Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all 19379 articles
Browse latest View live

Να γιατί έγινα Χριστιανός

$
0
0
Ένας Κινέζος, λέει η διήγηση, αφού ερεύνησε τις διάφορες θρησκείες και φιλοσοφίες, έγινε Χριστιανός. Στο γιατί της απόφασής του απάντησε: "Στα δύσκολα χρόνια της αναζήτησης κάποια στιγμή ένοιωσα σαν να βρισκόμουν σε ενα βαθύ λάκκο χωρίς ελπίδα καμιά να βγω απ'αυτό. 
Αποτέλεσμα εικόνας για good shepherd icon orthodox
Δεν απογοητεύτηκα όμως. Άρχισα τις απεγνωσμένες προσπάθειες και συνέχισα με απεγνωσμένες κραυγές που δυνάμωναν όταν αφουγκραζόμουν κάποιον να περνά. Ξαφνικά βλέπω έναν άνθρωπο να σκύβει πάνω από το λάκκο μου.
Την αχτίδα ελπίδας που φάνηκε στην καρδιά μου έσβησαν τα λόγια του: 'Σε συμπονώ, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, το βάθος είναι τεράστιο. Φαίνεται πως το κισμέτ ορίζει να πεθάνεις'. 

Ήταν ο Μωάμεθ. 

Δεν πέρασε πολύ ώρα, πέρασε όμως κάποιος άλλος με στρογγυλό γελαστό πρόσωπο. Ακούγοντας τις φωνές, έκανε μερικά αργά βήματα προς το βάραθρο και χωρίς καθόλου να σκύψει είπε με απάθεια: 'Όποιος κι αν είσαι, άνθρωπε, ηρέμησε, μείνε εκεί που βρίσκεσαι και κάνε υπομονή'. 

Αυτός ήταν ο Βούδας και με βούλιαξε στην απελπισία, για να με βουλιάξει σε αυτήν και ο επόμενος περαστικός. Είχε κιτρινωπό πρόσωπο και σχιστά μάτια, πλησίασε κάπως, με κοίταξε αυστηρά και μου είπε: 'Ποιος ξέρει τι έχεις κάνει, ποιους νόμους έχεις παραβεί και τώρα δικαίως τιμωρείσαι'. 

Ήταν ο Κομφούκιος. 

Η απελπισία με έπνιξε και ανέβασε τη φωνή μου ως τον ουρανό. Τότε είδα μια γλυκιά μορφή να σκύβει στον λάκκο της ταλαιπωρίας μου. Δεν είπε τίποτα, μόνο σιγά σιγά ο τόσο διαφορετικός από τους άλλους περαστικός, άρχισε να κατεβαίνει κοντά μου και σηκώνοντάς με στους ώμους Του, με έβγαλε στο φως. Με κοίταξε με συμπάθεια στα μάτια και μου είπε: 'Πρόσεξε μην ξαναπέσεις εκεί'. Αυτός ήταν ο Χριστός, ο Σωτήρας μου. Για αυτό ή καλύτερα για Αυτόν έγινα Χριστιανός.
Περιοδικό ''Προς τη Νίκη''.

«Δέν θά λησμονήσω εκείνη τή Θεία Λειτουργία. Καθώς προσέρχονταν οί στρατιώτες γιά νά κοινωνήσουν, έκλαιγαν»

$
0
0
Περίοπτη θέση μέσα στην πολλαπλή προσφορά της Εκκλησίας στον Αγώνα του ‘ 40 κατέχει ή δράση τών στρατιωτικών ιερέων στο μέτωπο. Δεκάδες ιερείς φορώντας το χακί διέσχισαν τη γραμμή του πυρός, παρηγορώντας τους τραυματίες και σκορπώντας τόν ενθουσιασμό μέ τά φλογερά τους κηρύγματα. 
Εξομολογούσαν πολλές φορές ολόκληρο τό στράτευμα και τόνωναν τήν πίστη τών στρατιωτών. Και λειτουργώντας αδιάκοπα, πολλές φορές και σέ ώρα βομβαρδισμού, χάριζαν ώρες πνευματικής ανάτασης στους γενναίους πολεμιστές μας. Άπό τις μαρτυρίες πού υπάρχουν, ξεχωρίζουμε δύο, χαρακτηριστικές γιά τήν ατμόσφαιρα στό μέτωπο.

Γράφει ό στρατιωτικός ιερέας Αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Δεληγιαννόπουλος ότι κατά τήν Εαρινή επίθεση του Μουσολίνι, τό Σύνταγμα όπου υπηρετούσε βαλλόταν άπό οβίδες. Ό συνταγματάρχης απελπισμένος του είπε ότι δεν έπρεπε νά γίνει Θεία Λειτουργία, γιατί ήταν επικίνδυνο. Εκείνος όμως του απάντησε ότι γι’ αυτόν ακριβώς τό λόγο έπρεπε νά γίνει! Καί πράγματι έγινε.Στή διάρκεια της Λειτουργίας ό τόπος αυλακωνόταν άπό τις οβίδες. Μιά οβίδα έγλειψε τόν τοίχο του μικρού δωματίου πού τους χρησίμευε ώς ναός, αλλά δεν έσκασε. Μιά άλλη είχε βυθισθεί πιό πέρα στό χώμα, χωρίς κι αυτή νά κάνει ζημιά. Μιά τρίτη όμως έσκασε λίγο πιό κάτω άπ’ τό δωμάτιο, μέσα σ’ ένα αμπρί2. Καί αύτη σκότωσε τέσσερις άνδρες καί τραυμάτισε άλλους τρεις, πού πήγαν εκεί νά φυλαχθοΰν καί δεν έμειναν στή Θεία Λειτουργία… Τό απόγευμα τους διάβασε τή νεκρώσιμη ακολουθία.

Τήν ίδια εκείνη μέρα ό ιερέας έγραψε μέ συγκίνηση στό ημερολόγιο του: «Τά αεροπλάνα νά μουγγρίζουν… καί ατάραχοι νά τελούμε τήν Θείαν Λειτουργίαν. Ποιον θάρρος μας έδινες, Κύριε, τότε!».Ό Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού Γεώργιος Παυλίδη ς3 καταθέτει καί τή δική του μαρτυρία γιά τή δράση του ίδιου ιερέα: «Πρό της εοπιθπέσεως τών Ιταλών της 9ης Μαρτίου 1941 είχαμε καταυλισθεί λίγο πιό κάτω άττ’ τό χωριό Τόσκεσι… Κάναμε τεχνητή άπόκρυψη τών σκηνών καί τών πυροβόλων μέ κλαδιά δέντρων. Μιά βραδιά είχε βρέξει καί δεν ρίξαμε κλαδιά στή σκηνή μας. Τό πρωί ερχόταν ένα αναγνωριστικό (ιταλικό) αεροπλάνο… έπαιρνε φωτογραφίες… καί αν άνακάλυπταν παραλλαγή του χώρου, έρχονταν και βομβάρδιζαν. Έτσι και τήν ήμερα εκείνη ήλθε, βρήκε τή σκηνή χωρίς καμουφλάζ, τή φωτογράφισε και μετά μιάμιση ώρα… ήλθαν 15-20 στούκας, που κατέβηκαν στά 30-35 μ. χαμηλά… και άρχισαν νά σπέρνουν βόμβες.

Τρέξαμε νά κρυφτούμε… Έγώ χώθηκα σε ένα σωρό από τσουβάλια… Οι κρότοι ήταν εκκωφαντικοί… Είχε καλυφθεί από καπνούς όλος ο καταυλισμός… Όπως ήμουνα ξαπλωμένος (ανάσκελα), έβλεπα καθαρά τό αεροπλάνο, τόν αεροπόρο… τά χέρια τον, τις βόμβες. Είπα μέσα μον: Τώρα πιά, «νυν άπολύεις τόν Δουλον σου, Δέσποτα». Επιτέλους, κάποτε …τά αεροπλάνα εφυγαν.Με δισταγμό σηκώθηκα… Δεν ακουγόταν κανένας θόρυβος. Ησυχία θανάτου. Μονολόγησα: «Έγώ μόνο ζώ». “Ομως, σιγά σιγά έβλεπα νά σηκώνονται μερικά κουρέλια… Λίγο λίγο γέμισε ο τόπος… Ζητωκραυγές, σταυροκοπήματα παντού. Ό Διοικητής διατάσσει προσκλητήριο. Και τό θαύμα: Μέσα σ΄αυτή τή φωτιά του σιδήρου δέν είχαμε ούτε έναν στρατιώτη… νεκρό ούτε και πληγωμένο…

Ό Διοικητής… δέχθηκε τήν πρόταση μου νά κάνουμε μιά ευχαριστήρια Θεία Λειτουργία. Κοντά μας ήταν ο στρατιωτικός Ιερέας… Συγκεντρωθήκαμε και αποφασίσαμε νά γίνει πρώτα εξομολόγηση… Πράγματι… εξομολογήθηκαν αξιωματικοί και οπλίτες και τό πρωί σε μιά μεγάλη σπηλιά ο π. Χρυσόστομος λειτούργησε. Πρίν άπό τή Θεία Λειτουργία μας μίλησε… Και στό «Μετά φόβου Θεού»… κοινωνήσαμε όλοι. Δέν θά λησμονήσω εκείνη τή Θεία Λειτουργία. Καθώς προσέρχονταν οί στρατιώτες γιά νά κοινωνήσουν, έκλαιγαν. Και τά δάκρυα τους έπεφταν στην άγια λαβίδα. Ετσι τό Σώμα και τό Αίμα του Χρίστου αναμειγνυόταν μέ τά δάκρυα των στρατιωτών…

“Εκείνες τις μέρες περπάτησε ο Θεός ανάμεσα μας…». Στόν πόλεμο του ’40 μέ ενθουσιασμό προχώρησαν οί φαντάροι μας στή μεγαλειώδη τους επέλαση. Ούτε οι βόμβες και η φρίκη τού πολέμου, ούτε οί στερήσεις ή τό κρύο μπόρεσαν νά τους ανακόψουν. Γιατί οί ιερείς τής Εκκλησίας μας τους κάλυπταν μέ τό τιμημένο ράσο τους. Ζέσταιναν τά παγωμένα τους κορμιά. Καί τόνωναν τίς φοβισμένες τους καρδιές, σταλάζοντας μέσα τους πίστη και θάρρος.
1. Μετέπειτα Μητροπολίτης Αργολίδος
2. Υπόγειο χαράκωμα γιά στρατιώτες της πρώτης γραμμής
3. Μετέπειτα Μητροπολίτης Νικαίας
Πηγή Ί. Μ. Χατζηφώτη, Ή Εκκλησία στόν αγώνα τοΰ Σαράντα, Έκδ. «Ατλαντίς», Αθήναι, σ. 98-99,154-155.

Τι κατορθώνει η αληθινή πίστη;

$
0
0
Το τι κατορθώνει η πίστη η αληθινή αποδεικνύεται ολοφάνερα στους Βίους των Μαρτύρων, των Οσίων, των Ομολογητών, των Εγκρατευτών και όλων των Αγίων.
Γέροντας Γερμανός Σταυροβουνιώτης

Ιάκωβος μοναχός Καυσοκαλυβίτης

$
0
0
Ιάκωβος μοναχός Καυσοκαλυβίτης
(Δημοσίευση φωτ.: Ευλόγιος Κουρίλας Λαυριώτης, 
Ιστορία του ασκητισμού. Αθωνίται, τ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1929, σ. 137)

Δεν θα περάσουν από το Καλπάκι…

$
0
0
Αλέξανδρος Λ. Ζαούσης, γιατρός, αντιστασιακός
Στις 27 Οκτωβρίου, το σούρουπο πάνω απ’ την ηπειρώτικη γη ήταν συννεφιασμένο… Με την έλευση του σκότους, μπουμπουνητά κι αστραπές προανήγγειλαν τη βροχή. Κι όταν άνοι­ξαν οι κρουνοί του ουρανού η νοτισμένη γη έγινε μέσα σε λίγα λεπτά λάσπη… 
Λάσπη, ο μεγάλος εχθρός του στρατιώτη. Από το μεθοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς, στα δυτικά, μέχρι τη Μέρτζανη, στ’ ανατολικά, σ’ όλη την έκταση των αλβανικών συνόρων, και πιο πέρα στα παγωμένα υψώματα της Πίνδου, Έλληνες φαντάροι στεκόντουσαν άγρυπνοι και τσιτωμένοι. Το μυαλό τους ήταν καθαρό αλλά τα δάκτυλα στη σκανδάλη κοκα­λιασμένα. Οι άνδρες αυτοί ήταν ψύχραιμοι ντόπιοι, σχεδόν κα­τά τα τέσσερα πέμπτα Ηπειρώτες, θ’ αγωνιζόντουσαν κυριολε­κτικά υπέρ βωμών και εστιών… Από μέρες, κάθε νύχτα, τα χέ­ρια σφίγγαν τ’ όπλο νευρικά, θα χτυπήσουν σήμερα, θα χτυπή­σουν αύριο; Τους περιμένανε, τους Ιταλούς. Κι όσο περνούσε ο καιρός, η αγωνία έδινε τόπο στην προσμονή… Ας βαρέσουν ε­πιτέλους οι παλικαράδες. Να τους δούμε τι πράγμα είναι. Έ­χουμε κι εμείς όπλα…

Στις 27 Οκτωβρίου, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, από τα φυλά­κια, τα μεθοριακά, μέχρι τις διοικήσεις των Ταγμάτων Προκαλύψεως, οι τηλεφωνικές γραμμές άναψαν… Βραχνές φωνές με βα­ριά ηπειρώτικη προφορά, ανακατεμένες με πλήθος παράσιτα α­κούγονταν από τη μια άκρη: «Έλα, έλα Δελβινάκι… Μ’ α­κούς;» Κι από την άλλη άκρη: «Δε σ’ ακούω μωρέ, χαλάει ο κόσμος εδώ…» «Έλα Δελβινάκι… Από Δρυμάδες-Μακρύκαμπος… Μ’ ακούς; Κάτι σκαρώνουν οι ρουφιάνοι απέναντι… Μ’ ακούς;» «Έγινε… Σ’ έπιασα… Το μεταδίδω…»

Στο διοικητήριο της VIII Μεραρχίας, στα Γιάννενα, ο στρατηγός Κατσιμήτρος δέχεται τα μηνύματα. Κοντά του έχει τον επιτελάρχη του αντισυνταγματάρχη Δρίβα και τον διευθυντή του III Γραφείου Πετρουτσόπουλο. Διαβάζει τις πρόχειρες α­ναφορές που καταφθάνουν, αλλά μοιάζει κάτι ακόμα να περιμέ­νει… θέλει την προσωπική αναφορά ενός ανθρώπου, στον ο­ποίο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Του συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, αρχηγού πυροβολικού της μεραρχίας. Του ανθρώπου που μαζί του ανέσκαψε κι ετοίμασε τον προμαχώνα της Ηπεί­ρου. Ο Μαυρογιάννης λείπει όλη μέρα. Έχει οργώσει σχεδόν ολόκληρη την παραμεθόριο, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την ετοιμότητα του στρατού και τις κινήσεις του εχθρού. Έχει νυκτώσει για καλά, όταν ο Μαυρογιάννης γυρίζει με τα τελευ­ταία μαντάτα. Η εισβολή είναι θέμα ωρών! Τα τηλέφωνα ανά­βουν τώρα από Γιάννενα προς Αθήνα… Στην άλλη άκρη, στο Γενικό Επιτελείο απαντάει ο αντισυνταγματάρχης Κορόζης, το αυτί και το μάτι του Παπάγου. Ο Κατσιμήτρος του αναφέρει, ότι το πρωί της 28 Οκτωβρίου, ίσως και στη διάρκεια της νύ­κτας οι Ιταλοί θα επιτεθούν! Και σε μια έξαρση συγκινητική όσο και χαρακτηριστική του ύφους των παλιών αξιωματικών προσθέτει: «…Μπορεί να μην έχω το ανάστημα του στρατάρχου Πεταίν, όστις κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν, είπε ότι δεν θα περάσουν οι Γερμανοί -όπως και δεν επέρασαν-, αλλά δύναμαι να βεβαιώσω εν πλήρει πεποιθήσει ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι…»

Το τηλέφωνο προς την Αθήνα κλείνει. Κι αρχίζει άλλος κα­ταιγισμός διαταγών από Μεραρχία προς Προκάλυψη. Συναγερμός… Προσοχή στα απομονωμένα φυλάκια… Επίκειται επίθε­ση… Κι απ’ όλα τα σημεία της μεθορίου έρχεται η απάντηση των προμάχων. Αδύνατη, βραχνή, ανακατεμένη με παράσιτα: «Ελήφθη, ναι μωρέ, ελήφθη…»

Είναι μεσάνυχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου… Ο Κατσιμή­τρος στέλνει τους αξιωματικούς του να ξεκουραστούν, όσοι δεν έχουν επιφυλακή. Αλλά το τηλέφωνο ξαναχτυπάει: «Από Χάνι-Δελβινάκι. Επί της οδού Αργυροκάστρου-Κακαβιάς ακούγε­ται συνεχής κρότος κυλινδρουμένων βαρέων οχημάτων…» Άλ­λη μια φορά ο Κατσιμήτρος εξαπολύει τις τελευταίες οδηγίες του προς την Προκάλυψη. Κι έπειτα εξουθενωμένος ανεβαίνει στον πάνω όροφο του διοικητηρίου, όπου βρίσκεται η κατοικία του… Τακτοποιεί το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι του και βυθί­ζεται στον ύπνο του ανθρώπου που έχει τη συνείδηση του ήσυ­χη. Έχουν προειδοποιηθεί όλοι. Από τον Παπάγο μέχρι τον τελευταίο φαντάρο που χουχουλιάζει κάτω από τη βροχή μέσα στο σκέπαστρο του, φτιαγμένο «δια φυσικής ξυλείας και γαιοσάκκων…»

Ο Κατσιμήτρος δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί πολύ… Στις 4 παρά τέταρτο το πρωί το τηλέφωνο δίπλα του χτυπάει. Χτυπάει, χτυπάει ακατάπαυστα, διότι απλούστατα ο άνθρωπος που έδωσε και την τελευταία ικμάδα του για να ετοιμάσει την άμυνα της Ηπείρου κοιμάται βαθιά, σαν μικρό παιδί… Δεν ακούει τα κου­δουνίσματα. Τρέχει και το σηκώνει η μικρή του κόρη: «Μπα­μπά, σε θέλουν από την Αθήνα..». Στο τηλέφωνο ακούγεται η φωνή του Κορόζη: «Πόλεμος… Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απέρριψε ιταλικόν τελεσίγραφον… Ο κ. Αρχηγός ανέλαβεν Αρχιστράτηγος…»
Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Λ. Ζαούση «Οι δύο όχθες 1939-1945», Παπαζήσης, 1987.

«Η Παναγία ως υπέρμαχος στρατηγός του Γένους των Ελλήνων»

$
0
0
αρχιμ. Ιάκωβος Κανάκης, Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως
Αγαπητοί μου αδελφοί δεν είναι τυχαίο ότι και τις δύο ημέρες μνήμης της Εθνικής μας παλιγγενεσίας οι πρόγονοί μας τις συνέδεσαν με εορτές της Πίστης μας και συγκεκριμένα με εορτές της Παναγίας. 
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου στις 25 Μαρτίου και η Σκέπη Της στις 28 Οκτωβρίου μαρτυρούν και αποδεικνύουν την ιστορική και σημαντική αυτή αλήθεια και κατ᾽επέκταση ερμηνεύουν την τιμητική θέση Της για το γένος των Ελλήνων.

Αν εξετάσουμε τα πράγματα από την αρχή θα δούμε ότι η Ρωμιοσύνη και ο Ρωμιός ταυτίζονται με την Παναγία. Είναι όμως μια σχέση αμφίδρομη, αφού για κάποιο λόγο η Παναγία δείχνει την εύνοιά Της στους Έλληνες.

Στα χρόνια τα βυζαντινά παρατηρούμε πως διασώζει και ενισχύσει τους Έλληνες. Ας θυμηθούμε το κοντάκιο «Τῆ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια…». Αλλά το ίδιο κάνει και αργότερα στην Τουρκοκρατία, στην Μικρασιατική καταστροφή, στην Γερμανική κατοχή μέχρι και τις μέρες μας. Εδώ διάλεξε, σε τούτο τον τόπο, να κατοικήσει και μάλιστα στην Χαλκιδική να θέσει τον θρόνο της, στο Άγιο Όρος δηλαδή, εκεί να δημιουργήσει το περιβόλι Της.

Ευγνώμονες οι Έλληνες γι᾽ αυτό και η ευγνωμοσύνη τους αυτή εκδηλώνεται με μύριους τρόπους. Κατάσπαρτη η πατρίδα μας από ναούς και μοναστήρια αφιερωμένα σε Ἐκείνη. Χιλιάδες οι επωνυμίες της, ναοί μεγαλοπρεπείς και ταπεινά εξωκλήσια αφιερωμένα όλα σε Εκείνη. Στα νησιά και στην στεριά, στην Κρήτη, στην Θράκη, στην Μακεδονία, στην Ηπειρωτική χώρα και στο Αιγαίο, παντού και πάντα, ένα καντήλι ανάβει και φωτίζει το πρόσωπό Της, λίγο λιβάνι αναδύεται ενώπιόν της. Την ζωγραφίσανε οι πρόγονοί μας, την υμνολόγησαν οι υμνογράφοι μας, την τραγούδησαν και το καλοκαίρι για χάρη της έχουμε νέο Πάσχα. Σε εκείνη ο δικός μας αγαπημένος Έλληνας Ευαγγελιστής Λουκάς θα προσφέρει ως άριστος αγιογράφος την μορφή Της και εκείνη θα ευλογήσει με το χέρι της τον κόπο του, ώστε οι ιερές αυτές εικόνες που αγιογράφησε να έχουν «σκορπίσει» τώρα σε όλη την πατρίδα μας και πέραν αυτής, για να περισώζουν την κάθε πόλη και το κάθε χωριό από δεινά και απειλές. Είναι και αποτελούν αυτά τα ιερά εικονίσματα της Θεοτόκου πηγές χάριτος και ευλογίας.

Αλήθεια πόσα εικονίσματα με το Τίμιο Πρόσωπό Της! Ευαγγελίστρια, Προυσιώτισσα, Γοργοεπήκοος, Διασώζουσα, Μαλεβή, Μεγαλομάτα, Φοβερά Προστασία και τόσες άλλες ονομασίες. Μα η Παναγία δεν ήταν μόνο πάνω μας, πίσω μας, δίπλα μας, αλλά και μέσα μας. Αφιερώνουμε σε αυτήν τα ίδια μας τα σπλάγχνα, τα παιδιά μας, τα εγγόνια μας, τον ίδιο μας τον εαυτό, και δίνουμε σε αυτά το όνομά Της.

Από την καταλυτική παρουσία και προστασία της Παναγίας στα τείχη της Κωνσταντινούπολης, από την «δράση» της στην Τουρκοκρατία, όταν χαμογέλασε στον Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς, στις κρίσιμες μέρες της Επαναστάσεως, από την παρηγορητική παρουσία Της στους ξεριζωμένους Έλληνες του Πόντου και της Ιωνίας, από την μορφή της ως μαυροφόρα που προστάτευε τους στρατιώτες στα πεδία των μαχών, στο Τεπελένι και σε άλλα μέρη του Αλβανικού μετώπου, τότε που την έβλεπαν μπροστά τους να εξοστρακίζει τα βόλια του εχθρού σαν ασπίδα προστασίας, από όλα αυτά, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε δύο μόνο χαρακτηριστικά περιστατικά.[1]

Α) Σεπτέμβριος του 1943. Οι Ιταλοί συνθηκολογούν. Μια ομάδα από κατοίκους του Ορχομενού πλησιάζουν τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λειβαδιάς και ζητούν από τους Ιταλούς να παραδοθούν. Οι Ιταλοί αρνούνται και ενημερώνουν τους Γερμανούς οι οποίοι αποφασίζουν να κάψουν τον Ορχομενό. Συλλαμβάνουν εξακόσιους ομήρους. Λίγο έξω από τον Ορχομενό είναι χτισμένη μια παλιά Εκκλησία αφιερωμένη στην Κοίμηση της Παναγίας. Είναι μεσάνυχτα, ένα τανκ των Γερμανών περνά μερικά μέτρα από την Εκκλησία αυτή και οι Γερμανοί οδηγοί του βλέπουν μια μεγαλόπρεπη γυναίκα να τους ‘Απαγορεύει να προχωρήσουν, ενώ άλλα δύο τανκς πέφτουν και ακινητοποιούνται βαλτωμένα μέσα σε διπλανά χωράφια. Ξημερώνει η 10η Σεπτεμβρίου και ο Γερμανός διοικητής Χόφμαν ζητάει από τους κατοίκους ένα όχημα για να τραβήξει τα τανκς. Τότε συνέβη κάτι θαυμαστό! Τα βαριά αυτά άρματα μετακινήθηκαν από το όχημα λες και ήταν άδεια σπιρτόκουτα! Ο Γερμανός διοικητής φώναξε θαύμα και ζήτησε να τον πάνε στην Εκκλησία τους. Όταν μπήκε στον ναό και αντίκρυσε την Παναγία στο τέμπλο αναγνώρισε την γυναίκα που τους εμπόδισε να προχωρήσουν. Έπεσε στα γόνατα τότε και είπε: «Αυτή η γυναίκα εμπόδισε την φάλαγγα να προχωρήσει, να την τιμάτε και να την δοξάζετε». Μετά από αυτό το γεγονός σώθηκε ο Ορχομενός και βέβαια με εντολή του Γερμανού απελευθερώθηκαν και οι εξακόσιοι μελλοθάνατοι». Η Παναγία προστάτεψε με τον τρόπο αυτό τους ανθρώπους.

Β) Και ένα δεύτερο μεγάλο θαύμα της Παναγίας ήθελα να σας πω που αφορά και αυτό στο έπος του 40. Πρόκειται για ένα όχι πολύ γνωστό θαύμα στην Θεσσαλονίκη κατά την διάρκεια των γερμανικών βομβαρδισμών. Έχει αξία να ειπωθεί και για το λόγο ότι δεν το περιγράφει ένας κληρικός, θεολόγος, κ.τ.λ., αλλά ένας γνωστός διανοούμενος, λόγιος, ποιητής της Θεσσαλονίκης. «Ξαφνικά εμφανίστηκαν σε καμιά δεκαριά σημεία, στο κέντρο της πόλης (Θεσσαλονίκης), εικόνες της Παναγίας στα τζάμια διαφόρων μαγαζιών. Στην αρχή μας το λέγαν και δεν το πιστεύαμε. Οι Παναγίες που εμφανίστηκαν στα τζάμια δεν ήταν ζωγραφισμένες, αλλά αχειροποίητες. Η εικόνα σχηματιζόταν στο εσωτερικό του τζαμιού, μέσα δήλαδη στην ύλη του γυαλιού, δεν ήταν ούτε από την έξω μεριά ούτε από την μέσα. Και ήταν και χρωματισμένη, αλλά με άυλα και ανεξίτηλα χρώματα…Στην αρχή μερικοί δύσπιστοι έλεγαν ότι διάφοροι έξυπνοι το σοφίστηκαν αυτό, κυρίως καντηλανάφτες, για να πηγαίνει ο λαός να προσκυνάει και να αγοράζει κεριά. Πάντως κάποιοι είχαν φέρει μανουάλια και μπορούσες να ανάψεις εκεί μπροστά στη βιτρίνα του μαγαζιοῦ, όπου είχε εμφανιστεί η Παναγία, ένα κερί. Αυτά διαδίδονταν για διάφορα σημεία της πόλεως… Κάποτε πήγα και εγώ και αξιώθηκα να δω την Παναγία από κοντά. Έπιανες το τζάμι και δεν έπιανες τίποτα. Αλλά η εικόνα υπήρχε. Θα έλεγες πως ήταν σαν βιτρώ, αλλά δεν ήταν ούτε βιτρώ…Ο κόσμος προσκυνούσε και ασπάζονταν την αχειροποίητη εικόνα στο τζάμι, μερικοί άναβαν και κάνα κερί που έφερναν μαζί τους…Ήταν μια πραγματικά από τις συγκινητικότερες στιγμές του ελληνοϊταλικού πολέμου. Αν θυμούμαι καλά, οι αχειροποίητες αυτές εικόνες της Παναγίας έμειναν ένα μήνα και μετά χάθηκαν ακριβώς όπως ήρθαν. Τότε πολλοί διέδωσαν ότι η εξαφάνιση των εικόνων ήταν κακό σημάδι…θα χάναμε στον πόλεμο στην Αλβανία».[2]

Όμως μετά τα όσα είπαμε τίθεται το ακόλουθο εύλογο ερώτημα: Γιατί η Παναγία σκεπάζει και προστατεύει τόσο πολύ αυτόν τον τόπο, αυτόν τον λαό;

Γιατί ο τόπος αυτός είναι ευλογημένος, γιατί σε όποιο σημείο της χώρας και να σκάψεις θα βρεις λείψανα Αγίων ή οστά ηρώων. Γιατί αυτός ο τόπος είναι ποτισμένος με πολύ αίμα αλλά και δάκρυα μαρτύρων. Γιατί αυτός ο λαός δεν αγάπησε ποτέ την βία και τον επεκτατισμό, γιατί πάντα αγωνιζόταν για τα ιερά και τα όσια, για αρχές και αρετές, για την ελευθερία και τις μεγάλες αξίες. Οι αγώνες του ήταν αμυντικοί και όχι επιθετικοί και όταν κάποιες φορές γινόταν το αντίθετο με τρόπο παιδαγωγικό «ὁ Θεός διά τῆς Θεοτόκου» συνέτιζε προστατευτικά την φυλή μας.

Θέλω να σας αναφέρω κάτι από τον Σ.Μυριβήλη το οποίο σαρκώνει και φανερώνει μέσω μιας αληθινής ιστορίας την ψυχή του Ρωμιού: «Πολύς κόσμος έτρεχε να δώσει αίμα τις ημέρες του πολέμου. Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά που περίμεναν την σειρά τους. Μια μέρα, ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε στην σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα γεροντάκι.

Εσύ παππούλη τί θέλεις εδώ; Ήρθα, κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα. Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή. Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα είναι καθαρό, και ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Μου είπαν πως οι δύο πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στην γυναίκα μου, θα ᾽ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους, γιατί δεν θα ᾽χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι εγώ το δικό μου. Άιντε, πήγαινε γέρο, μου είπε κι ας είναι για την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».[3]Γι’ αυτό ευλόγησαν Ο Θεός και η Παναγία αυτόν τον λαό.

Η Παναγία αγαπά και ευλογεί αυτόν τον τόπο. Σήμερα έστω και για λίγους που την τιμούν υπερβαλλόντως ελεεί και ευεργετεί και εμάς τους υπολοίπους. Όμως η Παναγία δεν ανήκει σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον λαό, αγρυπνεί και φροντίζει κάθε άνθρωπο που θα την επικαλεστεί σε όλη την οικουμένη. Όλοι λοιπόν που την αγαπάμε και την θέλουμε στην ζωή μας αβίαστα και φυσικά την παρακαλούμε λέγοντας: « Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς Σέ ἀνατίθημι μῆτερ τοῦ Θεοῦ φύλαξόν με ὑπό τήν σκέπην σου».
[1]Δημητρίου Αθανασίου Πρωτοπρεσβυτέρου, Η Υπέρμαχος Στρατηγός, Αθήνα 2014, σ.122. 125.
[2]Ντίνου Χριστιανόπουλου, Θεσσαλονίκη οὖ μ᾽ἐθέσπισεν- Αυτοβιογραφικά κείμενα, Ιανός, σσ.63-65, Θεσσαλονίκη 2008
[3]Ὁμιλία τό 1960 στην Ακαδημία Ἀθηνῶν
Ομιλία στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου (Ταμπούρια 27-10-2017).

Ιεροδιάκονος Κορνήλιος Γρηγοριάτης (1924 – 29 Οκτωβρίου 1951)

$
0
0
Ο κατά κόσμον Χαράλαμπος Θεοδώρου Καραμαντζάνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924. Γόνος πολύτεκνης και φτωχής οικογένειας. Αδελφό είχε τον ιερομόναχο Αθηναγόρα Ολυμπίτη.
Ιεροδιάκονος Κορνήλιος Γρηγοριάτης, ο πολύ αγαπητός απ’ όλους.
Το 1944 έφυγε κρυφά από το σπίτι του για το Άγιον Όρος. Στις 17.8.1945 προσήλθε στην ιερά μονή Γρηγορίου. Το 1946 εκάρη μοναχός και στις 29.10.1946 χειροτονήθηκε διάκονος από τον μητροπολίτη Μιλητουπόλεως Ιερόθεο.Ήταν πολύ αγαπητός απ’ όλη την αδελφότητα και περισσότερο από τον ηγούμενό του Βησσαρίωνα (+1972). Ήταν και καλός ιερορράπτης.

Από μικρός είχε αρκετά φιλάσθενη κράση. Έπασχε από οξεία μυοκαρδίτιδα και ρευματισμούς. Το τέλος του ήταν οσιακό. Είχε ετοιμασθεί με το μυστήριο του θείου και ιερού Ευχελαίου και τη συχνή θεία Κοινωνία. Ανεπαύθη κατά την αγρυπνία της δεύτερης πανηγύρεως της μονής, της αγίας Αναστασίας της Ρωμαίας, όπου εκεί φυλάγεται μεγάλο μέρος των τίμιων και χαριτόβρυτων λειψάνων της, στις 29.10.1951, ημερομηνία κατά την οποία προ πενταετίας είχε χειροτονηθεί. Την ίδια ημέρα κηδεύτηκε κι ετάφη προεξάρχοντος πάλι του μητροπολίτου Ιεροθέου, μέσα σ’ ένα κλίμα βαθιάς συγκινήσεως.

Ο ηγούμενος Βησσαρίων έγραφε προς την αδελφή τού μακαριστού Κορνηλίου: «Μετά μεγάλης λύπης μου και σπαραγμού καρδίας σας αναγγέλλω ότι το λατρευτόν πνευματικόν μου τέκνον και αγαπητός σας αδελφός Κορνήλιος ιεροδιάκονος εξεδήμησε προς Κύριον χθες λίαν πρωίαν και η κηδεία του εγένετο αυθημερόν. Δυστυχώς όλως αποτόμως προσεβλήθη κεραυνοβόλως η καρδιά του και δεν προλάβαμε να τον μεταφέρωμεν εις Θεσσαλονίκην, καθόσον οι ιατροί απηγόρευσαν την μεταφοράν του ως λίαν επικίνδυνον διά να μη μείνη εις τον δρόμον … Στο τέλος του είδε την αγίαν Αναστασίαν και εφώναξε εις τους αδελφούς που τον περιποιούντο: “Δεν βλέπετε αυτήν την νέα γυναίκα που ήλθε και μου έφερε καινούργια ρούχα και πήρε τα δικά μου τα παλιά;” και σε 5 λεπτά της ώρας ξεψύχησεν ανώδυνα σαν το πουλάκι».

Ο αδελφός του π. Αθηναγόρας έγραφε γι’ αυτόν: «Κατά την ώρα της θείας Λειτουργίας έκλεισε τα μάτια του και εκοιμήθη εν Κυρίω, φτερουγίζοντας για τον Παράδεισο, αφού προηγουμένως -κατά την μαρτυρία του Ηγουμένου- είδε εν οράματι την Αγία Αναστασία “να του φέρνη ρούχα καινούργια και λευκά, παίρνοντας τα δικά του τα παλιά”! Η εξόδιος ακολουθία έγινε από τον Αρχιερέα Ιερόθεο, εν μέσω γενικής συγκινήσεως των Πατέρων. Τον έκλαυσαν πολύ όλοι. Τους ήταν πολύ αγαπητός, όπως έλεγαν και σε μένα, όταν αργότερα αρκετές φορές επισκέφθηκα την Μονή. Ας είναι η μνήμη του αιώνια και η μακαρία ψυχούλα του ας συγχορεύει μετά των Αγγέλων και των Αγίων».
Ο διακο-Κορνήλιος Γρηγοριάτης είναι ο νεότερος μοναχός του παρόντος Γεροντικού. Εκοιμήθη μόλις 27 ετών. Τον άρπαξε ο ουρανός ίνα μη η κακία του παρόντος κόσμου αλλάξει τη σύνεσή του.
Πηγές – Βιβλιογραφία:
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Γρηγορίου. Αθηναγόρου Καραμαντζάνη αρχιμ., Όσα δεν πήρε ο άνεμος…, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 106-110.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Α’ – 1901-1955, σελ..461-462, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.

«–Πάτερ Ιωάννη, μου λέει ο παπα-Μανώλης, όπως βλέπεις, φτώχεια μεγάλη έχουμε. Αλλά δόξα τω Θεώ. Τίποτε δεν μας λείπει»

$
0
0
–Θὰ σοῦ τὸ πῶ, παιδί μου, γιὰ νὰ ἐνισχυθεῖς στὴν πίστη ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς δικούς του, ὅταν αὐτοὶ μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὴ στοργικὴ Πρόνοιά Του ἀφήνουν τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τὶς οἰκογένειές τους στὰ χέρια Του...
Φωτογραφία του χρήστη Το μέγα Γεροντικόν.
Μὲ τοῦτα τὰ λόγια ἄρχισε ὁ πατὴρ Ἰωάννης νὰ διηγεῖται σὲ πνευματικό του παιδὶ τὸ περιστατικὸ ἐκεῖνο ἀπὸ τὴν ἱερατική του ζωὴ καὶ διακονία, ὅταν νέος ἀκόμα ἀρχιμανδρίτης γυρνοῦσε τὰ χωριὰ τοῦ θεσσαλικοῦ κάμπου ὡς ἱεροκήρυκας τῆς Μητροπόλεως.

–Πᾶνε χρόνια τώρα, ἀλλὰ τὸ γεγονὸς ἐκεῖνο δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σβήσει μέσα μου. Εἶναι κάτι ποὺ θὰ τὸ θυμοῦμαι σ’ ὅλη μου τὴ ζωή.

Κι ἄρχισε νὰ διηγεῖται:
–Ἦταν Κυριακή, Νοέμβρης μήνας, ἂν θυμᾶμαι καλά. Ἀπὸ τὴ Μητρόπολη μ’ ἔστειλαν νὰ λειτουργήσω σ’ ἕνα ἡμιορεινὸ χωριό, κάπου στοὺς πρόποδες τοῦ Κισσάβου. Ἤξερα ὅτι ἐκεῖ ἐφημέριος εἶναι ἕνας πολὺ εὐσεβὴς ἱερεύς, ὁ π. Ἐμμανουήλ. Τὸν ἔβλεπα κάπου-κάπου στὶς ἱερατικές μας συνάξεις. Διακρινόταν γιὰ τὴ σεμνότητα καὶ εὐλάβειά του. Ἦταν καὶ πολύτεκνος οἰκογενειάρχης. Πέντε παιδιὰ εἶχε.

Ἔφτασα σχεδὸν ἀχάραγα ἀκόμη στὸ χωριό. Ὁ ναὸς ἀνοιχτός. Ὁ π. Ἐμμανουὴλ ἄναβε τὰ καντήλια. Πῶς ἔκανε ποὺ μὲ εἶδε! «Καλῶς ἦλθες, πάτερ μου, στὸ χωριό μας. Σήμερα θά ’χουμε πατριαρχικὴ λειτουργία μὲ τὴν παρουσία σου»! Τό ’λεγε, καὶ τὸ πρόσωπό του φωτιζόταν. Τί ἄνθρωπος! Λειτουργήσαμε μαζί. Τόσο ποὺ εὐχαριστήθηκα! Συνδύαζε ὁ ἱερεὺς αὐτὸς τὴν ἁπλότητα μὲ κάποια –πῶς νὰ τὸ πῶ;– ἐπισημότητα στὴ λειτουργία του. Μεγάλα πράγματα...

Ὅταν ἀπολύσαμε, μοῦ λέει μὲ τὸ φωτεινό του πρόσωπο:
–Πάτερ μου, δὲν θὰ φύγεις. Σήμερα θὰ φᾶμε μαζὶ στὸ σπίτι. Ἤδη ἡ πρεσβυτέρα πῆγε νὰ ἑτοιμάσει τὸ τραπέζι.

Δὲν μποροῦσα νὰ ἀρνηθῶ. Καὶ μόνο ὁ τρόπος του μὲ σκλάβωνε.

Πῆγα στὸ σπίτι του. Ὅλα πρόδιδαν ἔσχατη φτώχεια. Δύο καμαροῦλες ὅλο κι ὅλο, κι ἕνα καθιστικό, ποὺ ἦταν καὶ κουζίνα καὶ τραπεζαρία μαζί.

Τὰ παπαδοπαίδια –πέντε, ὅπως σοῦ εἶπα– ὅλα τους χαριτωμένα, γελαστά, πρόθυμα. Τὸ μεγαλύτερο ὣς δεκάξι-δεκαεφτὰ χρονῶν. Τὸ μικρότερο στὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας. Τὰ δύο ἀγοράκια, ἀφοῦ πῆραν τὴν εὐχή μου καὶ ζήτησαν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν πατέρα τους, βγῆκαν ἔξω στὴν αὐλὴ νὰ παίξουν. Ἡ μία ἀπὸ τὶς κόρες ἔψησε τὸν καφὲ καὶ τὸν ἔφερε σεβαστικά, νὰ πιοῦμε μὲ τὸν παπα-Μανώλη. Ἔπειτα εὐγενικὰ ἀποσύρθηκε στὸ διπλανὸ δωμάτιο. Ἡ ἄλλη, μικρότερη, ἔτρεχε πίσω ἀπὸ τὴ μαμά.

–Πάτερ Ἰωάννη, μοῦ λέει ὁ παπα-Μανώλης, ὅπως βλέπεις, φτώχεια μεγάλη ἔχουμε. Ἀλλὰ δόξα τῷ Θεῷ. Τίποτε δὲν μᾶς λείπει. Ὅλα μᾶς τὰ δίνει ὁ ἀγαθὸς Θεός. Μέρα-νύχτα Τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ Τὸν δοξάζουμε. Τί νὰ σοῦ πῶ; Ἐγώ, πάτερ μου, συγκινοῦμαι πολὺ μὲ τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι μας. Ἔχουμε τέτοια χαρὰ ἐδῶ μέσα, ἕνα γέμισμα νιώθουμε, δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὸ ἐξηγήσω.

–Ἡ χάρις εἶναι, πάτερ μου, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ δίνει αὐτὸ τὸ γέμισμα ποὺ λές.

–Ναί, πάτερ. Αὐτὸ εἶναι. Ὅπως τὸ εἶπες. Ἡ χάρις.

Μοῦ ’πε καὶ ἄλλα γιὰ τὴν ἱερατική του διακονία στὸ χωριό, μέχρι ποὺ ἔφτασε ἡ ὥρα γιὰ τὸ φαγητό. Ἡ πρεσβυτέρα φώναξε τὰ παιδιὰ καὶ ὅλοι βρεθήκαμε γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι.

Ἔμεινα ἐμβρόντητος. Στὸ τραπέζι ὑπῆρχε μία ψωμιέρα στὸ κέντρο μὲ μιὰ λειτουργιὰ* ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, καὶ στὸν καθένα μπροστὰ ἕνα πιάτο μ’ ἕνα κεφτεδάκι μέσα. Τὸ δικό μου πιάτο εἶχε δύο. Τίποτε ἄλλο. 

Τὸ μικρότερο ἀγόρι εἶπε τὸ «Πάτερ ἡμῶν»: «Τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον...». Ἐγὼ εὐλόγησα. Καθίσαμε.

Φάγαμε. Τί γεῦμα ἦταν ἐκεῖνο! Τί ἀπόλαυση! Δὲν μπορῶ νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου. Ἀπόλαυση. Χαρά! Χορτασμός. Χορτασμός; Ξέρεις τί χορτασμός; Σὰ νὰ εἶχα φάει διπλὴ μερίδα ἀπ’ ὅ,τι συνήθως τρῶμε. Κι ὄχι μόνο χορτασμός. Ἕνα... –πῶς νὰ σοῦ πῶ;– ἕνα γέμισμα! Αὐτό. Αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ π. Ἐμμανουὴλ πρίν. Γέμισμα. Εὐφροσύνη. Ἡδονή. Συγκίνηση. Πῶς νὰ σοῦ τὸ περιγράψω, δὲν ξέρω!

Ἔκανα τὴν εὐχαριστία στὸ τέλος. «Εὐλόγησον τὰ περισσεύματα τῆς παρούσης τραπέζης...» –λίγα ψίχουλα ἦταν– «καὶ πλήθυνον αὐτὰ ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ εἰς τὸν κόσμον σου ἅπαντα». Καὶ καθὼς τὰ παιδιὰ μὲ κοίταζαν ποὺ ἔλεγα τὴν προσευχή, τὰ μάτια τους εἶχαν μιὰ τέτοια λάμψη, ζωηράδα, χαρά... Τί νὰ σοῦ πῶ, παιδί μου. Ἕνα... γέμισμα!
Πηγή: περιοδικό Ο Σωτήρ, τεύχ. 2060, 1/2/2013, εκδ. αδελφότητας θεολόγων «Ο Σωτήρ», σελ. 71-72.

Η συμβολή των Κυπρίων στο Έπος του 1940

$
0
0
τού κ. Γιάννη Χατζηχαραλάμπους, Φιλολόγου
Η απόφαση της Ελλάδας να αμυνθεί κατά των στρατευμάτων του Άξονα του Χιτλερο-Φασισμού την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 στα ελληνοαλβανικά σύνορα προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό στους Κυπρίους. 
Ένα ρεύμα εθελοντισμού κατέκλυσε τις ψυχές τους και υπό την καθοδήγηση της Εθναρχούσας Εκκλησίας εκατοντάδες προσέτρεξαν για βοήθεια και προσφορά στο αγωνιζόμενο έθνος. «Εις ολόκληρον την Κύπρον επικρατεί αφάνταστος ενθουσιασμός αφ’ ης στιγμής ελήφθη ηείδησις ότι η Ελλάς απεφάσισε να αμυνθεί δια των όπλων εις την Ιταλικήν επίθεσιν. Εις ολόκληρον την νήσον υψώθησαν Ελληνικαί σημαίαι... Κατά πυκνάς μάζας προσέρχονται ευσταλείς Κύπριοι ζητούντες ν’ αποσταλούν εις την Ελλάδα όπως υπηρετήσουν εις τας τάξεις του Ελληνικού στρατού», μετέδιδε ο ανταποκριτής του αγγλικού πρακτορείου ειδήσεων Reuters στη Λευκωσία το 1940. Οι πρώτοι Κύπριοι στρατιώτες έφτασαν στον Πειραιά στις αρχές του 1941. 

Μέχρι και την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, υπολογίζεται ότι έφτασαν μέσω Αιγύπτου και Λιβύης πέραν των τεσσάρων χιλιάδων Κυπρίων του «Κυπριακού Συντάγματος». Όσοι από τους στρατιώτες δεν ήταν εξοπλισμένοι χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για τη διάνοιξη και επιδιόρθωση οδικών δικτύων και για την κατασκευή οχυρωμάτων στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία, καθώς και για τη μεταφορά εφοδίων και πυρομαχικών στις εμπόλεμες περιοχές. 

Εκτός βέβαια από τους εθελοντές που μετέβησαν στην Ελλάδα από την Κύπρο, Κύπριοι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας, από την πρώτη στιγμή παρουσιάστηκαν στην Αγγλική πρεσβεία και γνωστοποίησαν την πρόθεσή τους να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό. Τον Νοέμβριο του 1940 συστάθηκε στην Αθήνα ειδική Κυπριακή Επιτροπή για την αποστολή εθελοντών στον πόλεμο. 

Έτσι άρχισε η ομαδική έγγραφή με τη μορφή υπογραφής της διαβεβαίωσης ότι: «επιθυμώ και θέλω να υπηρετήσω την πατρίδα μου Ελλάδα ως εθελοντής». Η μεγαλύτερη ομάδα εθελοντών συγκεντρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1940 στα γραφεία της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας κι αφού έδωσαν τον όρκο του Έλληνα στρατιώτη παρακολούθησαν τη βασική εκπαίδευση, ώστε να καταταγούν στο ελληνικό στράτευμα. 

Στους εθελοντές αυτούς ο Μητροπολίτης Κυρηνείας Μακάριος, ο οποίος ήταν εξόριστος στην Ελλάδα, σε αποχαιρετιστήριο μήνυμα ανέφερε: «...η Κύπρος πυκνώνουσα και σήμερον, όπως εις κάθε στιγμήν της ζωής του Έθνους τας ελληνικάς ηρωϊκάς φάλαγγας, δεν συνεχίζει απλώς την ελληνικήν παράδοσιν του «αμύνεσθαι περί Πάτρης», αλλ’ ακολουθεί τον δρόμον της αιωνίας αυτής προσηλώσεως προς την αθάνατον Μητέραν.

Προστάτης υμών είναι την στιγμήν ταύτην και ολόκληρος ο κυπριακός λαός ο οποίος εθελουσίως επιστρατευθείς κατά χιλιάδας πολλάς εν Κύπρω δια να αγωνισθή υπέρ των αιωνίων ιδανικών του Έθνους, αναμένει εναγωνίως την μεταφοράν αυτού εις Ελλάδαν.». Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει για τους σαράντα, περίπου, Κύπριους φοιτητές, οι οποίοι έσπευσαν να βοηθήσουν τη δοκιμαζόμενη Ελλάδα. Γράφει χαρακτηριστικά ένας φοιτητής στον πατέρα του «...Έτσι κι εγώ μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητάς και επιστήμονας, κατετάχθημεν εθελονταί στον Ελληνικόν Στρατόν... και τώρα γυμναζόμαστε, για να μπορέσωμεν μετά δύο μήνες κι εμείς να προσφέρουμε κάτι στην αγαπημένην πατρίδα...». 

Μεταξύ άλλων στον μακρύ κατάλογο των πεσόντων στα αιματόβρεκτα μέτωπα της τιμής σημαντικές υπήρξαν οι φυσιογνωμίες του Ροδίωνα και Μιλτιάδη Γεωργιάδη και Ανδρέα Δρουσιώτη εκ Λεμεσού και πολλών γυναικών που υπηρετούσαν ως ασυρματίστριες, νοσοκόμες, αποθηκάριοι, μαγείρισσες και όπου αλλού υπήρχε άμεση ανάγκη παροχής βοήθειας. Πολλοί Κύπριοι, οι όποιοι παρέμειναν στην Ελλάδα στη διάρκεια της Γερμανό-Ιταλικής κατοχής, συνεργάστηκαν με τοπικές αντιστασιακές οργανώσεις εναντίον του κατακτητή.

Η αμέριστη Κυπριακή συμπαράσταση προς την Ελλάδα εκδηλώθηκε και στον οικονομικό τομέα. Η επιτυχία των εράνων οι όποιοι άρχισαν με υποκινητή τον Τοποτηρητή του Αρχιεπισκοπικού θρόνου Μητροπολίτη Πάφου Λεόντιο μετά την 28η Οκτωβρίου 1940 και συνεχίστηκαν σ’ ολόκληρη την περίοδο της Γερμανικής κατοχής ήταν αδιαμφισβήτητη. Συγκεντρώθηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, εκατοντάδες κιβώτια με τρόφιμα και είδη ρουχισμού και πολλοί Κύπριοι πρόσφεραν πολύτιμα προσωπικά αντικείμενα. Στις 15/1/1941 ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μετέδιδε: «Πληροφορούμεθα εκ Κύπρου ότι το ποσόν των εράνων... ανήλθε εις εβδομήντα χιλιάδες λίρες...». 

Ο Τοποτηρητής του Αρχιεπισκοπικού θρόνου, Μητροπολίτης Λεόντιος, συνέστησε επιτροπές εράνων και σε εγκύκλιό του στις 8/11/1940 ανέφερε τα εξής: «Προτρέπομεν υμάς... ίνα προσφέρητε. κυρίως με τους χρυσούς δακτυλίους αρραβώνας υμών και αργυρά κοσμήματα και αντικείμενα και χρυσά νομίσματα ή κωνσταντινάτα...». Αίσθηση προκάλεσαν η δωρεά τριών χιλιάδων λιρών από Κύπριο για αγορά αεροπλάνου καθώς και οι έρανοι που διεξήγαν καθηγητές και μαθητές του Παγκυπρίου Γυμνασίου και άλλων σχολείων. 

Από πρακτικά συνεδριάσεως του καθηγητικού συλλόγου του Παγκυπρίου Γυμνασίου μαθαίνουμε ότι: « Ο Καθηγητικός Σύλλογος του Παγκυπρίου Γυμνασίου συνελθών εις έκτακτον συνεδρίαν... δια τον Ιερόν Αγώνα της υπέρ της Ελευθερίας μαχομένης Ελλάδος... απεφάσισεν να δεχθεί χρηματικάς εισφοράς των μαθητών και μαθητριών... και προσφοράν των μαθητριών, προσφερομένων να πλέξωσιν αντρικά γάντια, φανέλες κ.τ.λ. ...».

Αξιόλογο φιλανθρωπικό έργο επιτέλεσε και η «Εστία Κυπρίων» της Αθήνας, η οποία ιδρύθηκε και στελεχώθηκε από οικογένειες Κυπρίων που ζούσαν εκεί και πρόσφεραν καθημερινά γεύματα σ’ όσους είχαν ανάγκη την περίοδο της κατοχής. Τέλος, έξι χιλιάδες περίπου πρόσφυγες από την Ελλάδα εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο στις αρχές του 1942 σε καταυλισμούς στο Ζύγι, τον Ξερό, το Μαυροβούνι και τη Σκουριώτισσα. Ένα πλήθος εθελοντών και μαρτυριών αποδεικνύουν την έμπρακτη υλική και πνευματική βοήθεια της Κύπρου στην Ελλάδα κατά της λαίλαπας του Ναζισμού και Φασισμού, παρόλο που και η ίδια η νήσος διένυε μία από τις δυσκολότερες περιόδους της Αγγλικής κατοχής.
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παράκληση. Διμηνιαία Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τεῦχος 68)

Η Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου (28 Οκτωβρίου)

$
0
0
Σήμερα η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του ζεύγους Τερεντίου και Νεονίλλης και των επτά παιδιών τους, της μάρτυρος Ευνίκης και του οσίου Διομήδους του Κυπρίου.
Επίσης, σήμερα εορτάζουμε εκ μεταθέσεως την Αγία Σκέπη της Υπεραγίας Θεοτόκου, η οποία μετατέθηκε από την 1η του μήνα στη σημερινή ημερομηνία, για να συμπίπτει με τη μεγάλη εθνική γιορτή της 28ης Οκτωβρίου. Ο λόγος της μετάθεσης προφανής, αφού, στη συνείδηση των Ελλήνων, η Παναγία είναι Αυτή που σε κάθε δύσκολη στιγμή και ιδίως κατά τη βάρβαρη επίθεση των Ιταλογερμανών το 1940, σκέπασε και βοήθησε τον φιλόχριστο στρατό και εν γένει το ελληνικό έθνος.

Το ιστορικό της εορτής της Αγίας Σκέπης, σχετίζεται με το μεγάλο θαύμα που πραγματοποιήθηκε στο ναό των Βλαχερνών στην Κωνσταντινούπολη, κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας της 1ης Οκτωβρίου, επί βασιλείας Λέοντος του Α΄. Ο Άγιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός και ο μαθητής του Επιφάνιος, που βρίσκονταν στο ναό, είδαν με τα μάτια τους και παρακολουθούσαν εκστατικοί για πολλή ώρα, την Υπεραγία Θεοτόκο να απλώνει την Αγία Σκέπη της, δηλαδή το ιερό της ωμοφόριο, που φυλασσόταν σε θήκη στο ιερό βήμα του συγκεκριμένου ναού, και να σκεπάζει το πλήθος των πιστών.

Σήμερα, μεταξύ των πανελλήνων που αγωνίστηκαν και θυσιάστηκαν στο ηρωικό έπος του ‘40 μνημονεύουμε και τους Κύπριους, οι οποίοι, παρά την τραχιά παλμεροκρατία που βίωναν, ένεκα των Οκτωβριανών του 1931, εντούτοις έκαναν τα πάντα για να βοηθήσουν τους Έλληνες αδελφούς.

Σε δύσκολους καιρούς για την πατρίδα μας, όπως είναι αυτοί που διανύουμε, η γιορτή της Αγίας Σκέπης της Παναγίας μας και η εθνική γιορτή του ηρωικού ΟΧΙ, εκπέμπουν η κάθε μια το δικό της ενθαρρυντικό μήνυμα στον καθένα μας. Πρόκειται για ένα ουσιαστικό προσκλητήριο σε αγώνα και περισσότερη σταθερότητα σε αρχές και αξίες.

Ας θυμόμαστε πως η Θεοτόκος είναι υπέρμαχος στρατηγός και εισακούει τις προσευχές αυτών που αγωνίζονται και αγαπούν τον Θεό, τον άνθρωπο, το καλό, το τίμιο και το δίκαιο. Και προστρέχει, σκέπει και σώζει όσους διεξάγουν τον αγώνα για του Χριστού την πίστη την Αγία και της πατρίδας την ελευθερία.

Η Θεία Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

$
0
0

ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ 

Τὸ πρωτότυπο κείμενο μὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονυσίου (+1998)
liturghia
Κάντε κλικ στην εικόνα.

Ειρηνικά ή Μεγάλη συναπτή

$
0
0
Μετά την έναρξη της Θείας Λειτουργίας με το «Ευλογημένη η Βασιλεία…», ο διάκονος ή ο ιερέας λέει τα ειρηνικά. Είναι δεήσεις που συναπτά, δηλαδή μαζεμένα, παρουσιάζονται στο Θεό και Πατέρα. 
Γι’ αυτό ονομάζονται και Μεγάλη συναπτή, αφού υπάρχει και η μικρή συναπτή, πού ναι σύντομη. Στη μεγάλη συναπτή παρακαλούμε το Θεό για την ειρήνη του κόσμου, για τους κληρικούς και τους λαϊκούς, για την καρποφορία της γης, για όσους ταξιδεύουν, τους αιχμαλώτους, τουςαρρώστους, για ν’ απαλλαγούμε από κάθε θλίψη, οργή, κίνδυνο και δύσκολη περίσταση. Και καταλήγει με την παρότρυνση να εμπιστευτούμε τους εαυτούς μας και ο ένας τον άλλο και όλη τη ζωή μας στο Χριστό το Θεό μας.

Η Θεία Λειτουργία δεν είναι η σύναξη των λίγων για τους λίγους. Είναι η σύναξη της Εκκλησίας, της από περάτων έως περάτων της οικουμένης. Μέσα εκεί χωρούν όλοι. Έχουν θέση οι πάντες. Ακόμη κι όσοι αγνοούν το μεγαλείο και τη γλυκύτητά της.

Οι συναγμένοι «επί τω αυτώ» πιστοί καλούνται να δεηθούν για όλο τον κόσμο. Για να γίνει ο κόσμος Εκκλησία. Να μεταμορφωθεί από την ασχήμια της αμαρτίας σε κόσμημα-στολίδι. Όπως τον έφτιαξε και τον θέλει ο «ωραίος κάλλει παρά πάντας τους βρωτούς», ο θεάνθρωπος Ιησούς.

Η δέηση των πιστών «υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας» εκφράζει την αγάπη τους. Γιατί χωρίς αγάπη δεν γνωρίζει κανείς το Θεό κι άρα δεν τον πιστεύει. «Η πίστη δεν είναι υπόθεση απλής διανοήσεως. Γι’ αυτό και δεν καλλιεργείται και δεν αυξάνει απλώς με την εξέταση, τη μελέτη». Είναι κυρίως τρόπος ζωής. Έτσι, μέσα στη Λειτουργία, ψηλαφώντας το ζωντανό Θεό, αγαπάς όλους, δίνεσαι σε όλους, χωρεί μέσα σου όλος ο κόσμος. Γίνεσαι ο ίδιος βρώση και πόση, για να ζήσει ο αδελφός.
Π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

Κυριακή Ζ'Λουκά - Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;

$
0
0
Το ερώτημα, αγαπητοί μου αδελφοί, που συχνά δεσπόζει ανάμεσα στους ανθρώπους που πιστεύουν είναι «πόσο δύσκολη ή αδύνατη είναι η θεραπεία της αμαρτίας στη ζωή της πίστης;».
Ενώ αναγνωρίζουμε την δύναμη που η πίστη έχει και την ελπίδα που μας προσφέρει, εντούτοις διαπιστώνουμε ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να απαλλαγούμε από την αίσθηση της ρυπαρότητάς μας έναντι του Θεού, από το ότι ο Θεός και το θέλημά Του δεν είναι προτεραιότητα στη
ζωή μας, ότι η πορεία μας, λιγότερο ή περισσότερο, στον κόσμο αυτό χαρακτηρίζεται από επιδράσεις του εκκοσμικευμένου πνεύματος, ότι ενώ μετανοούμε ενίοτε για τα σφάλματά μας, ξαναγυρίζουμε στα όσα έχουμε αποφασίσει να αφήσουμε κατά μέρος.

Ο Απόστολος Παύλος, απαντώντας σε ανάλογο προβληματισμό, θέτει αυτό το ερώτημα: «ει δε ζητούντες δικαιωθήναι εν Χριστώ ευρέθημεν και αυτοί αμαρτωλοί, άρα Χριστός αμαρτίας διάκονος; Μη γένοιτο» (Γαλ. 2, 17). 

Ωστόσο το ερώτημα παραμένει. Και δεν μένει μόνο στο ζήτημα της αμαρτίας. Έχει να κάνει με την εμμονή των ανθρώπων σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, οι οποίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση της προόδου, των εφευρέσεων, της οργάνωσης ενός πολιτισμού αληθινά αξιοθαύμαστου τεχνικά, αλλά και διανοητικά, προς όφελος των πολλών, τον εγκλωβισμό στη λογική του θανάτου, αλλά και στην αβεβαιότητα για όλους. Γιατί λοιπόν δεν τα καταφέρνουμε ηθικά και πνευματικά, με αποτέλεσμα η αποτυχία μας να μεταφέρεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας;

Δεν είναι εύκολες οι απαντήσεις. Πρωτίστως χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει πίστη. Έχουμε την εντύπωση πως η πίστη συνεπάγεται την αποδοχή ότι ένα πρόσωπο, μία ιδέα, μία πραγματικότητα είναι αληθινή. Η πίστη όμως αυτή περιορίζεται στο στοιχείο της διάνοιας ή χρησιμοποιεί ορισμένους κανόνες, τυπικά, διατάξεις με βάση τα οποία ο πιστεύων αισθάνεται ότι την τηρεί και την αποδεικνύει.

Για την Εκκλησία όμως η πίστη συνεπάγεται την σχέση προσώπων.

Πιστεύω σημαίνει γνωρίζω ποιος είναι αυτός στον οποίο απευθύνομαι, θέλω να έχω σχέση μαζί του, τον ζητώ να υπάρχει στην καθημερινότητα της ύπαρξής μου, μπορώ να μιλήσω μ’ αυτόν και γι’ αυτόν, όπως όχι απλώς κάποιος πιστεύει, αλλά όπως αυτός που αγαπά. Στην περίπτωση του Θεού, η πίστη μας δεν μπορεί να είναι μία θρησκευτική αποδοχή ή εμπιστοσύνη, αλλά η αφετηρία της κοινωνίας με το υπαρκτό πρόσωπο του Θεανθρώπου, το Οποίο αποδεικνύει την παρουσία Του στη ζωή μας πρώτα μέσα από το Σώμα και το Αίμα Του, το οποίο καλούμαστε να κοινωνούμε, αλλά και μέσα από την περιγραφή του τρόπου με τον οποίον ο Χριστός φανερώνεται στη ζωή μας, δηλαδή μέσα από την κοινωνία με τον συνάνθρωπο.

Στη συνέχεια, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει δικαίωση. Η συνηθισμένη εκδοχή συνεπάγεται την αναγνώριση από την πλευρά αυτού που πιστεύουμε ότι είναι το μέτρο και ο κανόνας των σκέψεων, των πράξεων, των επιθυμιών μας. Κατόπιν, η δικαίωση περνά μέσα από την κοινωνική ομάδα, το σύστημα, το σώμα στο οποίο ανήκουμε. Και η δικαίωση ικανοποιεί την ανάγκη μας για αποδοχή, για απόδοση αξίας στον εαυτό μας, για δόξα τελικά.

Στη σχέση μας όμως με το Χριστό δικαίωση σημαίνει την αναγνώριση από μέρους μας ότι ο Χριστός βλέπει σε εμάς το πρόσωπο που μπορεί να κοινωνήσει μαζί Του, το δημιούργημα και παιδί Του, στο οποίο η κοινωνία περνά από την σχέση πατρότητας και υιότητας στη σχέση της φιλίας και της αγάπης και ταυτόχρονα στην πορεία της σωτηρίας μας, δηλαδή της νίκης κατά του θανάτου και της δωρεάς της ενότητας ψυχής και σώματος στην προοπτική της ανάστασης.

Δεν δικαιωνόμαστε εκ των όποιων έργων, των χαρισμάτων ή των κατορθωμάτων μας, αλλά από την κοινωνία με το Χριστό που για το πρόσωπό μας σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Και αυτός είναι ο δρόμος και το χάρισμα της αγιότητας. 

Τέλος, χρειάζεται να ορίσουμε τι σημαίνει αμαρτία. Η συνηθισμένη εκδοχή κι εδώ ταυτίζει την αμαρτία με συγκεκριμένες πράξεις ή παραλείψεις που παραβιάζουν το θέλημα του Θεού και κάνουν τον άνθρωπο να αποτυγχάνει να ευχαριστήσει το Θεό που τόσα του έχει δώσει και του δίδει. Αυτός όμως ο ορισμός είναι ελλιπής, διότι εκ των πραγμάτων ουδείς αναμάρτητος. Αν ο άνθρωπος μπορούσε να πετύχει την αναμαρτησία από μόνος του, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός.

Μήπως όμως είμαστε καταδικασμένοι να πιστεύουμε σε έναν Θεό που θέλοντας να ομοιάσει με μας, σαρκούμενος δηλαδή, έγινε κι αυτός διάκονος της αμαρτίας; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δείχνει και τον τρόπο της λύτρωσης. Ο Χριστός δεν πειράχτηκε από την αμαρτία, προσλαμβάνοντας την ανθρώπινη φύση, αλλά υπέστη όλες τις συνέπειές της, την κακία, την απιστία, το βάρος, τον θάνατο, επάνω στο σταυρό.

Όλη η ανθρωπότητα, όχι μόνο όση προηγήθηκε ή όση ήταν εν ζωή εκείνη τη στιγμή, αλλά και η μετέπειτα, εναπέθεσε το βάρος της αμαρτωλότητάς της στο πρόσωπο του Χριστού και είδε το πλήρωμα της αμαρτίας να πεθαίνει μαζί με το Χριστό και να συνθάπτεται στον τάφο του θανάτου και με την ανάσταση πλέον να μην έχει καμία δύναμη επάνω στον άνθρωπο. Στο τσίμπημα της φτέρνας μας τελικά περιορίστηκε η δύναμη της αμαρτίας, διότι η κεφαλή της, αυτή δηλαδή που την καθορίζει και της δίνει ζωή συντρίφτηκε πάνω στο σταυρό. 

Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο δεν αποδεχόμαστε το Θεό όχι ως ιδέα, αλλά ως Πρόσωπο το οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε και να κοινωνήσουμε στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στην αγάπη προς την κάθε εικόνα Του, που είναι ο συνάνθρωπο. Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας όσο περιμένουμε ότι θα αποτελέσει για μας προσωπικό κατόρθωμα, χωρίς αυτό να συνεπάγεται την άρνηση του ασκητικού αγώνα και της έγνοιας για την τήρηση των εντολών του Χριστού.

Η αληθινή άσκηση όμως ξεκινά από την αγάπη προς το Πρόσωπο του Χριστού και την βεβαιότητα ότι αυτός πρώτος μας αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για μας. Και όταν μπορούμε ή θέλουμε να αγαπούμε, αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε την οδό της αγιότητας ως την μοναδική οδό χαράς και ελπίδας.

Είναι δύσκολη η θεραπεία της αμαρτίας, όταν νομίζουμε ότι ζούμε ακόμη στην εποχή που ο Χριστός δεν ήρθε και καθιστούμε το βάρος της δυσβάσταχτο. Ήδη θεραπεύθηκε η αμαρτία στο σταυρό και με την ανάσταση. Όσοι όμως αγωνιζόμαστε να ζήσει μέσα μας ο Χριστός γευόμαστε το τσίμπημά της στη φτέρνα της ύπαρξής μας, ως ανάμνηση ότι είμαστε πάντοτε ελεύθεροι να αφήσουμε το δηλητήριό της να μας διαποτίσει ή κοινωνώντας με το Χριστό να την αποδεχθούμε ως τον μικρότερο ή μεγαλύτερο σταυρό αυτής της ζωής, ως κίνητρο μετάνοιας, ταπείνωσης και εκζήτησης της θαλπωρής του.

Ο κόσμος λειτουργεί με βάση αυτό που φαίνεται. Και η αμαρτία φαντάζει αθεράπευτη. Δεν είναι όμως έτσι. Η ζωή της Εκκλησίας, η οδός της αγιότητας, η Ανάσταση ήδη την έχουν θεραπεύσει. Για όσους πιστεύουν στο Θεό ως Πρόσωπο, για όσους χαίρονται που κι εκείνοι είναι πρόσωπα που ο Χριστός θεωρεί ως φίλους Του, για όσους ο σταυρός και η ανάσταση είναι το κέντρο της ζωής τους, η συσσταύρωση με τον Κύριό μας αποτελεί την καλύτερη και ασφαλέστερη ένδειξη αυτής της θεραπείας. Κι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα τελικά της πίστης. 

Ας συνεχίσουμε την πορεία μας στον δύσκολο αυτό κόσμο, που διέγραψε το Θεό και στη θέση Του έβαλε την επιβίωση, την επιθυμία, την ακοινωνησία αναβαπτιζόμενοι στην σχέση με το Χριστό και τη ζωή της Εκκλησίας. Και ας αισιοδοξούμε. Η νίκη κατά της αμαρτίας θα διαφαίνεται και στη δική μας ζωή, στον τρόπο με τον οποίο αξιοποιούμε τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας, βοηθώντας μας κατά πάντα και δια πάντα. Και οι επιλογές μας θα μπορούν να βοηθήσουν και άλλους. Στον καθέναν μας άλλωστε βρίσκεται η ελπίδα για την αλλαγή και την μεταμόρφωση του κόσμου. Αμήν! 
Από το γραπτό κήρυγμα της Ιεράς Μητροπόλεως Κερκύρας
ΚΥΡΙΑΚΗ 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2017

Κυριακή Ζ’ Λουκά: Ομιλία για τη θυγατέρα του Αρχισυναγώγου και για την αιμορροούσα (Επισκόπου Θεοφάνους Κεραμέως)

$
0
0
Σήμερα το ιερό Ευαγγέλιο μας (Λουκ. η’ 41-56) περιέγραψε διπλή ιστορία θαυμάτων. Και μάλλον αυτό είναι το κατά πολύ πιο παραδοξότατο των μεγάλων θαυμάτων, από όσα προηγήθηκαν. Από το να θεραπευθεί ο κωφάλαλος, ή ο παράλυτος, ή ο τυφλός, ή ο μανιακός, είναι πιο θαυμαστό το να ξαναζήσει αυτός που πέθανε. 
Και τώρα θαυματουργεί ο Κύριος, κάνοντας αρχή από την ανάσταση της θυγατέρας του Ιαείρου και παίρνει αυτήν την παρθένο από τον θάνατο απαρχή (πρώτη λεία) και αρχίζοντας έτσι να αιχμαλωτίζει τον άδη, το κάνει αυτό περισσότερο στη συνέχεια, γιατί η είσοδος του θανάτου στον κόσμο έγινε από την παρθένο Εύα. Αλλά, ανοίγοντας το ιερό βιβλίο του Ευαγγελίου, ας ακούσουμε τα ίδια τα λόγια του: «Εκείνο τον καιρό, πλησίασε τον Ιησού κάποιος άνθρωπος που τον έλεγαν Ιάειρο και ήταν άρχοντας της Συναγωγής. Αυτός έπεσε στα πόδια του Ιησού και Τον παρακαλούσε να πάει στο σπίτι του, γιατί είχε μια μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, που ήταν ετοιμοθάνατη» (Λουκ. η’ 41-42). Αρχίζοντας την εξήγηση ας μου επιτραπεί να θαυμάσω, το πόσο πιο πριν οι εξ εθνών πιστεύοντας στον Χριστό ξεπέρασαν τους Ιουδαίους. Διότι εκείνος ο εκατόνταρχος, πιστεύοντας αυτό, θεωρούσε πως και απών ο Σωτήρας μπορεί να θεραπεύσει τον δούλο του μόνο με ένα λόγο, γι’ αυτό και έλεγε: «Ένα λόγο πες μόνο, και θα γιατρευθεί ο δούλος μου» (Λουκ. ζ’ 7). Ο εδώ, όμως, άρχοντας της Συναγωγής, ο Ιάειρος παρακαλεί τον Κύριο να μπει μέσα στο σπίτι, νομίζοντας πως δεν μπορεί με άλλον τρόπο να φέρει τη θεραπεία στην κόρη του. Ήταν η μικρή κόρη του Ιαείρου πολύ καλή, έχοντας αμόλυντο το άνθος της παρθενίας, και τηρούνταν άθικτο σαν σε κάλυκα λουλουδιού. Ο Ευαγγελιστής με λίγα λόγια περιέλαβε πολλά, υφαίνοντας στη διήγηση τον θρήνο: «Μοναχοκόρη, λέει, ήταν η θυγατέρα του» (Λουκ. η’ 42). Βλέπεις πόσο βαριά είναι η συμφορά; Διότι τι φανέρωνε μ’ αυτά; Αφού εκείνη πέθανε, δεν υπήρχε άλλο παιδί στο οποίο να προσβλέπουν οι γονείς, για να σταματήσουν το δάκρυ. Ήταν μονάκριβη η κόρη. Αλλά και λέγοντας ότι ήταν δωδεκάχρονη, αυτό φανερώνει το χαριτωμένο της ηλικίας. Τότε που τα κορίτσια σκέφτονται τον γάμο, και ωραίο γαμπρό και νυφικό δωμάτιο, και πολλές πάλι ερίζουν για την ομορφιά και στα φυσικά νειάτα προσθέτουν κάποια κομμωτικά στολίδια, για να εμφανισθούν ωραίες σε όσους τις βλέπουν. Ίσως κάπου σύχναζαν πολλοί μνηστήρες, και υπήρχε ανταγωνισμός σ’ αυτούς όχι χυδαίος, στο ποιος θα προτιμηθεί να γίνει ο άντρας της παρθένου. Και προξενήτρες, μπαίνοντας ή μία μετά την άλλη στο σπίτι και η καθεμιά πολυεπαινώντας άλλον γαμπρό, έκαμνε πιο γρήγορη τη φροντίδα. Όμως, τις ελπίδες για την κόρη τις διαδέχεται η αρρώστια, απειλώντας με το θάνατο που έρχεται σε λίγο. Σπεύδει, λοιπόν, ο πατέρας, καθώς από το πάθημα καίγονται τα σπλάχνα του, και με ζεστή καρδιά φέρνει τη δέηση στον Σωτήρα. Ο Χριστός, που ήρθε για τη σωτηρία του κόσμου, δέχεται την ικεσία. Και επανορθώνοντας με έργο την απιστία του αρχισυναγώγου, αργοπορεί στον δρόμο με τη θεραπεία της αιμορροούσας, σαν να επιτρέπει στο θάνατο να κρατήσει την κόρη και να γίνει το θαύμα πιο παράδοξο.

«Την ώρα που ο Ιησούς βάδιζε προς το σπίτι, τα πλήθη τον περιέβαλαν ασφυκτικά. Κάποια γυναίκα, που υπέφερε από αιμορραγία δώδεκα χρόνια και είχε ξοδέψει όλη της την περιουσία στους γιατρούς, χωρίς κανένας να μπορέσει να την κάνει καλά» (Λουκ. η’ 42-43). Και πρόσεξε, πόσο πλήθος Τον ακολουθούσε, ώστε να Τον πιέζουν, γιατί ήταν στενοί οι δρόμοι. Μεταξύ αυτών, ήταν και μια γυναίκα που έπασχε από συνεχή ροή του αίματός της, η οποία ξόδεψε την περιουσία της στους γιατρούς, χωρίς να βρει καμμιά θεραπεία. Διότι το πάθημά της ήταν στις ανθρώπινες αντιλήψεις, αθεράπευτο. Απορρίπτοντας τα πάντα, κάνει μια συνετή σκέψη να τρέξει εσπευσμένα προς τον άμισθο γιατρό, φέρνοντας μάλλον ως μεγάλο μισθό την πίστη. Διότι έλεγε, όπως αναφέρει άλλος Ευαγγελιστής, ότι «και μόνο να αγγίξω τα ρούχα Του θα σωθώ» (Μτθ. θ’ 21, Μάρκ. ε’ 28). Αλλά για ποιο λόγο δεν προσέρχεται φανερά όπως η Χαναναία (Ματθ. ιε’ 22) και η συγκύπτουσα (Λουκ. ιγ’11); Αυτή ήταν επιφανής και γνωστή σε όλους και, στον νόμο, ήταν ακάθαρτη όποια είχε ροή αίματος, και δεν της επιτρεπόταν να αγγίζει κάποιο ιερό. Διότι λέει ο νόμος: «Αν μια γυναίκα έχει αιμορραγία για πολλές ημέρες, πέρα από τον χρόνο της περιόδου της, αυτή θα είναι ακάθαρτη όλον τον καιρό που τρέχει το αίμα και όποιος την αγγίξει θα είναι ακάθαρτος» (Λευ. ιε’ 25, 27). Επειδή, λοιπόν, φοβόταν να αγγίξει τα αμόλυντα πόδια του Χριστού και συγχρόνως θέλοντας να κρύψει αυτά που οι συνετές γυναίκες ντρέπονται να τα φανερώνουν, επινοεί να κλέψει τη σωτηρία.

«Πήγε πίσω από τον Ιησού, άγγιξε την άκρη στο ρούχο Του, και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της» (Λουκ. η’ 14). Ω τι μεγάλο θαύμα! Ο Κύριος εμφανίζει ένα καινούργιο είδος θαυματουργίας, χωρίς να αγγίξει την άρρωστη, ούτε να θεραπεύσει την κακοπάθεια με λόγο, αλλά στην πίστη ανταπέδωσε το έλεος. Η γυναίκα ήρθε με πίστη και δεν αστόχησε στην ελπίδα της. Πόσο, αλήθεια, καλό είναι η πίστη, ώστε να έχει τη δύναμη να ετοιμάζει σ’ εμάς τη χάρη που δίνει ο Θεός. Το να έχουμε, όμως, αμφιβολίες είναι επιζήμιο. Διότι, αν ήταν ιερό το κράσπεδο του αμόλυντου χιτώνα και ιερότατο, επειδή εφαπτόταν στη σάρκα του Θεού, αλλ’ όμως η πίστη προκάλεσε τη χάρη. Διότι άγγιξαν και οι στρατιώτες τα ρούχα του Κυρίου κατά τον καιρό του πάθους, μοιράζοντάς τα με κλήρο, αλλά δεν έγινε ωφέλιμο αυτό το άγγιγμα. Ποιο αναλυτικά ο ιερός Μάρκος εξηγεί το γεγονός: «Αισθάνθηκε, λέει, στο σώμα της ότι θεραπεύθηκε από τη μάστιγμα της αρρώστιας» (Μαρκ. ε’ 29). Αυτό τι φανερώνει; Πως οι κακώσεις του σώματος, σαν κάποιες μάστιγες, έρχονται ως επί το πλείστον στις ψυχές που ατακτούν. Και ότι αυτά είναι αληθινά θα το δείξει ο λόγος δίχως κόπο. Στον θεραπευθέντα, λοιπόν, που ήταν στην πενταπλή στοά του Σολομώντα, έτσι είπε ο Χριστός: «Βλέπεις, έχεις γίνει καλά. Από εδώ και πέρα μην αμαρτάνεις, για να μην πάθεις τίποτε χειρότερο» (Ιω. ε’ 14). Και για όσους με ανεξέταστη συνείδηση δέχονται τη θεία μετάληψη, λέει ο Απόστολος, «γι’ αυτό έχετε μεταξύ σας πολλούς ελαφρά και βαριά αρρώστους, καθώς και αρκετούς θανάτους» (Α’ Κορ. ια’ 30).

«Τότε ο Ιησούς είπε: “Ποιος με άγγιξε“; Ενώ όλοι αρνούνταν, ο Πέτρος και όσοι ήταν μαζί του έλεγαν: «Διδάσκαλε, οι όχλοι έχουν στριμωχτεί κοντά Σου και Σε πιέζουν, και Εσύ λες ποιος με άγγιξε;» (Λουκ. η’ 45). Δεν ξέφυγε από Αυτόν που εξετάζει τις σκέψεις και τις επιθυμίες η επαινουμένη κλοπή της γυναίκας, ούτε, βέβαια, την καλύπτει με σιωπή. Πώς, όμως, θεραπεύοντας άλλους, τους έστελνε στο σπίτι τους προτρέποντάς τους να κρατούν μυστική τη θεραπεία και να μη μιλούν γι’ αυτήν, εδώ όμως, και φανερώνει το γεγονός; Πολύ ορθά το κάνει αυτό, διότι συγχρόνως δείχνει στη γυναίκα πως δεν του ξέφυγε το ότι της χορήγησε τη θεραπεία, και πάλι φανερώνει τα όσα ακολουθούν την ολόθερμη πίστη της. Αλλά πρόσεξε και το ότι οι μαθητές δεν είναι τέλειοι. Διότι ο Κύριος τους ρώτησε: Ποιος με πλησίασε και με άγγιξε με πίστη; Και αυτοί το τοποθέτησαν στο αισθητό άγγιγμα. Και τι σημαίνει το «ένιωσα να βγαίνει από εμένα δύναμη»;(Λουκ. η’ 46). Μήπως έγινε κάποια ελάττωση της δύναμής Του που διασκορπίστηκε στους θεραπευμένους; Άπαγε! Διότι, όπως ακριβώς από μια λαμπάδα, κι αν ακόμη ανάψεις μύριες άλλες, αυτή μένει και ολόκληρη και μεταφέρει σε όλες τη φλόγα, έτσι και η ασταμάτητη δύναμη του Θεού, χορηγώντας σε όλους τη χάρη των θεραπειών, παραμένει ολόκληρη. Και αν ακόμη θέλεις, όπως οι επιστήμες που μεταδίδονται στους διδασκομένους από τους διδασκάλους παραμένουν ολόκληρες, έτσι και η χάρη του Θεού μοιραζόμενη σε όσους τη δέχονται, δεν μειώνεται ούτε για το παραμικρό.

«Μόλις η γυναίκα είδε ότι δεν ξέφυγε την προσοχή Του, ήρθε τρέμοντας και έπεσε στα πόδια Του και μπροστά σε όλον τον κόσμο του είπε για ποια αιτία Τον άγγιξε και ότι είχε γιατρευθεί αμέσως» (Λουκ. η’ 47). Η γυναίκα, λοιπόν, λέει, δειλιάζοντας και τρέμοντας, μήπως δεν έγινε για καλό αυτή η κλοπή, πέφτει στα πόδια Του και ομολογεί το απόρρητο. Ο Κύριος, όμως, επαινεί την πίστη της και την ονομάζει θυγατέρα, αφού έγινε οικεία Του με την πίστη. Πόσο μακαρία, αλήθεια, η θαυμάσια αυτή γυναίκα, αφού και χωρίς κόπο απόλαυσε την υγεία και μπήκε στη συγγένεια του Θεού, αφού ονομάστηκε θυγατέρα του Ιησού. Και είναι μακαρία και η ψυχή της, που ακολουθούσε πίσω από τον Ιησού, και άγγιξε το κράσπεδό Του, διδάσκοντας με την ιστορία του Πνεύματος, πως όσο κανείς βαδίζει πίσω από τον Ιησού με την όσο το δυνατόν στον άνθρωπο μίμηση και προσέγγιση, με την αρετή στον Θεό, έφτασε να αγγίξει μόνο το κράσπεδο, διότι η αρετή είναι άπειρη και αόριστη. «Ενώ ο Iησούς ακόμη μιλούσε, ήρθε κάποιος από το σπίτι του αρχισυναγώγου και του λέει: “Η κόρη σου πέθανε. Μην ενοχλείς πια τον Διδάσκαλο”» (Λουκ. η’ 49). Τόσο μεγάλη έγινε η καθυστέρηση κατά την οδοιπορία, που ο θάνατος υπερισχύει στο κοριτσάκι και απαγγέλλεται στον πατέρα της να μη δώσει ανώφελο κόπο στον Διδάσκαλο. Διότι νομίζουν πως μέχρι τότε είχε τη δύναμη να ενεργήσει, μέχρι που η ψυχή βρισκόταν μαζί με το σώμα. Έτσι φαίνεται πως πίστευε και η Μάρθα από όσα είπε: «Κύριε, αν ήσουν έδώ, δεν θα πέθαινε ο άδελφός μου» (Ιω. ια’ 21). Έτσι, θεωρούνταν πως ήταν πολύ δύσκολο το να ξαναζήσει νεκρός. Τι, όμως, είπε ο Σωτήρας προς τον πατέρα; «Εσύ μη φοβάσαι, μόνο πίστευε και θα σωθεί» (Λουκ. η’ 50). Ίσως του υπενθυμίζει το θαύμα που προηγήθηκε, πως κατορθώθηκε με μόνη την πίστη. Η νεαρή, λοιπόν, πέθανε, και όσοι ήταν στο σπίτι έκλαιγαν, όπως ήταν φυσικό, και θρηνολογούσαν, και υπήρχε συνεχής ανάμικτος θόρυβος, συρροή συγγενών, θρήνος υπηρετών, γοερός θρήνος γυναικών, οδυρμός ανδρών, όλα ανάμικτα με θρήνους και δάκρυα. Και για ποιο λόγο ο Κύριος τους άλλους τους βγάζει έξω από το σπίτι και βάζει μέσα τους γονείς της κόρης και τους τρεις μαθητές; Για να μη νομίσει κανείς, ότι με τον θόρυβο όσων θρηνούσαν επέστρεψε η κόρη, ή και ότι δεν είχε πεθάνει. Αυτούς, λοιπόν, που θορυβούσαν τους έβγαλε έξω και βάζει μέσα μόνους μάρτυρες από τους μαθητές την κορυφή των ακολούθων Του και από το πλήθος τους γονείς της μικρής κόρης.

«Ο Ιησούς τους είπε: “Μην κλαίτε, δεν πέθανε, αλλά κοιμάται”» (Λουκ. η’ 52). Και Τον κορόϊδευαν γνωρίζοντας ότι πέθανε. Λέει «κοιμάται, δεν πέθανε» γιατί γνωρίζει καλά την ανάστασή της που θα συμβεί σε λίγο. Συγχρόνως δείχνει ότι είναι ύπνος ο φημολογούμενος από εμάς θάνατος. Πιάνει, λοιπόν, το χέρι της κόρης και με εξουσιαστικό λόγο, σαν από ύπνο, σηκώνει και φέρνει πάλι στη ζωή το κοριτσάκι. Πιάνει, βέβαια, το χέρι της δείχνοντας πως η θεία και αμόλυντη σάρκα Του που δημιουργήθηκε από αυτήν την ένωση, πήρε τη δόξα της θεότητας και παρείχε ζωή. Τα όσα αναφέρει η ιστορία εδώ τελείωσαν, εμπρός λοιπόν, να εξετάσουμε και τα όσα αυτά σημαίνουν. Η διπλή αφήγηση αυτής της ιστορίας ήταν η προτύπωση της Συναγωγής και της εξ εθνών Εκκλησίας. Διότι ο Κύριος ήρθε πρώτα, βέβαια, στη θυγατέρα του αρχισυναγώγου, όμως προηγήθηκε κατά την πορεία η θεραπεία της αιμορροούσας, δείχνοντας νομίζω με το γεγονός αυτό, ότι έγινε κυρίως άνθρωπος όχι πρώτα για τα έθνη, αλλά για τον Ισραήλ, όπως είπε ο Ίδιος: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες» (Ματθ. ιε’ 24). Και επειδή έδειξε απιστία ο Ισραήλ, η σωτηρία έρχεται στα έθνη που ακολουθούν το κήρυγμα, και αγγίζουν τη φωνή και τη διδασκαλία του Ευαγγελίου, σαν να είναι τα ιμάτια του Κυρίου. Και έτσι έγινε σταμάτημα της τρεχούμενης και βαθυκόκκινης αμαρτίας, που με τη ροή των αιμάτων των θυσιών ετοίμαζαν τους ανθρώπους να λατρεύουν τους δαίμονες. Αλλά και εκείνο, βέβαια, είναι ακόλουθο στην αφήγηση, το να ξοδέψει στους γιατρούς τα πάντα η ασθενής και να μην ωφεληθεί καθόλου. Επειδή η φύση των ανθρώπων ήταν δεσμευμένη στην αρρώστια της ασέβειας, αφού ξόδεψε όλη τη φυσική δύναμη που είχε από τους σοφούς του κόσμου, δεν απαλλάχθηκε καθόλου από τη δεισιδαιμονία. Και βλέποντας τον ίδιο χρόνο και της ζωής της μικρής κόρης και της ασθένειας της γυναίκας που μετριέται σε δώδεκα χρόνια, δεν παραξενευόμαστε αποβλέποντας στο εξής: Όσο χρόνο ζούσε η Συναγωγή, την Εκκλησία των εθνών την κρατούσε η αρρώστια της αμαρτίας. Όταν η πρώτη απομακρύνεται από τον Εμμανουήλ και πεθαίνει στην απιστία, η δεύτερη λύνεται από το νόσημα. Αλλά και ο αριθμός των ετών δηλώνει την αίσθηση και τον χρόνο, στα οποία κατακρατούσε τη φύση, το νόσημα της ασεβείας. Διότι ο χρόνος είναι εβδομαδικός και οι αισθήσεις πέντε. Και εάν πάλι και μετά τη θεραπεία της αιμορροούσας ανασταίνεται η πεθαμένη, ούτε αυτό είναι ακόλουθο στη διατύπωση των όσων εξετάζονται. Διότι «θα σωθεί μόνο ένα μικρό υπόλοιπο» (Ησ. ι’ 23, Ρωμ. θ’ 27), σύμφωνα με τον Απόστολο «ωσότου να δεχτούν όλοι οι άλλοι λαοί τη σωτηρία» (Ρωμ. ια’ 15). Αλλά γιατί να μιλώ για την πρόσκληση των εθνών και να προχωρώ στο Ισραηλιτικό υπόλοιπο; Και περιγράφοντας τα έξω, δεν βλέπω τον εαυτό μου να ζωγραφίζεται στη διήγηση; Εμπρός, λοιπόν, σαν σε καθρέφτη, να δούμε με προσοχή στην ιστορία, για να βρούμε ο καθένας την αθλιότητα της ψυχής του. Διότι αυτή η ψυχή και αιμοροούσα είναι και κόρη. Είναι σαν αιμορροούσα, διότι τη δύναμη που της δόθηκε, για να παράγει ευσεβή λόγια και αγαθές πράξεις, την έσυρε με κακό τρόπο στη ρευστή ύλη των παθών και την έκανε άγονη στην αρετή και κυοφόρησε μόνο ανεξίτηλη την ακαθαρσία της αμαρτίας. Σαν κόρη, πάλι, είναι η ίδια ψυχή, γιατί έχει παρθενία και καθαρότητα και την ομοιότητα προς το ακέραιο αγαθό, όντας τέλεια προς τον αγνό γάμο και την ένωση με τον νοητό Νυμφίο. Αυτήν με την απόκλισή της προς την κακία, έπεσε στο κρεββάτι στην οικία του σώματος, έχοντας πυρετό με την αρρώστια των αμαρτωλών. Και επειδή επικράτησε το κακό, αποστερήθηκε τη ζωή της αρετής. Ποια είναι, λοιπόν, η ελπίδα της σωτηρίας ; Ας θρηνεί ο νους, όπως ο πατέρας της κόρης, ας πονά μαζί η αίσθηση που είναι συγκάτοικος του νου, ώστε να την αναστήσει ο γιατρός των ψυχών από την πτώση της και θα χαρούν γι’ αυτό οι ουράνιες στρατιές, «διότι θα γίνει χαρά στον ουρανό για τη μετάνοια ενός αμαρτωλού» (Λουκ. ιε’ 7) που επιστρέφει στον Θεό. Σ’ Αυτόν ανήκει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους ατέλειωτους αιώνες. Αμήν. (PG 132, 281-292)
(Πηγή: Από το βιβλίο “Δεκατρείς Πατερικές Ομιλίες. Από την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού στα Εισόδια της Θεοτόκου”, Μετάφραση: Γεώργιος Μαυρομάτης, Καλύβη Κοιμήσεως Θεοτόκου Ιεράς Σκήτης Κουτλουμουσίου)

Ο Άγιος του Αιώνα μας - Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς

$
0
0
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο Άγιος του Αιώνα μας - Όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς», του Σώτου Χονδρόπουλου. 
Διαβάζει η Αντωνία Αρκουμάνη.

Saint Feofil of the Kiev Caves, the Fool for Christ (+1853)

$
0
0
In October 1788, twin boys were born to Andrei and Evfrosiniya Gorenkovsky in the town of Makhnovo near Kyiv. The oldest of them was named Foma and the younger was named Kalliniky.
St. Feofil of the Kiev Caves (Feast Day - October 28)
From his infancy, Foma began to display unusual characteristics and naturally his parents became concerned. He would regularly refuse to drink his mother’s milk and was distant when it came to playful interaction with her.
Evfrosiniya began to take this rejection from her son personally and her heart hardened toward him. She thought that he was possessed by a demon and one day devised a plan to destroy him once and for all. Evfrosiniya called her servant and secretly confided in her, telling her to take Foma to the river at the crack of dawn, and throw him in it. The servant begged and pleaded with Evfrosiniya not to make her do such an unthinkable act, but Evfrosiniya’s heart was completely hard and the servant’s pleas fell on deaf ears. In the end, the servant submitted to her.

Early one morning, the servant took Foma in her arms and went down to the river. Making the sign of the cross, she dropped Foma in the water. She was not prepared for what would happen next. Foma came up to the surface of the water, floated peacefully to the opposite bank and was cast onto dry land. God had clearly saved the child from drowning. She couldn’t believe what she had just witnessed and quickly crossed the river picking Foma up in her arms. The child was sound asleep. Fearing the wrath of Evfrosiniya, she decided to quickly put an end to the task at hand and without thinking; she threw Foma in the river again. Again she witnessed God’s providence in the life of Foma as the waves carried the child to a small island in the river and cast him, once more, onto dry land.

Terrified by such an undeniable miracle, she took the child in her arms and returned to Evfrosiniya saying; “You can kill me if you want to, but I will not drown an innocent child! God Himself, by a miracle, is saving his life and we will suffer for our cruel murder!” Again her words fell on deaf ears and determined to rid herself of Foma for good; Evfrosiniya took the baby from the frightened servant girl and set out for the river.

On her way down to the river, she came to a mill that was near their house. Since it was still early with no one around, Evfrosiniya walked up to it, found a good place and threw Foma to crush him under the wheel itself. Thinking she had accomplished her mission, she began to walk away peacefully when suddenly the millstone stopped! The pressure of the water caused a tremendous roar and Evfrosiniya fled with fear. When the miller heard the uproar he ran outside to see what all the commotion was. The wheels shook violently from the tremendous amount of pressure of the water pouring into them. The miller came out and saw the baby floating in the whirlpool caused by the rushing water and as soon as he removed the child from the water, the wheels began to turn again.

The servant had followed Evfrosiniya to the mill and when she saw this third miracle, she began to weep bitterly. She came to the miller and told him everything she had seen. Fearing the fate of the child in the hands of such a cruel and heartless mother, the miller returned Foma to his father, Andrei. The heart broken father wanted the best for his son and decided to put Foma in the care of a wet nurse. The wet nurse proved to be a good woman. She cared for Foma as if he were her own son and gave daily reports to the father. Several months had passed and Foma’s father began to feel that his time on earth was drawing to a close. Concerned for the well-being of Foma, he spoke with the good miller and asked him to care for the child.

The miller was happy o care for Foma, seeing it as a blessing from God. When the story of these miracles spread across the region a wealthy peasant from the town of Makhnovo begged the miller to let him care for the child. “I have no children and I need an heir to all I posses” pleaded the wealthy peasant. The miller, wanting Foma to have the happiness of living under the shelter of a wealthy man, gave him over to the care of the peasant who cared for him and provided for his every need.
Foma grew up a foster child as he was moved from one place to another, never really able to get too comfortable in any one place. Foma was beginning to take up the cross of Him Who, during His life on earth, did not have a place to lay his head. Even as a child, he wasn’t interested in the same things as other children of his age group. Most of the time, instead of playing, he would go sit by himself somewhere as if in deep meditation. From an early age he began praying and fasting. He would pray for God to soften his mother’s heart toward him. He loved God’s Church dearly and would never miss a single service. People began to notice that Foma was definitely an extraordinary and special child.

One day Foma learned that his mother had been struck with a terminal illness and in pity for her he decided to visit her. Foma’s prayers for his mother were answered by God because her heart had become tender toward him and sobbing bitterly, she begged his forgiveness. She pressed him tightly against her maternal breast and making the sign of the cross upon him, she gave her spirit up to the Lord. Foma closed her eyes with his own hands and handed over the body of his mother for burial.

Foma learned to read and write and excelled in his studies, however, when the time came, he had no interest in continuing on in higher education. Foma spent more and more time at church choosing to gain a different type of wisdom than the world was offering. He began to think about the monastic life and sought to enter a monastery.

In 1812, Foma entered the Kyiv Bratsky Monastery as a novice. There he fulfilled various obediences including mixing dough and baking bread. He also cooked in the kitchen and helped out in the hospital as an assistant. He would eventually become the sacristan and bell-ringer. The Abbot of the monastery took notice that Foma had tremendous fervor for spiritual podvigs (struggles) and tonsured him a monk on December 11, 1821. At the time of his tonsure, Foma was re-named Feodorit.

Less than a year later on September 30, 1822 Feodorit was elevated to the rank of Hierodeacon (deacon-monk). According to his new position, he began to receive a small income, but he increased his fasting and gave all of his money to the needy. “What is it to me, this flesh and blood, which one day will turn to dust,” Feodorit would say and then would redouble his fasting. He became a servant to everyone around him, even fulfilling the obediences of those in the lowest order becoming like a bought slave.

On February 6, 1827 Feodorit was ordained Hieromonk (priest-monk) and simultaneously appointed steward of the Bratsky Monastery. This was a great honor and the position was desires by many. It was also a very solicitous position, however, and Feodorit immediately requested to be removed from the stewardship and refused all obediences. He asked to be moved to the caves so that he could focus only on prayer and fasting, but was denied his request. After this, he sought an even deeper asceticism and took upon himself the great podvig of “fool-for-Christ’s sake.” His spiritual strength increased daily and having achieved the highest podvig of monastic life, he was tonsured with the great schema on December 9, 1834 and was re-named Feofil. The great schema is an image of bodily death and a struggling upward to ascend into eternity.
Starets Feofil walked a very narrow and sorrowful path so that he could be free from the everyday passions of the world. He was always seen with his eyes lowered to the ground, walking peacefully from his cell to the Church. From the time he was young, he never missed a single service. Feofil was always seen with a basket full of provisions for the needy and a spiritual Psalter. He placed a coffin in his cell, but he didn’t lie in it as would the ancient ascetics of piety. Instead he filled it with various provisions and dishes to be given away to those in need.

Even though God saw his righteousness, Feofil was so dead to this world that even the monks in his Lavra thought his otherworldly behavior was odd. He never buttoned his monastic robe and always left it dirty and stained with dough and oil from cooking. He would sometimes run into the Church and push people aside, and falling to his knees he would pray very loudly, then get up and run out of the Church again. When it was Feofil’s turn to read the Psalter in the Church, he would read that so that nobody could hear him and the monks would remark to him, “Read more loudly Father.” Then the Starets would read even quieter, sometimes shutting the book and leaving the other monks at the kliros in confusion. Feofil would often go and kneel upon a large tree stump for whole days, constantly bewailing the corruption of the times and praying for the forgiveness of the sinful world. The more Feofil’s spirit was purified in his struggles, the more slovenly he was dressed. The more he became like an angel, the more dead to this world and even to his Lavra he became.

Feofil’s behavior was so set apart from the world that the monks who thought he was odd would even play jokes on him. Once while in the Church, the Saint left his beloved Psalter, which he had memorized, and went outside to pray and walk through the graveyard during the service. Seeing this, one of the monks decided to play a cruel trick on the Starets and hide his Psalter from him. When Feofil came back in the Church, he did not even walk back to where he had left the Psalter, but walked right up to the monk who had hidden it in his pocket and said to him, “Oh elder, elder. You must die tomorrow and you play evil tricks today. Woe unto you.” As the Saint had said, so it happened and the elderly monk died the next morning.

God saw Feofil’s heart and illumined him with heavenly wisdom and discernment. He was able to accurately predict events of the visible world as well as the secret things in people’s hearts. With this gift he was able to lead countless people to repentance and reconciliation with the Savior. In fact, at the hour of his death, when it was time to give his spirit up to the Lord, he called for a box to be placed in and sent one of his cell-mates to the Superior of the hermitage to inform him that “Feofil has demised; toll the bell.” At the moment of Blessed Feofil’s repose one of his cell mates named Dimitry witnessed the roof of the cell rise up and the blue sky reaching down as if to receive the holy soul of the dying Righteous One. Blessed Feofil yielded his spirit up to the Lord and instantly, the room returned to normal.

When the news of Blessed Feofil’s repose spread, it brought great crowds to the Kitayevskaya Hermitage. People just wanting to see or touch the blessed one one last time came from all over the region. The starets’ (elder’s) coffin was completely covered with candles on all sides by his numerous followers.

Blessed Feofil performed numerous miracles during his life and continues to perform miracles to this day. There are so many, in fact, that one could probably write a book just on the miracles performed by God through blessed Feofil.

MIRACLES

I

Ivan Katkov (the butcher from Podol who had brought the horse to Feofil at the Bratsky Monastery) came to the Starets for confession and while telling the Blessed One about his affairs, he mentioned that he acquired a young bull of a very unstable nature.

“I bought a bullock, Batiushka. I had planned to keep it myself but I don’t know what to do with it. The brute has become stupid and gores at everyone with its horns. I suppose I shall have to butcher it, sorry as I am about it.”

“Then give it to me,” said the Starets (Elder).

“To you? God have mercy, why it’s impossible even to approach him! Several people have already been crippled by him.”

“Never mind, we will teach him humility.”

“But how can I…”

“Very simple. Go up to him and say, ‘Look here, little bull! From now on you are no longer mine, but Father Feofil’s. Prepare to visit him’.”

The butcher did exactly as he was told. Upon returning home, he walked up to the bullock and repeated the words of the Starets, and the bullock, which had been snorting and pawing the ground, became as meek as a lamb. It began to quietly caress and lick the man’s hands. Then a worker slipped a rope over his horns and by dusk the young bull had been settled with Father Feofil at the Kitayevskaya Hermitage.

Now that he had the little bull, the Blessed One built a small cart with a little sailcloth hood set up on hoops in the rear of it. The Starets would travel to the city in this contraption. He never sat in front of the cart, but always in the rear with his back to the bull. He had placed a small analoy under this hood and he would falI on his knees and read his beloved Psalter as he journeyed. But here is what was so astonishing. The bullock had neither harness nor reins, but only a yoke. The bull went precisely where its master wanted to go without any command, directions, guiding or prodding whatsoever, whether it was to Podol, the Lavra or the Bratsky Monastery. It is said that the bullock even went around stones, ruts, and ditches in order not to jog the Blessed One from his reading.

II

One of the Metropolitan’s singer’s, Nikolai, had such overwhelming passions of the flesh that he was considered possessed since they did not leave his mind day or night. One day in spring, while taking a stroll in the woods, he met Starets Feofil. Hoping to avoid any conversation that might lead to a discussion of his affliction, he tried to turn aside.

“Haloo, Nikolai, wait up,” the Blessed One called out to him.

“Where are you going? Come here to me. We will delight in lascivious thoughts together.”

Nikolai felt that he had been accused and wept sorrowfully before the Starets.

“Well, that’s nothing. The Lord is merciful,” the Starets said to him in consolation. “Let’s go and pray to Him.”

He knelt and began to pray. In- half an hour he rose and, with a tender face, turned to the sufferer saying:

“Well, go. Lascivious thoughts will no longer disturb you.”

Immediately after this the youth was healed of his ailment and his body was no longer consumed with lascivious passions.

III

The Blessed One was walking along the shore of the Dnieper to the Lavra. His cellmate, Panteleimon, was with him, and it was about two hours before the church bells begin to ring. Coming to the place where the Lavra caves dominate the hill, the Starets saw a boat tied on the shore of the Dnieper and said:

“Do you know what I’ve thought of, Panteleimon?”

“What is that, Batiushka?”

“Let us both go over to the other side of the Dnieper. No one over there is praying to God, so we’ll pray for everyone and then read the holy Psalter.”

“As you wish, Batiushka.”

The two came up to the shore and the Blessed One untied the boat which was without an oar, then told Panteleimon to sit down in it-

“But how will we go?” the cellmate asked him in bewilderment. “There is no oar, Batiushka. I will run for an oar; there is a guard house nearby.”

“No need. Sit down, I tell you.”

“But what about the oar? Or will we use our hands?’

“What do you, need an oar for, you simpleton?”

“To move ahead in the water. To steer the boat.”

“Sit down! Sit down! The Lord directs the whole world and He will direct our little shell.”

Panteleimon sat down and watched to see what would happen next. The Blessed One pushed the little boat away from the shore, seated himself in the stern and opened his Psalter.

“Bless, O Lord!” he said and immersed himself in his reading.

And what a miracle! The boat peacefully went ahead by itself. Panteleimon sat amazed and breathless. He could not utter a single word. The ripples of the river rocked the frail vessel. The sun was warmly shining and a gentle breeze was blowing. The distance to the opposite shore grew less.

Suddenly, something flashed before the eyes of the cell-mate. From the water leapt several gold fish and, landing in the bottom of the boat, they began to play about, their scales brightly sparkling in the sun. Panteleimon glanced at the Blessed Starets in utter bewilderment.

“Silence! Be quiet!” the Blessed One said. “These are God’s angels. The Lord has sent them for our consolation.”

Panteleimon entered an indescribable rapture and sat staring at the fish. As the boat began to near the shore, the fish leapt over the side and disappeared into the depths.

On the return trip, the very same thing occurred.

“Guard your lips,” said the Starets to his cell-mate as they left the banks of the Dnieper, “and place a barrier to your mouth. See that you do not tell anyone about what you saw until after I die.”

Panteleimon kept all this in great secret until the repose of the Blessed Starets and only after his repose did he begin to tell about this miracle to many of the Lavra brothers.

IV

One day in May of 1853, about six months before his death, the Blessed One said to his cellmate:

“Panteleimon! Let us go into the woods and pray to God.”

As they walked, the Starets read the Gospel, sang the psalms, and knitted a stocking, while Panteleimon cut hay along the way and gathered it into a net in order to treat the bullock on their return home. They walked an exceptionally long way, and when evening came on and the sun began to set, the travelers turned homeward. Walking past the place where the Preobra-zhenskaya Hermitage now stands, the Starets stopped and said:

“How about resting on this hill for a while, Panteleimon, and feasting our eyes on the view of the Holy Lavra?”

The weary cellmate was just waiting for this and he spread out on the grass and began to doze off. Starets Feofil took out a piece of ice put it in water and added some honey and drank it in order to strengthen his exhausted body. Half an hour passed. Suddenly, the Blessed One cried:

“Panteleimon! Some strangers are approaching. Run out and call them here.”

The drowsy cellmate raised his head and saw a group of pilgrims coming down the road. He called them over to the Starets.

“May God help you!” the Blessed One greeted them.

“Thank you, Batiushka (Priest),” the men replied.

“Perhaps you haven’t had anything to eat yet?” asked Feofil.

“Hardly, Batiushka. We’ve chewed on some dried bread crusts in water but there has been no hot food on our tongue for a whole week.”

“Never mind. Sit down and chat for a while. The Mother of God will feed everyone at once.”

Then, having seated the travelers, the Blessed One took a small cast-iron tripod out of his basket, dug a small hole in the ground, and sent Panteleimon out to gather some twigs.

“Twigs?! What good will they do to you, Batiushka!” the bewildered cellmate responded, knowing that there was nothing to cook.

“Simpleton!” the Blessed One chided him. “We’ll boil gruel. You see, it is necessary to feed the pilgrims.”

The twigs were brought but there was still no fire.

“What trouble!” Panteleimon exclaimed with annoyance. “There is nothing to start a fire with, Batiushka.”

“And God?!” the Starets said impressively.

Then raising his eyes, he began to pray:

“O Lord! At Thy command, fire goes before Thee and lightning illumines the heavens. Hear, O Lord, the voice of my prayers when I call unto Thee, when I raise my hands to Thy holy temple. Hear my supplications; may the poor eat and be filled and praise Thy All-Blessed Name!”

With these words, he prostrated to the east and then blessed the little tri-pod saying, “In the name of the Father, and the Son, and the Holy Spirit. . . ”

But barely had he finished these words when, from under the tripod, a wisp of blue smoke appeared. The twigs began to smoke and soon burst into bright flames.

Upon seeing such a miracle, Panteleimon wanted to run but the Starets stopped him and, wagging his finger, he ordered him to throw some short grass into the pot while he himself dropped in several pebbles and a piece of ice taken from the basket. When all this began to boil, the Blessed One, not interrupting his mental prayer, blessed the tripod once more and mixed the contents of the pot.

“Well, taste it now,” he said, turning to his cellmate.

Panteleimon scooped out a bit of the gruel on the end of a spoon and carefully licked it with his tongue. Then he scooped up a whole spoonful and ate it.

“Batiushka!!” he cried out in astonishment. “Really and truly, it’s semolina (a type of porridge).”

“Hurry and pour it out for the guests, simpleton, before it gets cold.”

The cellmate, joyously and with fear, seized the pot and began to ladle out the gruel into the traveling cups of the dumbfounded pilgrims. But no matter how much he poured out, the amount of gruel in the pot did not lessen. Everyone had been provided for and had eaten his fill, but the pot remained full. Just as the loaves and fishes were multiplied in the wilderness to feed the multitude, so also was the gruel now multiplied in answer to the prayers of Starets Feofil.

“Well, God be with you,” said the Blessed One gently, turning to the travelers when they had finished eating. “Go to the Holy Lavra and pray for everyone.”

Completely staggered by the miracle they had just witnessed with their own eyes, the pilgrims set out for the Lavra and there began to tell everyone, with joy and fear of the miracle. For all that you ask in prayer, with true faith, you will receive.

Μαρτυρία του Γιάννη Τσαρούχη για εμφάνιση της Παναγίας στο ελληνοαλβανικό μέτωπο

$
0
0
Ο Γιάννης Τσαρούχης με στρατιωτικά ρούχα κρατά εικόνα της Παναγίας το 1941. Σύμφωνα με μαρτυρία του ίδιου του Γ. Τσαρούχη, ο οποίος πολέμησε στο ελληνοαλβανικό μέτωπο του '40, τις τελευταίες μέρες του 
Φωτογραφία της Μαρία Χριστιανάκη.
πολέμου της Αλβανίας, ακούστηκε ένα περίεργο νέο, η Παναγία παρουσιάστηκε σ'έναν ανθυπασπιστή και αυτός την νόμισε για Αλβανίδα κατάσκοπο, και πήγε να την πυροβολήσει. Αυτή σήκωσε την παλάμη της να τον σταματήσει και τού είπε: ''Μη χτυπάς. Ένα έχω να σου πω: τη Λαμπρή θα είσαστε στα σπίτια σας''. 

Αμέσως δόθηκε διαταγή να χτιστεί εκκλησία στο μέρος που παρουσιάστηκε η Παναγία, ή μάλλον να επισκευαστεί ένας γκρεμισμένος μύλος. Ο διοικητής της μονάδας είπε σε έναν ανθυπολοχαγό να βγάλει τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Η εικόνα που κρατά στα χέρια του ο Γ. Τσαρούχης απεικονίζει την Παναγία με το Χριστό και στο κάτω μέρος τα θαύματά της. Αριστερά τον ανθυπασπιστή που πάει να πυροβολήσει την Παναγία και τους στρατιώτες που πάνε να χτίσουν το μύλο για να τον κάνουνε εκκλησία. 
Την ζωγράφισε μετά από διαταγή του διοικητή για να κοσμήσει το τέμπλο της εκκλησίας.

Αμείωτη και συγκινητική η προσέλευση των πιστών στην εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης

$
0
0
Μεγάλη και εντυπωσιακή και συνεχής είναι η προσέλευση των πιστών για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης από την Αμοργό πού φιλοξενείται στην Ενορία του Αγίου Δημητρίου Νέας Ελβετίας Βύρωνος της Ιεράς Μητροπόλεως Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού.
Η θαυματουργή και ιστορική εικόνα της Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης πού αξίζει να τονιστεί ότι δεν είναι αντίγραφο αλλά η πρωτότυπη και αυθεντική εικόνα πού φιλοξενείται στην ομώνυμη ιερά Μονή της νήσου Αμοργού έχει προσελκύσει ως σήμερα εκατοντάδες ευλαβώνχριστιανών από πολλές περιοχές της Αττικής, αλλά και πολλές ομάδες πιστών πού καταφθάνουν εκτός του Λεκανοπεδίου για να προσκυνήσουν την χάρη της. Η εικόνα της Παναγίας δεν φιλοξενείται συχνά εκτός Μονής και για τον λόγο αυτό οι γνωρίζοντες το γεγονός αυτό, αλλά και οι αυτοί πού γνωρίζουν τα αναρίθμητα γνωστά και άγνωστα θαύματά της εκμεταλλεύονται την σπάνια αυτή ευκαιρία της παρουσίας της.

Η φιλοξενία της Εικόνος της Παναγίας εντάσσεται στους εορτασμούς των ΙΕ Δημητρίων 2017 πού με επιτυχία και μεγάλη προσέλευση των πιστών προσκυνητών διοργανώνει ο Ιερός Ναός του Αγίου Δημητρίου Νέας Ελβετίας Βύρωνος κάθε χρόνο υπό τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καισαριανής, Βύρωνος και Υμηττού κ. Δανιήλ και την άρτια οργάνωση και επιτυχή καθοδήγηση του Προϊσταμένου του Ιερού Ναού π. Χριστοδούλου Κοτσίφη.

Ένεκα της μεγάλης προσέλευσης των πολυπληθών πιστών αποφασίσθηκε να δοθεί παράταση της φιλοξενίας της Ιεράς Εικόνος της Παναγίας της Χοζοβιωτίσσης ως και την Δευτέρα 30 Οκτωβρίου το πρωί, πού θα αναχωρήσει για την νήσο Αμοργό.

Ι. Ν. Αγίου Νικολάου Πειραιώς: Υποδοχή της Ιεράς εικόνος της Παναγίας Χρυσολεοντίσσης και ιερό λείψανο του Αγίου Νεκταρίου (1 - 23 Νοεμβρίου)

$
0
0
Η Ιερά εικόνα της Παναγίας Χρυσολεοντίσσης από την φερώνυμη Ιερά Μονή της Αίγινας και ιερό λείψανο του Αγίου Νεκταρίου θα τεθούν σε προσκύνηση στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Πειραιώς από την 1η έως τις 23 Νοεμβρίου. 
Η υποδοχή θα γίνει την Τετάρτη 1η Νοεμβρίου στις 12:00 στο προαύλιο του Ναού από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ. Κάθε ημέρα θα τελούνται στο Ναό το πρωί η Θεία Λειτουργία, στις 12:00 η Ιερά Παράκληση και στις 17:00 ο εσπερινός και η Ιερά Παράκληση.
Την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας έφεραν ψηλά στο βουνό δύο μοναχοί, ο Μακάριος και ο Αρσένιος. Όπως την έφερναν, άφησαν σε μία πέτρα την εικόνα και ο βράχος εσχίσθη και σχηματίσθηκε σταυρός.

Αυτό το σημείο σήμερα το λένε «το χέρι της Παναγίας» και βρίσκεται στον δρόμο, δεξιά, κοντά στην Ιερά Μονή, που όπως λέγεται, βρίσκεται στο κέντρο της νήσου Αιγίνης, με εξαιρετική και ανεμπόδιστη θέα, από ψηλά, στον Σαρωνικό. 

Απαγορεύεται η φωτογράφισή της, αλλά και αν κανείς θέλει να παραβεί την απαγόρευση και την φωτογραφίσει, «η εικόνα δεν του φανερώνεται». Μένει σκοτεινή και απροσπέλαστη. Μόνον η προσευχή την φέρνει κοντά, προστάτιδα και θαυματουργή - αρωγό. Το προσκυνητάριο της Παναγίας βρίσκεται στο αριστερό κλίτος του ναού, δίπλα στο ξυλόγλυπτο, έργο τέχνης λαϊκών μαστόρων, τέμπλο που φτιάχθηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1814. H υπάρχουσα Ιερά Μονή ανηγέρθη τα έτη 1600-1614 στη θέση όπου βρίσκεται, ενώ ο πρώτος Ναός καταστράφηκε από σεισμούς και πυρκαγιά. Το σχήμα της Μονής είναι τετράγωνο όπως και των βυζαντινών μοναστηριών.

Ο κυρίως ναός βρίσκεται στο κέντρο της αυλής και στο υψηλότερο επίπεδο. Στην ίδια θέση ανηγέρθη νέος ναός το 1808, βυζαντινού ρυθμού, που σώζεται ώς σήμερα. O ναός είναι τρισυπόστατος, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου, στον Αγιο Χαράλαμπο και στον Αγιο Διονύσιο. Εχει τρεις εισόδους στον πρόναο και δεξιά στην κυρία είσοδο υπάρχει μαρμάρινη φιάλη που χρησιμοποιείται για τον αγιασμό. Στο τέμπλο υπάρχει επιγραφή με τα ονόματα των μαστόρων «διά χειρών Ιωάννου, Δημητρίου, Αθανασίου και Ευσταθίου», στη δε μεσαία και Ωραία Πύλη «διά συνδρομής Κυρίλλου ηγουμένου Λαμπαδαρίου και των πατέρων».

Η δεξιά χείρα του Οσίου Εφραίμ του Σύρου

$
0
0
Αποθησαυρίζεται μαζί με άλλα οστά του Αγίου στην Ιερά κοινοβιακή Μονή Οσίου Εφραίμτου Σύρου στην Κονταριώτισσα Κατερίνης.
Ο Όσιος Εφραίμ καταγόταν από την Ανατολή και γεννήθηκε στην πόλη
Νίσιβη της Μεσοποταμίας πιθανώς το 308 ή και ενωρίτερα. 
Άκμασε επί Μεγάλου Κωνσταντίνου (324 - 337), Ιουλιανού του Παραβάτου (361 - 363) και των διαδόχων αυτού.


Από την μικρή του ηλικία διδάχθηκε την πίστη και την αρετή από τον Επίσκοπο της γενέτειράς του Ιάκωβο (309 - 364), ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο, αλλά ο Όσιος αρνήθηκε να λάβει μεγαλύτερο αξίωμα. 

Ακολούθησε πολύ νωρίς τον μοναχικό βίο και με το φωτισμό του Παρακλήτου έγραψε πάρα πολλά συγγράμματα πνευματικής και ηθικής οικοδομής. Γι’ αυτό και θαυμάζεται για το πλήθος και το κάλλος των έργων του.
Τοιχογραφία της Κοιμήσεως του οσίου Εφραίμ του Σύρου.
Βρίσκεται στην τράπεζα της Μονής Βατοπαιδίου Αγίου Όρους.
Γνώστης ακριβής όλων των δογματικών θεμάτων, ήξερε να καταπολεμά τις αιρέσεις και να υπερασπίζει με θαυμάσια σαφήνεια την Ορθοδοξία. 

Ήταν εκείνος που κατατρόπωσε σε διάλογο τον αιρετικό Απολλινάριο και οδήγησε πολλούς αιρετικούς να επιστρέψουν στην πατρώα ευσέβεια.

Όταν, διά της συνθήκης του έτους 363, που υπέγραψε ο διάδοχος του Ιουλιανού του Παραβάτου, Ιοβιανός (363 - 364), η Νίσιβης παραδόθηκε στους Πέρσες, ο Όσιος Εφραίμ εγκατέλειψε την πατρίδα του και ήλθε στην Έδεσσα, όπου ασκήτεψε σε παρακείμενο όρος. Το έτος 370 επισκέφθηκε τον Μέγα Βασίλειο στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και λίγο αργότερα τους Πατέρες και Ασκητές της Αιγύπτου.

Ο Όσιος Εφραίμ κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 373 και η Σύναξή του ετελείτο στο Μαρτύριο της Αγίας Ακυλίνας, στην περιοχή Φιλοξένου, κοντά στην αγορά.
Εορτάζει στις 28 Ιανουαρίου.
Viewing all 19379 articles
Browse latest View live