερά τράπεζα ὅπου εἶχε καταφύγει, κόπασε τήν ὀργή τους.
Ἀλλ᾽ ἄς προσθέσουμε κι ἐμεῖς τώρα τή δική μας συμπεριφορά. Ποιᾶς συγχωρήσεως θά εἴσαστε ἄξιοι, ἄν ὁ βασιλεύς πού ὑβρίσθηκε δέν μνησικακεῖ, καί σεῖς πού τίποτε τέτοιο δέν πάθατε θά φανε- ρώνατε τόση ὀργή; Καί πῶς, σάν διαλυθεῖ αὐτή ἡ σύναξις καί παύση αὐτό τό θέαμα, θά προσεγγίσε- τε τά ἅγια μυστήρια καί θά φέρετε στά χείλη σας τήν προσευχή ἐκείνη πού ὁ Κύριος μᾶς πρόσταξε νά λέμε: Ἄφες ἡμῖν καθώς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν, ἄν ἀπαιτῆτε τιμωρία;
Ἔκανε μεγάλες ἀδικίες, προσέβαλε τόσο πολύ; Δέν θά τό ἀρνηθοῦμε οὔτε ἐμεῖς. Ἀλλά τώρα δέν εἶναι καιρός δικαστηρίου, ἀλλά ἐλέους· ὄχι εὐθύνης, ἀλλά φιλανθρωπίας· ὄχι ἀνακρίσεως, ἀλλά συγχωρήσεως· ὄχι καταδικαστικῆς ψήφου, ἀλλά οἴκτου καί χάριτος. Ἄς μή φλογίζεται λοιπόν κα- νένας ἀπό ὀργή, ἄς μή προβάλλει ἐμπόδια, ἀλλά καλύτερα ἄς δεηθοῦμε στόν φιλάνθρωπο Θεό νά δώσει σέ τοῦτο τό πλάσμα του προθεσμία ζωῆς, νά ἐξαρπάσει ἀπό τή σφαγή πού τό ἀπειλεῖ γιά νά πληρώσει τά φταιξίματα πού ἔκαμε, καί ὅλοι μαζί ἄς προσέλθουμε στόν φιλάνθρωπο βασιλέα, παρακαλῶντας ἐξ ὀνόματος τῆς Ἐκκλησίας, ἐξ ὀνόματος τοῦ θυσιαστηρίου, νά μᾶς χαρίσει αὐτό τόν ἄνθρωπο πού πρόσπεσε στήν ἁγία Τράπεζα.
Ἄν τό πράξουμε αὐτό, καί ὁ βασιλεύς θά τό δεχθεῖ καί ὁ Θεός πρίν καί πάνω ἀπό τόν βασιλέα θά τό ἐπαινέσει καί μεγάλη ἀμοιβή θά μᾶς ἀποδώσει γιά τή φιλανθρωπία πού θά δείξουμε. Γιατί, καθώς ἀποστρέφεται καί μισεῖ τόν ὠμό καί ἀπάνθρωπο, ἔτσι στόν ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπο εἶναι προ- σηνής καί γεμᾶτος φίλτρο. Καί ἄν μέν αὐτός εἶναι δίκαιος, τοῦ πλέκει λαμπρότερα στέφανα· ἄν δέ ἁμαρτωλός, παρατρέχει τά ἁμαρτήματα, ἀμείβοντας τή συμπάθεια πού ἔδειξε ὁ ἁμαρτωλός, στόν συναμαρτωλό του. Γιατί λέγει· ἔλεος θέλω καί οὐ θυσίαν. Καί παντοῦ τῆς Γραφῆς βλέπει τό Θεό νά ζητᾶ ἀκριβῶς αὐτό καί νά τό λέγει λύση τῶν ἁμαρτημάτων.
Ἔτσι λοιπόν, κι ἐμεῖς τώρα θά τόν κάνουμε ἵλεο, ἔτσι θά λύσουμε καί τά δικά μας φταιξίματα, ἔτσι θά στολίσουμε τήν Ἐκκλησία, ἔτσι καί ὁ φιλάνθρωπος βασιλεύς θά μᾶς ἐπαινέσει, καθώς εἶπα προ- ηγουμένως, καί ὅλος ὁ λαός θά μᾶς χειροκροτήσει καί τά πέρατα τῆς οἰκουμένης θά μάθουν τή φιλανθρωπία καί τήν ἡμερότητα τῆς πόλεως αὐτῆς, καί θά γεμίσει ἡ γῆ ἀπό τό κήρυγμα του παρα- δείγματός μας.
Γιά νά ἀπολαύσουμε, λοιπόν, τά τόσα αὐτά ἀγαθά, ἄς προσπέσουμε, ἄς παρακαλέσουμε, ἄς δεηθοῦμε, ἄς ἁρπάξουμε ἀπό τά νύχια τοῦ κινδύνου τόν αἰχμάλωτο, τόν φυγάδα, τόν ἱκέτη, γιά νά πετύχουμε κι οἱ ἴδιοι τῶν μελλόντων ἀγαθῶν, χάριτι καί φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καί τό κράτος νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ, Περιοδική ἔκδοση Ἱ.Ν. Ἁγ. Γεωργίου Γιαννιτσῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας
ΤΕΥΧοΣ 21, ΝοΕΜΒΡΙοΣ 2010
Ἐκδίδεται μέ τήν εὐλογία τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καί Ἀλμωπίας κ.κ. ΙΩΗΛ.