Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Μ’ ὅλα τοῦτα ὁ Γρηγόριος παραμέρισε τούς δισταγμούς καί διηγήθηκε στή μητέρα ἕν’ ἄλλο του ὄνειρο, πρόσφατο αὐτό. Τῶν τελευταίων ἡμερῶν τῆς παραμονῆς του στήν Καισάρεια. Τό ἔκανε γιά νά τήν καθησυχάσει. Γιά νά τῆς πεῖ ὅτι ἄρχισαν κι ὅλας οἱ πειρασμοί τοῦ κόσμου, ἄλλ’ ἐκεῖνος, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔμαθε ν’ ἀντιστέκεται, νά βγαίνει καθαρά νικητής μέ ἀντίπαλο τό Σατανά.
-Μιά νύχτα, διηγεῖται ὁ Γρηγόριος ποιητικά, στό πυκνό σκοτάδι καί στόν βαθύ τόν ὕπνο, ἐμφανίστηκε ὁ διάβολος. Ἤτανε λαμπρός καί ὁλόφωτος. Φοροῦσε ὄμορφα ροῦχα καί προσπάθησε νά σαγηνέψει τό νεαρό Γρηγόριο. Μεταξύ διαβόλου καί Γρηγορίου ἔγινε διάλογος:
-Ὄχι, βάρος ἀσήκωτο εἶναι γιά μένα ὁ ζυγός τοῦ γάμου, δέν μπορῶ, δέ θέλω νά παντρευτῶ.
-Σκέψου, φίλε μου, τή γυναίκα. Μῦρο ἁπαλό θά σέ τυλίγει ἡ ἀναπνοή της.
-Δέ μέ συγκινοῦν τά μῦρα.
-Θά φορᾶς μετάξια καί τό τραπέζι σου θά’ναι πλούσιο, τ’ ἀγαθά τοῦ Ἀβραάμ, ὅ,τι ἐπιθυμήσεις.
-Οὔτε κι αὐτά ποθῶ. Ὁδηγοῦν στήν ἡδονή καί τήν ἀσέλγεια. Μοῦ ἀρκεῖ μόνο λίγο ψωμί. Τό σκέτο προσφάι. Ἕνα φτωχό τραπέζι καί νερό πού θά κρατάει τό νοῦ μου νηφάλιο.
-Καί παλάτια θά ’χεις. Γρηγόριε, ἄν μ’ ἀκούσεις κι ἀφήσεις τήν ἰδέα τῆς παρθενίας.
-Τί νά τά κάμω, ἀφοῦ χωρῶ σέ μιά καμαρούλα; Ποτέ δέν ἐπιθύμησα νά κατοικῶ σέ λαμπρά παλάτια. Οὔτε νά ’χω ἐκτάσεις γῆς δικές μου, κήπους μέ δέντρα, κοπάδια τά γελάδια, τά πρόβατα καί τά γίδια.
-Θά’ χεις δούλους, βρέ Γρηγόριε, θά’ χεις τιμές, δύναμη καί θρόνους!
-Τ’ ἀφήνω σ’ ἄλλους. Εἶναι φοβερό νά’ χεις δούλους. Ἡ τυραννία τοῦ Σατανᾶ χώρισε τή μιά γενιά τῶν ἀνθρώπων σέ κύριους καί δούλους. Ἕνα ὑλικό, ἕνα πράγμα εἴμαστε ὅλοι. Δέν πρέπει νά ὑπάρχουν δοῦλοι. Καί τίς τιμές, πού φεύγουνε καί χάνονται σάν ἀεράκι, τί νά τίς κάνω; Ἡ δόξα σβήνει στό ἇψε σβῆσε. Τό ἴδιο τή δύναμη καί τούς θρόνους. Τά περιφρονῶ, ἀπατηλά εἶν’ ὅλα!
-Σκέψου ὅμως τή δόξα τῶν λόγων, τῆς σοφίας, τῶν γραμμάτων.
-Ἄ ναί, αὐτήν μάλιστα. Τή θέλω καί τήν ποθῶ. Θά τήν κυνηγήσω παντοῦ ὅπου μπορῶ, σ’ Ἀνατολή καί Δύση καί στήν Ἀθήνα. Πρόσεχε ὅμως, τή σοφία μου θά τή ρίξω ἀκέραιη στά πόδια τοῦ Χριστοῦ μου. Δέ θά’ναι γιά νά δοξαστῶ ἐγώ.
Αὐτό ἤτανε τό δεύτερο σημαδιακό ὄνειρο τοῦ Γρηγορίου. Ὁ Θεός τοῦ ἔδειξε καθαρά καί ξάστερα τό δρόμο πού ἔπρεπε ν’ ἀκολουθήσει. Τοῦ ἔδειξε πῶς πρέπει νά σκέπτεται, τώρα πού θά γινόταν ἄντρας, γιά νά εἶν’ ἕτοιμος. Ἕτοιμος κι ὁπλισμένος γιά τό μέγα ἔργο πού τόν καλοῦσε νά ἐπιτελέσει.
Ἡ Νόννα δέχτηκε τήν ἀφήγηση τοῦ γιοῦ της, ὅπως ἡ διψασμένη γῆ τή βροχή! Πάλι τόν φίλησε στό μέτωπο καί σηκώθηκαν νά βγοῦν στό μεγάλο δωμάτιο. Εἶχαν ἐπιστρέψει ὁ πατέρας Γρηγόριος μέ τόν Καισάριο.
Σέ λίγες μέρες ὅλα ἑτοιμάστηκαν. Οἱ γέροντες γονεῖς ξεπροβόδιζαν τά δύο τους ἀγόρια, ἄντρες πλέον, μέ βαριά καρδιά. Τό ἔκαναν ὄμως, γιατί ὄφειλαν νά τούς δώσουν τήν εὐκαιρία τῶν καλῶν σπουδῶν. Και τούς τήν ἔδωσαν μέ ἁπλοχεριά. Δέν μετροῦσε ἡ γονική στενοχώρια. Σημασία εἶχα τά παιδιά νά εἶναι πανέτοιμα γιά τό μεγάλο ἀγώνα τῆς ζωῆς. Προπαντός ὁ Γρηγόριός τους, ἔπρεπε ν’ ἀποκτήσει καί τ’ ἀνθρώπινα ἐφόδια γιά νά μεγαλουργήσει στήν Ἐκκλησία.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος) (ἀφηγηματικὴ Βιογραφία), σελ.21-28.
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου, Ἔκδοση Δ΄ Ἀποστολική διακονία
Πηγή: Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ὁ πληγωμένος Ἀετός - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.