...Και τούτο είναι συχνά αχώριστο από μιαν ανάγκη να νιώθης το πλησίασμα του θείου στο μέσο τούτου του αμαρτωλού κόσμου.
Και έτσι λόγου χάρη εξηγείται ή τεράστια επίδραση πάνω στους πιο μεγάλους λαϊκούς κύκλους,μια επίδραση ασκούμενη από ανθρώπους αγίους σε ζωή πνευματική φωτισμένη : τους «στάρτζυ» ή «παλαιούς». Κι έτσι ακόμη εξηγείται το κύμα των προσκυνητών από τον ένα άγιο τόπο στον άλλο, για το όποιο μιλήσαμε ήδη στο πρώτο κεφάλαιο, το κύμα πού διασχίζε τη Ρωσία σπό τον άκραίο βοριά μέχρι το νότο με μια δύναμη εξαιρετικής επεκτάσεως ακόμη και στϊς αρχές του 20ου αιώνα.
'Ετσι ακόμη εξηγείται ή μεγάλη σημασία των Θαυματουργών εικόνων στη ζωή του λάου.
Ό συγγραφέας Γκλέμπ Ουσπένσκυ σαν λεπτός και αντικειμενικός παρατηρητής πού ανήκει μάλλον στη ρωσική ριζοσπαστική «διανόηση» αλλά είναι μεγάλος γνώστης της λαϊκής ψυχής και άνθρωπος γεμάτος φλογερό ενδιαφέρον για το πνευματικό καλό του λάου, μας περιγράφει με το στόμα ενός χωριάτη την Ίεροπρέπεια της ετήσιας περιφοράς της ξακουστής εικόνας της Παναγίας του Τιχβίν:
«..."Εβγαλαν την Παναγιά Μητέρα από την εκκλησιά.Οι αρχιμανδρίτες σεβάσμια ασπάστηκαν ό ένας τον άλλο σ'αποχαιρετισμό τους στην πύλη του μοναστηρίου, και ό λαός ανάλαβε να βαστά την εικόνα.'Ολοι αυτοί του Τιχβίν κι'εκείνοι της Στάραγια Ρούσα,είχαν μια ψυχή,μια πνοή.
Το ϊδιο κι'ο κόσμος πού όλο φτάνει και φτάνει άπ'όλα τα γύρω χωριά και απ'Ολους τους δήμους. Στήν είσοδο κάθε χωρίου ερχόταν ό κλήρος σε συνάντηση, με κυματίζουσες σημαίες, και τη μετέφεραν στην εκκλησιά.Τη σήκωναν καλά ψηλά την Παναγιά μας, πάνω από τα πλήθη, κι'αυτή σαν κόκκινη άνθρακιά λαμπρόφεγγε στον ήλιο... Οι γυναίκες,ιδίως οι θρήσκες, είχαν έρθει άπ'όλα τα μέρη, ψάλλοντας δίχως τέλος σαν τους αγγέλους τ'ουρανού - ά, τι ωραίο ν'άκοϋς: «και Σέ μεσίτριαν έχω...»!
«Ή ψαλμωδία δεν παύει στιγμή, νύχτα μέρα. "Εν'απέραντο πλήθος βαδίζει και ψάλλει. Κι όλα βρίσκονται άφθονα, σαν από θαύμα. Ποιος έδωσε να φάη και να πιή σ'όλον τούτο τον κόσμο;Η σπλαχνικιά βασίλισσα: Αυτή!
"Αν σταματήσουν σ'έναν κάμπο για να ξαποστάσουν,ανάβουνε γοργά φωτιές μεγάλες, πελώρια καπνίζουνε καζάνια πάνω στις φωτιές και μαγειρευοννε κάθε λογής τροφές, όλος ό κόσμος τρώει με την πείνα πώχει,τρώει και πίνει,κι όλοι ευχαριστημένοι,όλοι.Κι ή ψαλμωδία κρατά νύχτα και μέρα γύρω απ την εικόνα, ολόγυρα της πλήθη κόσμου δίχως τέλος, και σ'όλον τοϋτο το μακρινό δρόμο την κρατάν, την πάνε, τα χέρια τον λάου... Απ'όλους τούτους τους φτωχούς κι αλήτες κι ανέργους, πού τόσους έβρισκες στα δρόμο, δεν έμεινε οϋτ'ένας. "Ολοι τους βρήκανε ψωμί, δουλειά και που να μείνουν, χάρη στην Παναγιά Παρθένα».
Αυτές οί άγιες εικόνες είναι για τη λαϊκή ψυχή σαν σταυροδρόμι συναντήσεως με τον κόσμο της θείας πραγματικότητας·είναι πλησίασμα χάριτος που μας λυπάται και συγκαταβαίνει·ένα πλησίασμα που έτσι γίνεται, ας πούμε, χεροπιαστό κι'αποδειγμένο.
Ό μεγαλύτερος άπ'τους ζωγράφους συγγραφείς της ρωσικής λαϊκής ζωής, ό Λέων Τολστόι,έφιλοτέχνησε σε μια σκηνή στον «Πόλεμο και Ειρήνη» τη Μεγάλη Δοξολογία των ρωσικών στρατευμάτων την παραμονή της μάχης του Μποροντίνο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας του Σμολένσκ, όπως ακόλουθα.
«Μια πομπή ακολουθούσε ανεβαίνοντας το δρόμο πού ερχόταν άπ'το χωριό Μποροντίνο. Πρώτο έβάδιζε το πεζικό σε μια τέλεια τάξη, με τα κράνη στο χέρι, χαμηλά τα τουφέκια, προχωρούσε στη σκονισμένη δημοσιά. Πίσω απ'το πεζικά ακουγόταν ιερή ψαλμωδία. Ξεπερνώντας τον Πέτρο στρατιώτες και πολιτοφύλακες έτρεχαν στη συνάντηση.Φέρνουν την Παναγία,την ελεούσα, την Κυρά Δέσποινα της Ιβηρίας...» ...« την Παναγία του Σμολένσκ», διόρθωσ'ένας άλλος.
'Οσοι πολιτοφύλακες βρισκόταν στο χωριό, καθώς κι'όσοι εδούλευαν στην πυροβολαρχία, πέταξαν τις σκαπάνες των και τρέξαν μπροστά άπ'την πομπή. Πίσω άπ'το τάγμα του πεζικού βάδιζε ό κλήρος. Μπροστά ήταν ένας γέροντας ιερέας έχοντας το κεφάλι σκεπασμένο μ'ένα καλυμμαύχι. Οί άλλοι ρασοφόροι και οί ψάλτες τον ακολουθούσαν.Πίσω των αξιωματικοί και στρατιώτες βαστούσαν μια μεγάλη εικόνα που την είχαν πάρει απ'τα ερείπια του Σμολένσκ και που άπ'αυτή τη στιγμή ακολουθούσε παντού τη στρατιά. Όμάδες στρατιωτικών ερχόταν τρέχοντας από παντού, συνοστίζονταν γύρω της, ύποκλινόμενοι μέχρι το έδαφος, ασκεπείς».
«Του Πέτρου όλη ή προσοχή ήταν προσηλωμένη στη σοβαρή έκφραση που είχαν τα πρόσωπα στρατιωτών και πολίτοφυλάκων που κοιτούσαν την εικόνα με το ίδιο ύφος σε άπληστη ένταση.Και σαν οι κουρασμένοι ψάλτες(την εικοστή δοξολογία έψαλλαν εκείνη τη μέρα) άρχισαν μηχανικά με μονότονο τρόπο να ψάλλουν:«Προστάτευσον τους δούλους σου από παντοίων δεινών, Θεομήτωρ», παρευθύς ιερέας και διάκος μαζί έσυνέχιζαν: «ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφενγομεν, ως αρρηκτον τείχος και προστασίαν, ως πρεσβείαν προς τον Κΰριον υπέρ ημών — τότε μια κοινή συνείδηση της ιεροπρεπής σημασίας αυτών των στιγμών έφώτιζε όλα τα πρόσωπα· μια έκφραση που ό Πέτρος είχε κιόλας προσέξει στα πρόσωπα το πρωί. Και τα κεφάλια υποκλινόταν ολοένα με πιότερη θέρμη. Στεναγμοϊ ακουγόταν και ηχούσαν παλάμες που χτυπούσαν τα στήθη, μετά το σταυροκόπημα...»
Σέ αρκετές μεγάλες κρίσεις στη ρωσική ιστορία υπάρχει ή επέμβαση θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου... Ή Παναγία του Ντον συνοδεύει τα ρωσικά στρατεύματα στο πεδίο της μάχης στο Κουλίκοβο,όπου οι δυνάμεις των Τατάρων καταστράφηκαν.Ή Παναγία του Καζάν συνοδεύει τα στρατεύματα των Μινίν και Πογιάρσκυ που γλυτώνουν τη Μόσχα από τους Πολωνούς στο 1613.
Παράλληλα, στο ξακουστό παρεκκλήσι της Παναγίας της Ιβηρίας στη Μόσχα ή λαϊκή ψυχή ερχόταν ν'άνοιξη την καρδιά της καϊ να κάνη τις λύπες της δάκρυα μπροστά στο Θεό.
Ό Ιωάννης Κιρέεφσκυ, μεγάλος θρησκευτικός φιλόσοφος και ένας από τους πατέρες του σλαβόφιλου κινήματος, απεικονίζει την εντύπωση πού του έκανε ή προσευχή του λαού μπροστά σ'αυτή την τόσο σεβάσμια εικόνα:
«Μια μέρα ήμουνα στο παρεκκλήσι, παρατηρούσα τη θαυματουργή της Παναγίας εικόνα, ενώ σκεφτόμουν τη νηπιώδη πίστη του λάου πού προσευχόταν μπροστά της. Πολλές γυναίκες και άρρωστοι γέροι γονατιστοί έσκυβαν μέχρι τη γη σταυροκοπούμενοι.Με φλογερή εμπιστοσύνη κοιτούσα τα άγια χαρακτηριστικά της εικόνας και άρχιζα να νιώθω το μυστήριο τούτης της θαυματουργής δύναμης.
'Οχι, δεν είναι εν'απλό σανίδι με μια ζωγραφιά πάνωθέ του... Όλάκερους αιώνες αυτή απορρόφησε αυτούς τους χείμαρρους φλογερών προσευχών πού ξεχύνονταν πάνω της, καθώς και τις κραυγές τόσων ταλαίπωρων βασανισμένων ψυχών.'Ετσι αύτη γεμίζει από τη δύναμη της πίστεως, ή οποία κατόπι ακτινοβολεί για να καθρεφτιστή στις καρδιές των ικετών της.'Εγινε αύτη ζωντανό όργανο, σημείο συναντήσεως Δημιουργού και ανθρώπων...Σκεπτόμενος όλα αυτά κοίταξα ακόμη μια φορά τις γυναίκες με τα παιδιά καϊ τους γέρους γονατισμένους ταπεινά να προσκυνούν,και την αγία εικόνα.Αυτή παρατηρούσε τους φτωχούς μ'αγάπη και ευσπλαγχνια...Γονάτισα τότε και εγώ,ταπεινά προσευχήθηκα μπρος της»
Από το βιβλίο του Νικολάου Αρσένιεφ «Η ρωσική ευσέβεια».