(Ματθ. ιδ΄, 14-22)
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ'αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. Ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες·
Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν.
Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας,
Οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. Ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. Καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας,
ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. Καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. Οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους.
------------------
Στο σημερινό Ευαγγέλιο ο Κύριος παραθέτει τραπέζι στην έρημο, δείγμα κι αυτό της θεότητός Του. Ευλογεί και πληθαίνει την ύλην -πέντε ψωμιά και δύο ψάρια- και χορταίνουν πέντε χιλιάδες άνδρες, χωρίς να υπολογισθούν οι γυναίκες και τα παιδιά. Και πιο πολλοί αν ήταν, θα αύξανε πιο πολύ και τους άρτους. Περίσσεψαν δε και δώδεκα κοφίνια γεμάτα, δείγμα κι αυτό, πως, όπου ενεργεί ο Θεός, όχι μόνο δεν λείπει τίποτα, αλλά υπάρχει και περίσσευμα.
Ας δούμε πρώτα τις προϋποθέσεις του θαύματος και στη συνέχεια τις προεκτάσεις του.
1. Αναγκαία προϋπόθεση
Ο Χριστός με τους Μαθητές Του αναχωρούν από την πόλη με πλοίο «κατ’ ἰδίαν», δηλαδή μόνοι τους, «εἰς ἔρημον τόπον», για λίγη ανάπαυση. Ο κόσμος τούς βλέπει, τους ακολουθεί στον έρημο τόπο, είτε από πόθο στον Χριστό, είτε για να θεραπεύσει τους ασθενείς του. Όπως σε άλλη περίπτωση του είπε ο Πέτρος και οι «μετ’ αὐτοῦ»: «Κύριε, πάντες σὲ ζητούσι» (Μάρκ. 1, 37). Όλοι Τον αναζητούν, γιατί όλοι θέλουν το Φως. Μόνο ο Χριστός, βέβαια, ήξερε τις προθέσεις όλων. Ποιος τον πίστευε και τον ποθούσε πολύ, ποιος λίγο και ποιος καθόλου. Οπωσδήποτε όλοι κοπίασαν, πείνασαν, αφού δεν πήραν τροφή μαζί τους και υπέστησαν κάποια ταλαιπωρία. Και μόνο για τούτο, ο Χριστός χορηγεί σε όλους μεγάλο μισθό.
Πάντοτε ο άνθρωπος προσφέρει το λίγο, το ασήμαντο και ο Θεός αντιπροσφέρει το πολύ, το αμέτρητο, τη Βασιλεία Του, χωρίς να παραλείπει και όσα χρειάζεται η παρούσα ζωή, που πρέπει να στοχεύει προς τη Βασιλεία του. Έτσι κάνει και στην προκειμένη περίπτωση. Πρώτα τους προσφέρει την πνευματική τροφή, τον λόγο του, που είναι ζωή, παρηγοριά, δύναμις και χαρίζει ανάβλεψη στους οφθαλμούς της διανοίας. Κάποτε είπε πως το «ρήμα Θεού» πληροί κάθε ανάγκη και επιθυμία του ανθρώπου. Είναι ο άλλος «άρτος», που «τρέφει» και δίνει ζωή στον άνθρωπο (Ματθ. 4, 4). Τώρα στην έρημο διδάσκει για τη Βασιλεία του Θεού, για τον νέο τρόπο ζωής, που είναι η σχέση, η αγάπη και η κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, δηλαδή, ο τρόπος της σωτηρίας.
Ο Κύριος όμως γνωρίζει, πως είμαστε και άνθρωποι υλικοί, που πεινούμε, διψούμε, αρρωσταίνουμε και έχουμε και ανάγκες υλικές. Ως Πατέρας λοιπόν ενδιαφέρεται και καλύπτει όλες τις ανάγκες μας. Γι’ αυτό και μετά το πνευματικό μέρος, τη διδαχή για τη Βασιλεία του, όπως αναφέρουν οι άλλοι δύο συνοπτικοί Ευαγγελιστές, θεράπευσε τους «ἀρρώστους αὐτῶν», γιατί «ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς». Τους έδειξε συμπάθεια και αγάπη και επειδή πεινούσαν, τους πρόσφερε υλική τροφή, πολλαπλασιάζοντας τα ψωμιά και τα ψάρια.
Συνήθως ο Χριστός, πριν θαυματουργήσει, ζητεί από τους ανθρώπους πίστη. Εδώ για να μη τη ζητεί, φαίνεται πως υπήρχε. Γι’ αυτό, άλλωστε, και τον ακολούθησαν με κόπο και χωρίς τροφή.
Αυτός που, από αγάπη, τρέφει και συντηρεί τα σύμπαντα, δεν ήταν δυνατό να άφηνε πεινασμένο τον κόσμο και μόνο για τον κόπο που έκανε να έλθει να Τον συναντήσει. Εάν οι μαθητές λυπήθηκαν τους «όχλους», που πείνασαν, πολύ περισσότερο ο σπλαχνικός Πατέρας των ανθρώπων. Γι’ αυτό ευλογεί τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια και τα πολλαπλασιάζει, ώστε να χορτάσουν όλοι και να γεμίσουν και δώδεκα κοφίνια από τα περισσεύματα.
2. Το θαύμα και η επιστροφή στη θεία Τάξη
Ο πολλαπλασιασμός των άρτων και των ιχθύων από τον Χριστό, κάτι για το οποίο δεν μερίμνησαν οι άνθρωποι, είναι μια επανεύρεση αυτού που νομοθέτησε ο Θεός από την αρχή της δημιουργίας στον Παράδεισο. Τότε ο Θεός θέλησε να μη μεριμνά ο άνθρωπος για την υλική τροφή του, μόνο να υπακούει στον Θεό και να αντλεί τη ζωή του από την αγαπητική σχέση και κοινωνία μαζί του. Έπρεπε να ισχύει αυτό, που θα έλεγε ο Κύριος κατά την Ενανθρώπησή Του: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ... καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 6, 33). Να ζητεί τη «Βασιλείαν του Θεού», θα πει να διαφεντεύεται ο άνθρωπος από τον Θεό και όχι από τη χοϊκή φύση του. Να έχει τη μνήμη του Θεού διαρκή στην καρδιά του και όλες τις ανάγκες της παρούσης ζωής θα τις κάλυπτε ο Θεός.
Χωρίς κόπο και ταλαιπωρία θα του χάριζε όλα τα υλικά αγαθά για τη συντήρησή του. Ο άνθρωπος, κάνοντας χρήση των αγαθών αυτών, θα ανέπεμπε ευχαριστία και δοξολογία στον Θεό και έτσι η υλική τροφή θα γινόταν μέσο σχέσεως και κοινωνίας με τον ουράνιο Πατέρα. Θα ταυτιζόταν το έργο του με εκείνο των Αγγέλων. Αντλώντας δε τη ζωή του απ’ αυτή τη σχέση με τον Θεό, θα εξασφάλιζε την αθανασία και την αιωνιότητα, όπως αιώνιος και αθάνατος είναι και ο Θεός.
Δυστυχώς η θεία αυτή τάξη ανατράπηκε, όταν ο άνθρωπος εγκατέλειψε τον Θεό και τη σχέση μαζί του και «εζήτησε πρώτον» την απόκτηση υλικών αγαθών. Τα διαχώρισε από τον Θεό, τα έκανε σκοπό της ζωής του και όχι μέσο ευχαριστίας και δοξολογίας στον Πατέρα του τον «ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Γι’ αυτό ζούσε μόνο βιολογικά, με κατάληξη τον θάνατο, αφού απέρριψε τον Θεό, που είναι η ζωή. Στηρίχθηκε στα υλικά πράγματα και υποδουλώθηκε σ’ αυτά. Έπαυσε να θεωρεί τον Θεό πηγή όλων των αγαθών και μάλιστα της αιώνιας ζωής και αντί της ζωής εξασφάλισε τον θάνατο.
Τον αρχικό αυτό ρόλο του ανθρώπου να αναπέμπει ακατάπαυστη ευχαριστία στον Θεό, μέσα από τη χρήση των υλικών αγαθών, ήρθε να αποκαταστήσει ο τέλειος άνθρωπος, αλλά και τέλειος Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
3. «Ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε»
Για να επαναφέρει ο Χριστός τον άνθρωπο στον ρόλο της ευχαριστίας και της σχέσεώς του με τον Θεό μέσα από την υλική τροφή, λαμβάνει αφορμή από τον κόσμο, που παρακολουθούσε πεινασμένος τη διδασκαλία του μέχρι το βράδυ. Ζητεί από τους Μαθητές του τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, που είχαν μαζί τους. Οι Μαθητές, παρόλο που πεινούσαν και οι ίδιοι, τα παρέδωσαν στον Χριστό. Και πριν ο Κύριος τα κόψει και τα δώσει για να τα διανείμουν στον κόσμο, «ἀνέβλεψε» στον ουρανό, λέγει το ευαγγέλιο. Και όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, «εὐχαρίστησε» πρώτα και τα «εὐλόγησε». Όπως δε σχολιάζει ο ι. Χρυσόστομος, στα άλλα θαύματα που κάνει, δεν προηγείται ούτε η ανάβλεψη στον ουρανό, ούτε η ευχαριστία. Αυτό όμως το κάνει για να βοηθήσει τον άνθρωπο να καταλάβει, ότι η τροφή που λαμβάνει και θα γίνει ζωή, είναι ευλογία-δώρο του Θεού και οφείλει να Τον ευχαριστεί.
Αναβλέποντας στον ουρανό, πριν από τη λήψη της υλικής τροφής, νοιώθουμε την ανάγκη να κοινωνήσουμε πρώτα με τον Θεό, τον οποίο ποθούμε και θέλουμε να συναφθούμε μαζί Του. Αυτός είναι ο κύριος σκοπός στη ζωή μας και κατόπιν η μετοχή μας στην υλική τροφή, που κι αυτή, όπως και όλα τα άλλα στη ζωή μας, αποβλέπουν στη σωτηρία μας, δηλαδή στη σύναψή μας με τον Θεό. Χρησιμοποιούμε την υλική τροφή για να εξασφαλίσουμε την παρούσα ζωή, η οποία θα αποβλέπει στην απόκτηση της πνευματικής ζωής, της ζωής της Χάριτος. Υπάρχουμε, τώρα με σκοπό να εξασφαλίσουμε την αιωνιότητα, το «μετὰ τοῦ Θεοῦ ζῆν».
Τα δώρα πρέπει να μας οδηγούν στον Δωρεοδότη, στην άνω Βασιλεία. Ποτέ να μη αυτονομούνται από μας, για να μη γίνουμε δούλοι σ’ αυτά. Ποτέ τα υλικά αγαθά μόνα τους δεν μπορούν να μας γεμίσουν. Δεν φτιάχνει παραδείσους αυτός ο κόσμος. Τον παράδεισο θα τον βρούμε διά του Χριστού, ή μάλλον Αυτός είναι ο Παράδεισος. Όταν ανυψωνόμαστε πνευματικά, όταν ζητούμε τα «ἄνω, μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς», μετέχουμε στον Παράδεισο (Κολ. γ' 1-2). Γι’ αυτό είναι ανάγκη να ενδυθούμε τον «νέον ἄνθρωπον τὸν ἀνακαινούμενον... εἰς εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν» (Κολ. 3, 10), δηλαδή τον Χριστό. Να πραγματοποιηθεί το ὁ «Χριστὸς ἐν ἡμῖν» (Ῥωμ. 8, 10). Και όταν ακολουθούμε τη θεία τάξη στα υλικά πράγματα, το αποτέλεσμα είναι θαυμαστό. Το αναφέρει το ευαγγέλιο.
4. «Ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν»
Πώς συνέβη αυτό; Πώς τα λίγα πολλαπλασιάσθηκαν; Πώς, χωρίς μόχθο, αυξήθηκαν και χόρτασαν οι χιλιάδες και περίσσευσαν; Ο λόγος είναι γιατί προηγήθηκε η «ανάβλεψη στον ουρανό», η εκζήτηση της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή η σωτηρία, οπότε εισήλθε και στα υλικά η Χάρις. Όταν η ύλη υπακούει στη Χάρη, πληθύνεται και θαυματουργεί. «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον (=τη Χάρη) οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλ 33, 10). Φτάνει να τον εκζητούν αληθινά. Εισήλθεν ακόμη η Χάρις στα υλικά, γιατί δεν λήφθηκαν για την αποκλειστική ικανοποίηση της χοϊκής φύσεως, αλλά για να δοξασθεί με αυτά ο Θεός. Αυτός τρέφει και πληθαίνει τα πάντα και το λίγο το κάνει πολύ, φτάνει να γίνονται όλα «εις δόξαν Θεού», κατά την παραγγελία του αποστόλου Παύλου. Και η μικρή κίνηση για λήψη τροφής να συνδέεται με τον Θεό. Να μην αυτονομείται, να μην είναι αδιάφορη από την πνευματική μας ζωή, τη σωτηρία μας. Όλα να οδηγούν στη δόξα του Θεού, στη σχέση μας μαζί του. Όταν χρησιμοποιούνται τα υλικά αγαθά με σκοπό να «ἀναβλέπωμεν εἰς τὸν οὐρανόν», να ευχαριστούμε και να δοξάζουμε τον Θεό, ποτέ δεν θα δημιουργηθεί πρόβλημα επάρκειας αγαθών ή πείνας. Αυτό που αναφέρει το σημερινό ευαγγέλιο: «ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν», θα αποτελεί πάντοτε επιβράβευση του ανθρώπου, που ευχαριστεί τον Θεό και επιζητεί τη Βασιλεία Του.
Αιτία ακόμη του πολλαπλασιασμού από τη Χάρη, είναι η ισότιμη συμμετοχή όλων στα ψωμιά και τα ψάρια. «Έφαγον πάντες», όχι απλά μερικοί, οι δε υπόλοιποι στερήθηκαν. Υπήρξε ισότητα πλήρης. Αφού όλοι πεινούν, όλοι έχουν δικαίωμα συμμετοχής στα αγαθά του Θεού. Ο Χριστός, την ίδια τροφή έδωσε σε όλους, για να φάγει ο καθένας όσο ήθελε και να χορτάσει. Και στην Κυριακή προσευχή μάς δίδαξε να λέμε: «τὸν ἄρτον ἡμῶν... δὸς ἡμῖν» και όχι «τὸν ἄρτον μου... δός μοι». Να μην αποβλέπουμε στον προσωπικό μας χορτασμό, αλλά στον χορτασμό όλων. Και όπως ο Χριστός «έκλασε» (= τεμάχισε) τα ψωμιά και τα μοίρασε σε όλους ισότιμα, έτσι κι εμείς να τείνουμε στην «κλάση», δηλαδή στο μοίρασμα του δικού μας άρτου, των δικών μας υλικών αγαθών, όχι μόνο όσων μας περισσεύουν, αλλά και όσων είναι αναγκαία για τη ζωή μας, για να ικανοποιούνται και οι ανάγκες των πτωχών αδελφών μας.
Αν οι Μαθητές δεν θυσίαζαν τα δικά τους, δεν πρόσφεραν δηλαδή τα ψωμιά και τα ψάρια για φιλοξενία του κόσμου, δεν θα αυξάνονταν. Θα παρέμεναν αυτά που ήταν. Αυξήθηκαν, επειδή δόθηκαν για τους άλλους. Δίνοντας αυξάνονται, γιατί έρχεται η αυξάνουσα χάρις και σ’ εμάς και στα αγαθά. Στην αγάπη και τη φιλοξενία ο Θεός ανταποδίδει ευλογία. Αντίθετα δεν αυξάνονται και μένουν ξένα προς τη Χάρη, όταν κατακρατούνται από μερικούς τα δικά τους και αρπάζονται και τα ξένα. Μένουν ανευλόγητα, γιατί γίνονται αυτοσκοπός, με αποτέλεσμα να συμβαίνει το «ὃς μὲν πεινᾶ, ὃς δὲ μεθύει» (Α'Κορ. 11, 21).
Στον φθαρτό κόσμο μας δημιουργήσαμε μια ψεύτικη «αρχή», που λέγει: Φύλαγε τα αγαθά σου για να τα έχεις, μην τα δίνεις για να τα αυξήσεις. Αυτό είναι φιλαυτία, ατομισμός, αποτέλεσμα της αλλοτρίωσης από τον Θεό και τον άνθρωπο-αδελφό, απώλεια του βασιλικού αξιώματος, που ο Θεός χάρισε στον άνθρωπο, για να «άρχει» πάνω στα κτίσματα, ενώ αυτός υποδουλώθηκε σ’ αυτά. Αποτέλεσμα της λογικής αυτής του πεπτωκότος ανθρώπου είναι η συσσώρευση των αγαθών της γης σε μερικούς και ο καθημερινός θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων, που στερούνται και τα πιο βασικά αγαθά, που είναι απολύτως απαραίτητα για την επιβίωσή τους. Αγνοήσαμε το «ἐπείνασα καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν» του δικαίου Κριτού, πως αφορά τον καθένα μας. Χωρίς μετάνοια και επιστροφή και επανεύρεση του ευχαριστιακού ρόλου, που μας ανέθεσε ο Θεός στη χρήση του κόσμου, καμιά διόρθωση του προβλήματος δεν θα υπάρξει.
Οι πρώτοι Χριστιανοί που απέκτησαν -όπως μας διηγούνται οι Πράξεις των Αποστόλων- «νοῦν (=νοοτροπία) Χριστοῦ» που συμμετείχαν καθημερινά στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, δεν έδιναν σημασία στα υλικά πράγματα. «Εἶχον ἅπαντα κοινὰ» (τα υλικά αγαθά) (Πράξ. 2, 44) και κανένας δεν έλεγε ότι εκείνο ή το άλλο πράγμα, ήταν αποκλειστικά δικό του. Αυτό βέβαια για να συμβεί και σήμερα, θα εξαρτηθεί από την πίστη μας, την αφοσίωσή μας και τη σχέση μας με τον Θεό, που μας βοηθεί να βλέπουμε και τους άλλους ως αδελφούς.
5. Ο «Ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς»
Κάποια μέρα, μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων, ο Χριστός μιλούσε στους ανθρώπους που Τον ζητούσαν και τους έλεγε: «Με ζητάτε, όχι γιατί είδατε τα θαύματά μου, αλλά γιατί φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε» (Ἰω. 6, 26). Και συνέχισε: Να μη ζητάτε την τροφή, που φθείρεται και χάνεται, αλλά αυτή, που δεν φθείρεται και δεν χάνεται και μένει ως τροφή της αιώνιας ζωής. Και αυτή η τροφή είναι ο άρτος που θα σας δώσω, δηλαδή η σάρκα μου (Ἰω. 6, 51).
Είναι η τροφή, που μας ενώνει με τον Κύριο και μας κάνει «ἓν πνεῦμα» μαζί του. Ο Χριστός δηλαδή χαρίζει στον άνθρωπο τον άρτον τον αισθητό, όλα τα υλικά αγαθά, που έχει ανάγκη για να συντηρήσει την παρούσα ζωή του, αλλά δεν πρέπει να μένει σ’ αυτά. Να μην τα κάνει σκοπό της ζωής του. Από τα υλικά αγαθά να προχωρεί στον «Άρτον της ζωής», στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που θα του εξασφαλίσουν την αιώνια ζωή. Αυτό δεν έγινε με τον «όχλο», που χόρτασε ο Χριστός στην έρημο. Γι’ αυτό ο Χριστός εξέφρασε το παράπονό του: Δεν ζητάτε εμένα τον Θεό, τη Χάρη μου, την αιώνια ζωή, αλλά μόνο την τροφή του σώματος. Και μίλησε στη συνέχεια για το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, για το Σώμα του, που θα θυσιασθεί στον Σταυρό και για το Αίμα του που θα χυθεί, για να μεταβούμε από τη φθορά και τον θάνατο στην αφθαρσία και την αθανασία.
Η θεία Ευχαριστία, το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είναι το «κατ’ εξοχήν» δώρο, που ο Θεός προσφέρει στον άνθρωπο. Από τα δικά του αγαθά -ο άρτος και ο οίνος- γίνονται Σώμα δικό του και Αίμα δικό του. «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν», ομολογεί η Εκκλησία. Ο άνθρωπος το δέχεται για να γίνει η ζωή του αθάνατη και ευχαριστεί και επανέρχεται στη σχέση του με τον Θεό.
Έτσι ο Χριστός θυσιάζεται, «κλάται» και διανέμεται. Μετέχεται, «κοινωνείται» από όλους τους ανθρώπους και «μηδεὶς ἐξέρχεται πεινῶν». Αν σ’ αυτό το σπουδαίο «κλάσμα», που είναι όλος ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος, μετέχουν «πάντες», κατ’ επέκταση είναι δίκαιο οι «πάντες» να μετέχουν και στα υλικά αγαθά.
Ακόμη η ζωή που τρέφεται με τον «Άρτον της ζωής», πρέπει να φέρει τα χαρακτηριστικά εκείνης της ζωής, της αιωνίας, της ογδόης ημέρας και να προγεύεται εκείνη τη ζωή και να μας προετοιμάζει να παρακαθήσουμε σ’ εκείνο το δείπνο.
Ακόμη θα πρέπει να πούμε, ότι τη Χάρη του Θεού, που υπάρχει σ’ αυτό τον Άρτο, στη θεία Ευχαριστία, δεν τη δεχόμαστε όλοι εξ ίσου, αλλά ανάλογα με την καθαρτική αξία του νου μας, με τον πόθο μας και την αγάπη μας στον Χριστό και τους αδελφούς μας. Κατά το μέτρο δηλαδή της δεκτικότητας του καθενός.
Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι η «οικειοποίηση της χάριτος του τεθεωμένου Σώματος και Αίματος του Χριστού, είναι ανάλογη με τη δεκτικότητα του καθενός μας, δηλαδή την καθαρότητα της ψυχής μας». Όχι απλά να ζούμε, αλλά να ζούμε «ἐν τῷ Θεῷ». Να λαμβάνουμε τα αγαθά Του, να ευχαριστούμε, να αυξάνουμε τη σχέση μας μαζί Του και την αγάπη στους αδελφούς μας, που είναι πηγή ζωής αιωνίας.