Quantcast
Channel: Πνευματικοί Λόγοι
Viewing all 19379 articles
Browse latest View live

Η τιμή του οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου στήν Κύπρο

$
0
0
31 Ιουλίου 2017
Σημαντικό εκκλησιαστικό γεγονός για την Εκκλησία της αγιοτόκου νήσου Κύπρου, και πιο συγκεκριμένα, της Ι. Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, απετέλεσε η τιμή σε έναν από τους μεγαλύτερους Αγιορείτες Αγίους, τον όσιο Ακάκιο τον Καυσοκαλυβίτη, ιδρυτή της λαυριωτικής Σκήτης Αγίας Τριάδος των Καυσοκαλυβίων. 
Αφ᾿ εσπέρας της Κυριακής 17 Ιουνίου κατά την οποία η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη της Συνάξεως των Αγιορειτών Πατέρων, με πανηγυρικό και συνάμα κατανυκτικό τρόπο και με αθρόα συμμετοχή κλήρου και λαού έγινε η υποδοχή της προσφάτως ιστορηθείσης ιεράς εικόνας του οσίου Ακακίου.

Η υποδοχή έγινε στην κεντρική πλατεία της κωμοπόλεως Σωτήρα Αμμοχώστου και ακολούθως σχηματίστηκε ιερά πομπή προς τον ιερό ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Την πομπή κοσμούσαν η παιανίζουσα μουσική ομάδα των Κατηχητικών Συνάξεων Σωτήρας, ενώ τιμητικά συνόδευε άγημα της Λέσχης Εφέδρων Καταδρομέων Σωτήρας, παρευρισκομένων και των αρχών του τόπου.
Τα ιερά εικόνα εκόμισε από το Άγιον Όρος ο λόγιος μοναχός Πατάπιος Καυσοκαλυβίτης, Γέροντας της Ιεράς Καλύβης του Αγίου Ακακίου, ως προσκεκλημένος της Ιεράς Μητροπόλεως Κωνσταντίας και Αμμοχώστου. Ο γέροντας Πατάπιος είναι και ο αγιογράφος της εικόνας του Αγίου Ακακίου, κατόπιν αιτήσεως ευλαβών προσκυνητών της Καλύβης του, ενοριτών της ενορίας της Μεταμορφώσεως.
Κατά τον Πανηγυρικό Εσπερινό που ακολούθησε, ο πολιός προιστάμενος της ενορίας του Σωτήρα, πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Ιωάννου, προσφωνώντας με πηγαίο ενθουσιασμό εκ μέρους του συνόλου των ιερέων του ναού τον π. Πατάπιο, εξέφρασε την βαθιά του ευγνωμοσύνη προς τον αγιορείτη Γέροντα, τονίζοντας την ύψιστη ευλογία της τοπικής Εκκλησίας να υποδέχεται τα ιερά σεβάσματα του οσίου Ακακίου προς αγιασμόν και πνευματική ενίσχυση του πιστού λαού.
Στην σύντομη αλλά εμπνευσμένη αντιφώνησή του ο γέρων Πατάπιος, ως ταπεινός προσκυνητής της βυζαντινής κωμόπολης της Σωτήρας, όπως χαρακτηριστικά τόνισε, εξέφρασε τις δικές του ευχαριστίες για την γενομένη προς αυτόν πρόσκληση των υπευθύνων του ναού του Σωτήρος, όπως επισκεφθεί την φιλάγιο αυτή γωνιά της Κύπρου, προσκομίζοντας και την ευλογία του Αγίου Όρους, που την παρούσα στιγμή αισθητοποιείται στην προσκομιζόμενη ιερά εικόνα του οσίου Ακακίου, η οποία και θα παραμείνει εσαεί στον Ναό.
Καθόλη τη διάρκεια των ημερών που ακολούθησαν, συνέρρεαν καθημερινά στον ιερό ναό της Μεταμορφώσεως πιστοί απ᾿ όλη την ευρύτερη περιοχή όπως τιμήσουν τον όσιο Ακάκιο και επικαλεσθούν τις πρεσβείες του. Καθημερινά ετελείτο στον ναό Θεία Λειτουργία και Ιερά Παράκληση στον άγιο Ακάκιο, ενώ την Τετάρτη 21 Ιουνίου τελέστηκε και ιερά αγρυπνία με πάνδημη συμμετοχή, γεγονός που επιβεβαίωσε και την επιτυχία του πολύ θεάρεστου ποιμαντικού έργου που επιτελείται επί σειρά ετών στην ενορία αυτή. Κατά την διάρκεια της παραμονής του γέροντος Παταπίου τόσο οι ιερείς του ναού όσο και οι παρευρισκόμενοι ενορίτες διατράνωσαν την βούλησή τους όπως η έλευση του Αγίου στην πόλη τους, γίνει η αφορμή της ενδυνάμωσης των πνευματικών δεσμών τους με το Άγιον Όρος και την αγιοτόκο ιερά Καλύβη του Αγίου Ακακίου.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της παρουσίας του γέροντος Παταπίου στην περιοχή, προβλήθηκε την Δευτέρα 19 Ιουνίου σε κατάλληλα διαμορφωμένο υπαίθριο χώρο, σε πρώτη προβολή, βιντεοταινία που πρόσφατα ολοκληρώθηκε η παραγωγή της από το ιστολόγιο ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, με τίτλο: Μυσταγωγία: Προσκύνημα στην ιερά Καλύβη του αγίου Ακακίου στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους. Τέλος, την Τρίτη 20 Ιουνίου, ο γέροντας Πατάπιος εκφώνησε σε πολυπληθές ακροατήριο Ομιλία με θέμα: «Οι αγιορείτες άγιοι Παΐσιος και Πορφύριος και η παιδαγωγία των νέων». Και στις δύο περιπτώσεις ακολούθησε δεξίωση προς αναψυχήν των παρευρισκομένων.

«Το χέρι του Γέροντα Πορφυρίου ήταν θεοκίνητο»

$
0
0
Πρωτοπρεσβύτερος Χριστόδουλος Χατζηθανάσης
Να σας πω και μια άλλη ιστορία να δούμε πως το πνεύμα του Θεού δεν κάνει λάθος. Αυτές θα είναι μια προσωπική και μία μη προσωπική ιστορία. Να σας πω πρώτη τη μη προσωπική ιστορία. 
Όταν ήτανε ο π. Πορφύριος, που έλεγε «με διώξανε από το Άγιον Όρος», έτσι το έλεγε, δεν έλεγε έφυγα εξ αιτίας της φυματίωσης που είχα πάθει, με διώξανε από το Άγιον Όρος, έλεγε. Όταν λέει με διώξανε από το Άγιον Όρος, μια μέρα περπατούσε στη Θεσσαλονίκη, μιλάμε το 1937 περίπου, και δίπλα του περνούσε μια άμαξα με έναν άμαξά. Ο αμαξάς την ώρα που περνούσε δίπλα του έβριζε την Παναγία. Στενοχωρήθηκε πολύ ο Γέροντας γιατί την Παναγία την αγαπούσε πιο πολύ και από τη μάνα του. Ο ίδιος μου είχε πει κάποτε· «εγώ την Παναγία παρακαλούσα και αυτή έκανε τα θαύματα». Και πράγματι την Παναγία παρακαλούσε και η Παναγία τον άκουγε. Λοιπόν, περπατούσε η άμαξα δίπλα του και ο Γέροντας Πορφύριος στενοχωρέθηκε. Λέει, λοιπόν, «Παναγία μου κάνε αυτά τα χείλη αντί να σε βρίζουν να σε παρακαλούν». Δεν πρόφτασε να το πει καλά-καλά, πέφτει η άμαξα σε μια λακούβα, τουμπάρει η άμαξα, αμαξάς και άλογο γίνανε μαλλιά κουβάρια. Το αποτέλεσμα ήταν να πέσει κάτω ο αμαξάς, να τραβάει τα μαλλιά του και ν’ αρχίζει να φωνάζει, «Παναγία μου, Παναγία μου, Παναγία μου». Στη συνέχεια ο πατήρ Πορφύριος μου λέει, «στενοχωρέθηκα και από τότε έμαθα. Τί έμαθα; Έμαθα ότι όταν συμβαίνει κάτι κακό, όταν κάποιος βρίζει, όταν κάποιος κάνει κάτι άλλο, το μόνο που πρέπει να λέμε είναι “Κύριε Ελέησον” και το “Κύριε Ελέησον” τα περιλαμβάνει όλα και ο καλός Θεός ξέρει τι πρέπει να κάνει».

Θα σάς πω κι ένα προσωπικό μου θέμα που είναι λιγάκι περίεργη ιστορία και ακούστε την. Ένα βράδυ εφημέρευα στο Νοσοκομείο της Κορίνθου. Δεν είχε δουλειά και πήγα στο δωμάτιο να κοιμηθώ. Μέσα στη νύχτα με ξυπνάει ο νοσοκόμος και μου λέει- «ξέρεις, ήρθε ένα περιστατικό κάτω, κατεβαίνω κάτω στα εξωτερικά ιατρεία». Και πράγματι βλέπω ένα ανδρόγυνο και η γυναίκα ήταν χτυπημένη, μωλωπισμένη με σχισμένα τα ρούχα, μαυρισμένα τα μάτια, προφανώς είχε αρπάξει ξύλο, τους έβαλα να περάσουνε στο εξεταστήριο. Λέω στον κύριο περάστε έξω να πάρουμε τα στοιχεία και να εξετάσουμε τη γυναίκα. Μόλις μπαίνουμε μέσα και κλείνουμε την πόρτα, λέω· «τα στοιχεία σας», αυτό είναι τυπική διαδικασία να ρωτήσω τον ασθενή για να το γράψω στο βιβλίο συμβάντων. Αυτός κρυφάκουγε απ’ έξω, θυμώνει, ανοίγει την πόρτα και μου λέει: «Ρε γιατρέ, γιατί δεν κάνεις τη δουλειά σου και ρωτάς τέτοια πράγματα» και σηκώνει το χέρι για να μου δώσει γροθιά. Θα την έτρωγα τη γροθιά, αλλά τη γλίτωσα γιατί είχαμε ένα έμπειρο και χειροδύναμο νοσοκόμο που πρόφτασε να μπει ανάμεσα και να του πιάσει τα χέρια. «Έλα δω» της λέει, την βουτάει και φεύγουνε. Έληξε το θέμα εκεί. Μετά από λίγες ημέρες, πάω στον π. Πορφύριο και του λέω: «Γέροντα, άσε να σου πω τι έπαθα στο Νοσοκομείο. Αυτό κι αυτό». Οπότε ξέρετε τί γύρισε και μου είπε; «Εσύ έφταιγες». Λέω: «Γέροντα εγώ έφταιγα;». «Ναι, μου λέει, θα σου πω γιατί. Εσύ όταν τον είδες κατάλαβες τι έγινε, τον αντιπάθησες αυτόν μέσα σου και αυτός θύμωσε μαζί σου». Καταλάβατε; Η δική μας η κατάσταση πόσο επηρεάζει τους άλλους; Το χέρι του Γέροντα Πορφυρίου ήταν θεοκίνητο. Πολλές φορές πήγαινε κατ’ ευθείαν στην αρρώστια που είχες. Πολλές φορές πήγαινες και είχες έναν πόνο στο χέρι. Σου έπιανε το πόδι. Είχες την κοιλιά σου, έπιανε την κοιλιά. Και τον ρώτησα· «δηλαδή του λέω, Γέροντα», αυτό είναι προσωπική εξομολόγηση, «το χέρι είναι θεοκίνητο;». «Ναι» μου λέει. Το χέρι του πήγαινε μόνο του στην αρρώστια και πολλές φορές μάλιστα επί τόπου την θεράπευε.

Ο Οσιομάρτυρας Διονύσιος

$
0
0
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός († 2009)
Ο Οσιομάρτυρας Διονύσιος, μοναχός της Μονής, απεστάλη το 1822 στην Κρήτη, ως συνοδός της Αγίας Ζώνης της Θεοτόκου εξαιτίας μιας επιδημίας που μάστιζε το νησί. Επειδή τότε εκδηλώθηκε και στην Κρήτη η επανάσταση, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν ως όμηρο και τον πίεζαν να ασπαστεί τον Ισλαμισμό.
Επειδή αρνήθηκε, οι Τούρκοι τον βασάνισαν τρυπώντας με πυρακτωμένη σούβλα τα μηνίγγια του. Παραμένοντας σταθερός και ανυποχώρητος στην πίστη οδηγήθηκε την Καθαρά Δευτέρα του 1822 στην αγχόνη.Ως τέλειος μάρτυρας και ομολογητής κατετάγη με Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο αγιολόγιο της Εκκλησίας. Ως ημέρα της μνήμης του ορίστηκε η 31η Ιουλίου.

Άγιος Ευδόκιμος

$
0
0
Ο μακάριος Ευδόκιμος έζησε κατά τους χρόνους του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842). Οι γονείς του, Βασίλειος και Ευδοκία, ήσαν πατρίκιοι και κατάγονταν από την Καππαδοκία. 
Άγιος Ευδόκιμος και Άγιος Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας
Η αρχοντιά της κοινωνικής τάξης τους συνδυαζόταν με ακλόνητη προσήλωση στην ορθό­δοξη Πίστη και διάπυρη ευσέβεια, την οποία μετέδωσαν στον γιό τους. Αφού έλαβε επιμελημένη μόρφωση, ο Ευδόκιμος τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα με το αξίωμα του κανδιδάτουκαι ορίστηκε στρατοπεδάρχης, δηλαδή στρα­τιωτικός διοικητής, της Καππαδοκίας και κατόπιν όλης της Αυτοκρατορίας. Αντί όμως να χρησιμοποιήσει τα προνόμια αυτά προς δική του ευμάρεια και δόξα, τα έκανε όργανα αρετής και, εν μέσω της τύρβης του κόσμου, έλαμπε ωσάν κρίνος ανάμεσα σε αγκάθια και ωσάν χρυσός σε κάμινο.

Διατηρώντας όχι μόνο την αγνεία του σώματος αλλά και των λο­γισμών, δεν επέτρεψε ποτέ να σταθεί το βλέμμα του πάνω σε γυναίκα και απέκτησε με αυτόν τον τρόπο την αναγκαία καθαρότητα ώστε να παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού. Στην αγνεία αυτή προσέθεσε τους πλού­σιους καρπούς της αγάπης και της ευσπλαχνίας απέναντι στους πτω­χούς, τις χήρες και τα ορφανά, ώστε κατέστη αληθινό σκεύος εκλογής της θείας χάριτος και ζώσα εικόνα της αρετής. Αξεπέραστος στην αγάπη του για τον πλησίον, αποστρεφόταν την καταλαλιά και όχι μόνο απείχε από το να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση για τον άλλο, αλλά έβρισκε πάν­τα τον τρόπο να εμποδίσει τους άλλους να πουν λόγια που θα μπορού­σαν να πληγώσουν τον πλησίον. Έλεγε, μάλιστα, ότι ο καθένας θα έπρεπε ν’ ακούει μάλλον παρά να ομιλεί και το αποδείκνυε εφαρμόζοντας στην πράξη δίχως πολλά λόγια όλες τις εντολές του Θεού.

Σε ηλικία τριάντα ετών προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια και, αφού προετοιμάσθηκε και αποχαιρέτισε τους κοντινούς ανθρώπους του, έστρεψε την προσευχή του προς τον Κύριο ζητώντας από Αυτόν να μην δοξασθεί μετά τον θάνατό του. Παρά την επιθυμία του αυτή, καθώς ο λύχνος δεν μπορούσε να μείνει κρυμμένος υπό τον μόδιον, μόλις κατατέθηκε η σορός στον τάφο, ένας δαιμονισμένος ελευθερώθηκε και ένα παραλυτικό παιδί στάθηκε στα πόδια του στερεωμένο. Τα θαύματα πολλαπλασιάσθηκαν και επιτελούνταν ιδίως με το λάδι της κανδήλας που έκαιγε ακοίμητη στον τάφο του, αλλά και με το χώμα του τάφου, που έστελναν σε αρρώ­στους για να τρίψουν μ’ αυτό τα πονεμένα μέρη. Δεκαοκτώ μήνες μετά την μακαρία κοίμησή του, κατόπιν αιτήματος της μητέρας του, ανοίχθηκε ο τάφος του Ευδοκίμου και το σώμα του βρέθηκε απολύτως άφθαρτο αναδίδοντας εξαίσια ευωδία. Κατόπιν το τίμιο αυτό λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό της Θεοτόκου, τον οποίο είχαν κτίσει οι γονείς του αγίου.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 344-345)

Η Ύβρις - ανοχή στην παρανομία - θα φέρει τη "Νέμεση"

$
0
0
Ο ψευδοπροοδευτικός χώρος αλωνίζει επί δεκαετίες συγκυβερνώντας τη χώρα και υποκαθιστώντας πολλές φορές την τύποις εξουσία 
Αποτέλεσμα εικόνας για συριζα
Οι παππούδες μας πρόσεχαν πολύ μήπως περιπέσουν στην «Ύβρι», επειδή είχαν συνειδητοποιήσει πως μετά από αυτήν ερχόταν η «Νέμεσις» ως τιμωρός.Η Ύβρις, ήταν η προσωποποίηση του τρόπου ζωής του αλαζόνα, ο οποίος βγαίνει από τα όρια της καθορισμένης κοινωνικής συμπεριφοράς. Αυτού, που νιώθει τον εαυτό του τόσο ισχυρό, ώστε να μπορεί να παραβιάζει ανθρώπινους και θεϊκούς νόμους, πιστεύοντας ότι θα παραμείνει εσαεί ατιμώρητος.

Δεν υπάρχουν περιπτώσεις στην ανθρώπινη ιστορία που να μη επενέβη η Νέμεσις, για να επαναφέρει τα πράγματα στην σωστή τάξη, αφαιρώντας τα «εύσημα» που με αθέμιτα και άνομα μέσα κάποιοι απέκτησαν. Ο λαός, πολύ σοφά λέγει ότι «όλα εδώ πληρώνονται». Έστω και αργά, έστω και με σοβαρή βλάβη, όχι όμως ανήκεστη οι αλαζόνες επιστρέφουν στα υπόγεια, που είναι η θέση τους.

Αυτό δεν το έχει υπολογίσει σωστά το αλλοδαπό και εγχώριο σύστημα, ίσως διότι στερείται ελληνικής παιδείας. Είναι αλήθεια, ότι ο ψευτοπροοδευτικός χώρος αλωνίζει επί δεκαετίες, συγκυβερνώντας ουσιαστικά τη χώρα -ως ένα από τα εξωθεσμικά κέντρα, που καθορίζουν δυστυχώς τις τύχες του λαού- υποκαθιστώντας πολλές φορές την τύποις εξουσία.

Αντιλαμβανόμενοι, οι ψευτοπροοδευτικοί, ότι η κοινωνία εκφοβισμένη τους παρείχε ασυλία, επεκτείνουν ολοέν τα όρια επεμβάσεών τους στην κοινωνική ζωή. Ποιος, πότε τιμωρήθηκε παραβιάζοντας τους νόμους, αν δηλώσει «προοδευτικός»; Είναι χαρακτηριστική η στάση του Αριστερού προέδρου της Βουλής, ο οποίος καλύπτει την παρανομία, υποστηρίζοντας το καινοφανές ότι δεν υπήρξε βία. Αναρωτιέμαι, αν οι λεγόμενοι ακτιβιστές ανήκαν στον χώρο της Χρυσής Αυγής, και έπρατταν τα ίδια με τον Ρουβίκωνα, ο «προοδευτικός» κ. Βούτσης θα εξέφραζε την ίδια άποψη;

Όταν όμως περνάς τα όρια, όταν «υβρίζεις» την κοινωνία, κάποτε θα έλθει η ώρα της τιμωρίας, έστω και αν αυτή είναι μόνον η περιθωριοποίηση του υβριστή. Η δράση φέρνει αντίδραση, δεν υποστηρίζουν και οι μαρξιστές; Ανέχθηκε ο λαός επί καιρό τις εις βάρος του ενέργειες. Φοβήθηκε τους δυσφημιστικούς χαρακτηρισμούς, αν αντιδρούσε. Όπως έγραψε κάποτε ο Κ. Χαρδαβέλας: «Πας μη αριστερός, είναι φασίστας, ρατσιστής και εθνικιστής!».

Όλα έχουν ένα όριο, το οποίο ξεπερνούν οι «επαγγελματίες του ανθρωπισμού», και θα έρθει η ώρα που η πορεία θα είναι αντίστροφη. Έτσι γίνεται πάντα, όπως με τις κυκλικές διακυμάνσεις στην οικονομία. Ο υπερσυντηρισμός φέρνει την αριστερά της «ελευθερίας» (ελευθεριότητας, δηλαδή), και ο αριστερισμός (που ο ίδιος ο Λένιν κατάκρινε, ως την παιδική ασθένεια του μαρξισμού) φέρνει την «τάξη και ασφάλεια». Αιώνια η εναλλαγή. Είναι τυχαία η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη;

Η Ύβρις των αρχαιοελλήνων ήταν θυγατέρα (κατ’ άλλους, μητέρα) του Κόρου (κορεσμού). Τίποτε δεν είναι τυχαίο στην ελληνική μυθιστορία. Όπως και η ταύτιση της ύβρης με την αναίδεια. Οι Αθηναίοι, ύστερα από το Κυλώνιο άγος, αφιέρωσαν στην Ύβρι και στην Αναίδεια έναν μικρό ναό, για να τις εξευμενίσουν και να τους αφήσουν ήσυχους.

Χωρίς να το καταλάβουν οι ψευτοπροοδευτικοί, με το ακόρεστο πάθος τους να κυβερνούν ουσιαστικά, έστω κι αν είναι αριθμητικά λίγοι, βάζουν ταφόπλακα στη μεταπολίτευση. Κούρασαν, και υποχρέωσαν ακόμη και τους συνοδοιπορούντες να δυσανασχετούν.
Είναι βέβαιο, ότι θα έρθει η Νέμεσις. Αυτή, που έχει τη φροντίδα να μοιράζει (νέμειν) στον καθένα ό,τι του ανήκει σύμφωνα με την αξία του και τη θέση του, να επιβάλλει δικαιοσύνη και να καθορίζει τις ποινές. Αν δεν την υποδεχθούμε, τότε να πούμε απλώς, ότι «τελειώσαμε».
Μακεδών
Πηγή: Voria

Άθως ο Εμός......Μνημόσυνο ευγνωμοσύνης σε άγνωστους Αγιορείτες Γέροντες

$
0
0

Γέροντας Ενώχ ο Ρουμάνος - Γέροντας Τιμόθεος από την Προύσσα

Συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και 
Γέρων Τιμόθεος
τα λίγα λόγια τους βοήθησαν πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.

Ο γέρο Ενώχ ήταν ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ’ αυτές εκτέθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους πολλούς.

Ήταν ρακένδυτος, γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του έδιναν. Όταν ένας ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».

Δεν έλεγε πολλά, αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».)

Το 1979 άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η «ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν, ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.

Ο γέρο Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ’ ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.

Κατηγορούσε τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση, απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι’ αυτούς που ένιωθε ότι θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.
Γέρων Τιμόθεος
Οι απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ’ όσα του έλεγες αλλά μ’ αυτό που διέκρινε μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις, να μην τα λες», κοκ.

Ένας μοναχός εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου, με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν από εννιά μήνες.

Άρχισε να έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο, και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ’ αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς απ’ αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.

Κάποτε ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο, δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο εύελπις ούτε απ’ αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα. Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής».

Ο γέρο Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση τελευταία χρόνια της ζωής του.

Γέροντας Φιλάρετος-Γέροντας Βαρθολομαίος

*Κείμενο Μοναχού Χ. Πρώην Σταυρονικιτιανού
Ο π. Βασίλειος, που διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα από το 1968 ως το 1990 και της Ιεράς Μονής Ιβήρων από το 1990 ως το 2005, φεύγοντας από την πρώτη μονή για να πάει στη δεύτερη, άφησε παραγγελία στους πατέρες να συνεχίσουν να φροντίζουν έναν από τους θησαυρούς του μοναστηριού: τα γεροντάκια που έφερναν εκεί από τα διάφορα ησυχαστικά κελλιά και καλύβες της περιοχής, τα οποία, με το παράδειγμα και τη χάρη του Χριστού που μεταδίδουν, βοηθούν περισσότερο απ’ όσο βοηθιούνται.Στη Μονή Σταυρονικήτα πήγα το 1978.

Βρήκα εκεί τον γέρο Βαρθολομαίο, τον ρουμάνο, που είχε πάρκινσον βαριάς μορφής, ώστε να μην μπορεί ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι ή την καρέκλα και να τρέμει ολόκληρος. Το στόμα του είχε στραβώσει, και δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει. Είχε ένα κουδουνάκι στο χέρι του, για να ειδοποιεί τον μοναχό που τον διακονούσε.

Στο Άγιο Όρος είχε έρθει λίγο μετά το 1920, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών. Όπως σημειώνει ο γέρο Παΐσιος στο κείμενο που έγραψε για τον γέρο Φιλάρετο, τον Γέροντά του (εκοιμήθη το 1975 σε ηλικία 83 ετών και τιμάται ως άγιος στη Ρουμανία) στο βιβλίο του «Αγιορείται πατέρες και αγιορείτικα»:

«Τον πατέρα Βαρθολομαίο μετά [την κοίμηση του Γέροντά του], τον γηροκόμησε η Μονή Σταυρονικήτα.

Ο πατήρ Βαρθολομαίος είχε υπηρετήσει και για αρκετά χρόνια ως Μοναχός στο Λεπροκομείο που είχε η Ιερά Μονή Ιβήρων στην περιοχή της».

Μέχρι το 1975, ο π. Φιλάρετος με τον π. Βαρθολομαίο έμεναν στην Καψάλα, στο κελλί του Αγίου Ανδρέου, κοντά στο κελλί του Τιμίου Σταυρού, όπου ασκήτευε ο π. Παΐσιος από το 1969 ώς το 1979. Ο π. Φιλάρετος υπέφερε από δύσπνοια. Όταν αρρώστησε κι ο π. Βαρθολομαίος, ο Γέροντας, παρά τα χάλια της υγείας του, διακονούσε τον υποτακτικό του για δεκαπέντε χρόνια. Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια και κελλιά τους πρότειναν να τους γηροκομήσουν, αυτοί αρνούνταν, γιατί, όπως γράφει ο π. Παΐσιος, «είχαν ζήσει πολλές θείες καταστάσεις σ’ αυτό το Κελλί τους και δεν τους έκανε καρδιά να αποχωριστούν από ένα θείο χώρο, αλλά και . δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε άλλους, γιατί είχαν και αρχοντικές ψυχές».Αυτό που διέκρινε κανείς στο πρόσωπο του γέρο Βαρθολομαίου, ήταν η εγκαρτέρηση. Επί είκοσι χρόνια σήκωνε τον σταυρό του χωρίς γογγυσμούς.

Αλλά είχε κι άλλες εμπειρίες που ήταν δύσκολο σ’ έναν αρχάριο σαν και μένα να τις αντιληφθεί. Θα γράψω παρακάτω τα λίγα πράγματα που έπεσαν στην αντίληψή μου.Στο μοναστήρι είχαμε κι έναν Ελβετό μοναχό που ήξερε εφτά γλώσσες. Το διακόνημά του τότε ήταν η καθαριότητα. Μια μέρα σκούπιζε την αυλή.

Ο π. Βαρθολομαίος καθόταν στην καρέκλα του, έξω από το κελλί του, στον διάδρομο που έβλεπε στην αυλή, μαζί με τον αδελφό που τον διακονούσε. Του λέει αυτός: «Τον βλέπεις αυτόν; Ξέρει εφτά γλώσσες: Γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, σερβικά.». Ο γέρο Βαρθολομαίος, απαθής, τον διακόπτει: «Γιούφτικα ξέρει; Ε, τίποτα δεν ξέρει». Αυτή ήταν η αξία της κοσμικής μόρφωσης στα μάτια του γέροντα. Και τα «γιούφτικα» ίσως είναι η γλώσσα της ταπείνωσης και της αφάνειας.

Ο επόμενος διακονητής του ήταν ένας μοναχός με ζήλο, αλλ’ αρκετά οξύθυμος και αμφίθυμος. Μια μέρα έβαλε τις φωνές στον γέροντα γιατί λερώθηκε. Ο γέροντας δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο ο διακονητής του έβαζε μετάνοιες, του ζητούσε συγγνώμη και του έλεγε: «Είμαι παλιοτόμαρο, βλάκας», κλπ. Ο γέροντας, απαθής, του λέει: «Κι εγώ τι είμαι;»

Ενώ ο γέροντας ήταν παράλυτος, ο επόμενος διακονητής του ένα πρωινό τον βρήκε όρθιο έξω από το κελλί του. Του λέει ο αδελφός: «Τι έγινε, γέροντα; Πώς βγήκες έξω;» Του απαντά αυτός: «Ήρθε το βράδυ ο άγγελός μου και με πήγε στη Λάκκο-σκήτη.» (Είναι αρκετά απομονωμένη, μέσα στο δάσος και ησυχάζουν Ρουμάνοι εκεί). «Τι είδα στον δρόμο! Νερά, ελάφια, ζαρκάδια! Και οι πατέρες πόσο ευλαβείς!» Στα εξήντα χρόνια της παραμονής του, ο γέροντας δεν είχε επισκεφτεί τη σκήτη, κι ο Θεός του έδωσε μια μικρή παρηγοριά. Και για να το καταλάβουμε, δεν τον άφησε στο κρεβάτι του, αλλά στον διάδρομο.Αναπαύθηκε ειρηνικά στις 22 Νοεμβρίου του 1982, για να βρει τον Γέροντά του και τους άλλους αγίους.
παπα-Λίβυος….Ελεύθερες σκέψεις.

Η πρώτη αλησμόνητη συνάντηση του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ με τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη

$
0
0
Ο Γέροντας Σωφρόνιος (1896–1993), έζησε περίπου πέντε χρόνια (Φθινόπωρο του 1925 – Πάσχα του 1930) στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, πριν ακόμη γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Σιλουανό (1866–1938). 
Ο Γέροντας, χειροτονήθηκε διάκονος το 1930. Και, κάθε φορά που έβγαινε να θυμιάσει τους μοναχούς, αισθανόταν δέος και ντροπή, όταν περνούσε μπροστά από τον Άγιο. Μέχρι τότε όμως δεν έτυχε να συνομιλήσει μαζί του. Λίγο χρόνο μετά την χειροτονία του, ήλθε να τον επισκεφθεί ο ερημίτης μοναχός π. Βλαδίμηρος, με τον οποίον συζήτησαν διάφορα πνευματικά θέματα. Κατανυγμένος από την συζήτηση και από την όλη πνευματική ατμόσφαιρα της συνομιλίας, ο π. Βλαδίμηρος, απευθύνει ξαφνικά το ερώτημα στον τότε νεαρό ιεροδιάκονο:
–«Πάτερ Σωφρόνιε, πες μου ένα λόγο για την σωτηρία της ψυχής μου· πώς μπορώ να σωθώ;».
Την αφήγηση για την συνέχεια του λόγου την αφήνουμε εξ ολοκλήρου στον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο: «Η συνάντησή μου με τον Γέροντα Σιλουανό, συνέβη ως εξής: Ήμουν πολύ ντροπαλός και δεν μπορούσα να απευθυνθώ μόνος σε αυτόν. Μία ημέρα, με επισκέφθηκε ένας μοναχός που είχε σπουδάσει μηχανολόγος, ο π. Βλαδίμηρος. Αυτός, είχε πάει στον Άθωνα πριν από μένα. Και, να! Την δεύτερη –ίσως και την πρώτη– ημέρα του Πάσχα του 1930, έρχεται και μου λέει:
–Πάτερ Σωφρόνιε, πώς μπορώ να σωθώ;
Εγώ, μη γνωρίζοντας πώς έπρεπε ουσιαστικά να του απαντήσω, του είπα:

–Να στέκεσαι στα όρια της απογνώσεως· και, όταν δεν μπορείς άλλο, τότε να απομακρύνεσαι από αυτά. Κάθισε και πιες ένα φλυτζάνι τσάϊ. Και του πρόσφερα το τσάϊ…». Ο λόγος αυτός και, προπαντός, η ενέργεια που μεταδόθηκε, «χτύπησε» καίρια τον μοναχό Βλαδίμηρο, που αποχώρησε βαθειά συντετριμμένος για να επισκεφθεί κατόπιν τον Άγιο Σιλουανό προκειμένου να ελέγξει την αλήθεια και την ασφάλεια αυτής της, πνευματικής φύσεως, προτροπής.
Την επομένη αυτής της συζητήσεως, ο Γέροντας κατέβαινε από την σκάλα του πολυωρόφου κτιρίου της Μονής προς την κεντρική αυλή και ο Άγιος Σιλουανός ανέβαινε από τον αρσανά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κανονικά, θα έπρεπε να συναντηθούν έξω από την είσοδο του Καθολικού της Μονής. Ο Γέροντας Σωφρόνιος, όμως, από ευλάβεια όπως πάντοτε, λοξοδρόμησε για να μην συναντήσει τον Άγιο. Αλλά και ο Άγιος Σιλουανός άλλαξε πορεία, και η συνάντηση μπροστά στην Τράπεζα ήταν αναπόφευκτη. Αυτήν την εξαιρετικά πολύτιμη συνάντηση, θυμάται και μας την διηγείται ο ίδιος ο Γέροντας Σωφρόνιος: «Μετά από μένα, αυτός ο μοναχός, πήγε στον Γέροντα Σιλουανό και του είπε: «Να, ήμουν στον π. Σωφρόνιο και μου είπε αυτό το πράγμα». Την άλλη μέρα, στην αυλή του Μοναστηριού, από την μία πλευρά προχωρούσε ο Γέροντας και από την άλλη εγώ. Από σεβασμό απομακρύνθηκα για να του ανοίξω δρόμο, αλλά αυτός ήρθε να με συναντήσει και μου είπε:

–Σας επισκέφθηκε χθες ο π. Βλαδίμηρος;
–Μάλιστα. Και (αποφεύγοντας όλα τα ενδιάμεσα στάδια ενός κοινού, συμβατικού διαλόγου), ο πρώτος λόγος που του πρόφερα, ήταν: – Έ σ φ α λ α ; Και αυτός, είπε:
–Όχι, είχατε δίκαιο· αλλά, αυτό που είπατε, δεν ήταν στα μέτρα του αδελφού. Ελάτε σε μένα· θα ήθελα να μιλήσουμε. Τότε, μου έδωσε σημειώσεις από την ζωή του για τον πνευματικό αγώνα, όταν δεν μπορούσε να υπερνικήσει μέσα του την αμαρτία στο επίπεδο των λογισμών. Δηλαδή, όταν στον νου υπάρχουν λογισμοί κατακρίσεως, στην καρδιά γεννιέται αντιπάθεια, ψυχρό βλέμμα, απώθηση ανθρώπου, αδιαφορία προς αυτόν, κλπ.. Μία νύχτα, κατά την οποία ο ίδιος βρισκόταν στα όρια της απογνώσεως, προσευχήθηκε στον Θεό: «Πώς μπορώ να ξεφύγω από αυτήν;». Τότε, του δόθηκε η απάντηση:
«Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι!».

Και ο λόγος αυτός ήταν γι’ αυτόν η αρχή της νίκης· ήταν το άνοιγμα προς την οικουμενική αγάπη. Τότε, έπαψε να φοβάται. Καταδίκαζε τον εαυτό του στον άδη και εξαφανιζόταν κάθε κατάκριση για τους ανθρώπους. Και έμενε μόνο η συμπόνια. Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις. Και, ανάλογα με το μέτρο στο οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, σ’ αυτήν την κατάσταση, πραγματικά δεν κατακρίνει. Δεν απορρίπτει, τα υπομένει όλα, θέλει για όλους το καλό. Γιατί, το Πνεύμα του Θεού, είναι εύκολο να εμφανιστεί και να εγγίσει τον άνθρωπο. Και έτσι εμπνεύστηκε ο Άγιος Σιλουανός. Η έμπνευση αυτή, είναι η έλευση του Αιωνίου Πνεύματος του Θεού (στην οποία περικλείεται η αρχική έννοια του όρου έμπνευση). Μου έδωσε, λοιπόν, τις σημειώσεις του και συζητήσαμε μαζί. Από τότε, εκείνος έγινε για μένα το πρώτο και κύριο στήριγμα όλης της μετέπειτα ζωής μου…».
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ (1896–1993)

[(1) Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Γράμματα στη Ρωσία», σελ. 38–39, α΄ έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2009. (2) Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου): «Αναφορά στην Θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου», Εισαγωγή, σελ. 14–15, α΄ έκδοση, όπ. π., 2000. (3) Στην φωτογραφία: Ο νεαρός, τότε, ιεροδιάκονος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (πάνω) με τον Γέροντά του, Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη (κάτω).]
E.

Η Πατατού και ο Άγιος Γέροντας Παΐσιος

$
0
0
Υπάρχει στην εποχή μας για γυναίκα αγωνίστρια της ζωής κάπου στη Χαλκιδική. Η δουλειά της είναι να πουλάει πατάτες από τις καλλιέργειες της και με αυτά να ζει την οικογένεια της.
Το παιδάκι της γεννήθηκε με λαγώχειλο, κάτι που μπορεί στο καθένα μας να είναι απλό αλλά στη καρδιά της μάνας ήταν πόνος μεγάλος και γιαυτό προσπαθούσε να το διορθώσει με τους γιατρούς.
Τελικά βρήκε ένα γιατρό που της ζήτησε κάποια χρήματα για να κάνει αυτή την επέμβαση. Όμως η Πατατού δεν είχε τα λεφτά για να τα δώσει στο γιατρό….άρχισε λοιπόν έναν αγώνα μεγάλο να μαζέψει τα λεφτά πουλώντας όσο μπορούσε πιο πολλές πατάτες αλλά…….δεν μπορούσε να τα μαζέψει…πήγαινε πιο μακριά σε χωριά πολύ πιο μακριά για να αυξήσει τα χρήματα της αλλά δεν μπορούσε.
Έτσι αποφάσισε να πουλήσει το μικρό αυτοκίνητο που είχε και πουλούσε τις πατάτες προς χάρη του παιδιού της.
Έκλεισε ραντεβού με τον αγοραστεί στη τιμή που είχαν συμφωνήσει…
Όμως το βράδυ που κοιμήθηκε είδε έναν ρασοφόρο και της λέει: μη πουλήσεις το αυτοκίνητο θα μαζέψεις τα λεφτά και θα κάνεις την εγχείρηση…..
Απορία όμως της δημιουργήθηκε ποιος ήταν αυτός που την μίλησε και άκουσε φωνή…ο Άγιος Παΐσιος!
Και πράγματι με την αύριο πολύς κόσμος μαζεύτηκε όλη μέρα σπίτι της και ζήταγε και αγόραζε τις πατάτες της…..Έτσι μάζεψε τα λεφτά για την εγχείρηση!!

Ζει Κύριος ο Θεός διά των Αγίων Αυτού!

Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης: «Αν την θλίψη σου την κάνεις προσευχή, αν τον πόνο σου δεν τον αφήνεις μέσα σου, αλλά τον κάνεις ανάταση, τότε μεταβάλλεται σε δύναμη»

$
0
0
Ὁ Γέροντας Πορφύρος ἀπέφευγε τὴν ὀξύτητα στὶς ἐκφράσεις. Συνιστοῦσε πάντα ὅλα νὰ γίνονται ἁπαλὰ καὶ χωρὶς βία. 
— Οἱ τρομακτικὲς μορφὲς ποὺ παίρνει ὁ πονηρὸς καὶ παρουσιάζεται 
στὸν χριστιανό, ὀφείλον­ται πολὺ συχνὰ στὸν βίαιο τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖον ὁ πιστὸς πολεμᾶ τὰ πάθη του, ἔλεγε. Τὸ πνεῦμα τοῦ κακοῦ δὲν ἔχει μορφή. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ δίνουν μορφὴ ἀνάλογα μὲ τὰ βιώματά τους, τὰ γονίδιά τους καὶ τὴν κληρονομικότητά τους. 
— Καὶ ὁ Μέγας Ἀντώνιος ποὺ ἔβλεπε τέτοιες μορφές; 
—  Ἔ, δὲν ἦταν μέγας καὶ ἅγιος ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἔλεγε μὲ χαμόγελο. Νὰ ἀγωνίζεσαι ἁπαλὰ καὶ χωρὶς βία νὰ μεταμορφώσεις τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη σὲ καλά. Οἱ τρεῖς  Ἱεράρχες δὲν ἔβλεπαν τὸ κακό* καὶ δὲν περιγράφουν τὸν διάβολο. Δὲν ἀσκοῦσαν βία πάνω τους, ὥστε νὰ καταπιεσθεῖ τὸ νευρικὸ σύστημα. Μὲ ἁπαλὸ καὶ ἐρωτικὸ τρόπο ἔστρεφαν ἀβίαστα τὸν νοῦ τους πρὸς τὸν Χριστό, καὶ τὰ ἄλλα ὑποχωροῦσαν, κι ἔτσι δὲν ὑπῆρχε καμία καταπίεση. Δίνονταν στὸν Χριστὸ καὶ ὅλη ἡ δυναμικότητά τους πήγαινε ἐκεῖ. Δὲν ἔμενε τίποτα γιὰ τὸν ἀντίθετο. Ἂν τὴν θλίψη σου τὴν κάνεις προσευχή, ἂν τὸν πόνο σου δὲν τὸν ἀφήνεις μέσα σου, ἀλλὰ τὸν κάνεις ἀνάταση, τότε μεταβάλλεται σὲ δύναμη.  Ἔτσι ἔκαναν οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Τότε ποὺ ἔμεινα τρεῖς μέρες στὴν ἐκκλησία καὶ μελετοῦσα περιμένοντας τὴν κουρά μου, τότε ἤμουν μέσα στὸν Θεό. Καὶ ἐπανέλαβε τὴν σκέψη του γιὰ τὴν Ἐκκλησία: Ὅλοι νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὰ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἄκτιστη.  Ὅλοι ἑνούμεθα ἐκεῖ μεταξύ μας καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους. Ἑνωμένοι καὶ ὁ Υἱὸς μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα, ἡ Παναγία Τριάδα, κι ἐμεῖς μαζί Της. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. (Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο“, τῆς Ἄννας Κωστάκου)

Τα αγιογραφικά αναγνώσματα της Τρίτης 1 Αυγούστου 2017

$
0
0
Μνήμη τῶν Ἁγίων ἑπτὰ παίδων τῶν Μακκαβαίων καὶ τοῦ διδασκάλου αὐτῶν Ἐλεαζάρου καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν Σολομονῆς καὶ ἡ Πρόοδος τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ Σταυροῦ.
Ἀπόστολος
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΑ´ 33 - 40
33 οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, εἰργάσαντο δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, 34 ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον στόματα μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν πολέμῳ, παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· 35 ἔλαβον γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως τοὺς νεκροὺς αὐτῶν· ἄλλοι δὲ ἐτυμπανίσθησαν, οὐ προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· 36 ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς· 37ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν, ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, 38 ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. 39Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, 40 τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι. 
ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΙΒ´ 1 - 2
1 Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι’ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, 2 ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρὸν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν. 
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα 
Εὐαγγέλιον
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ Ι´ 16 - 22
16 Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. 17 προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· 18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. 19 ὅταν δὲ παραδῶσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· 20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. 21 παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· 22 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται. 
Ερμηνευτική απόδοση Ι. Θ. Κολιτσάρα 

Ένα ανέκδοτο θαύμα του Αγίου Παϊσίου που έζησε μια παρέα φίλων

$
0
0
Πάνε κάποια χρόνια πριν όταν ένας φοιτητής ο Θ. ήταν στο πτυχίο μια δύσκολης σχολής του Πανεπιστημίου. Είχε για διαφόρους προσωπικούς λόγους καθυστερήσει να πάρει πτυχίο και συγχρόνως 
είχε αρραβωνιαστεί με σκοπό γρήγορα να παντρευτεί.
Η καθυστέρηση του πτυχίου είχε δημιουργήσει στενοχώρια, τόσο στους γονείς του, στην αρραβωνιαστικιά του, αλλά και στους αγαπημένους φίλους του.
Έτσι μια μέρα ξεκίνησε να πάει στον Παππούλη Παΐσιο για να του ζητήσει τη γνώμη του, αν δηλαδή πρέπει να διακόψει τη σχολή, αφού δεν μπόρεσε να τελειώσει, και να πιάσει μια άλλη δουλειά ενόψει του γάμου ή να συνεχίσει και να δώσει αυτό το δύσκολο μάθημα στον πολύ απαιτητικό και δύστροπο καθηγητή.
Ο Παππούλης ήταν κάθετος... βεβαίως να δώσεις το μάθημα και αφού εσύ πια δεν μπορείς να κάνεις ως άνθρωπος κάτι θα σε βοηθήσουμε εμείς (πάντα ο Παππούλης χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό). Μίλησαν και για άλλα θέματα προσωπικά, και τον έδωσε πολύ κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα υποσχόμενος την παρά Θεού βοήθεια μέσω της προσευχής του.
Ο Θ. επέστρεψε όλο χαρά και δύναμη στη πόλη που σπούδαζε και έβαλε όλα τα δυνατά του να διαβάσει και με βεβαία την ελπίδα και με την ευχή του Γέροντα πήγε να γράψει.
Πίστευε ότι θα το πέρναγε το δύσκολο μάθημα με όσα είχε γράψει.
Πέρασαν οι μέρες και στην αγωνία του πήγε και βρήκε τον καθηγητή να ρωτήσει αν το πέρασε.....

Εκείνος σκυμμένος τα γραπτά και τις σημειώσεις του σηκώνει το κεφάλι του με με δώσει ειρωνείας του απαντά: δυστυχώς κύριε δεν περάσατε το μάθημα αν και γράψατε 4,4 ....θα χαρώ σε μια επομένη εξέταση να πάτε καλύτερα και να περάσετε με την αξία σας. Άδικα ο Θ. του εξήγησε ότι είναι το τελευταίο μάθημα και ότι πρέπει να φύγει στη πατρίδα του να παντρευτεί κλπ. Ανένδοτος ο καθηγητής.

Έτσι ο Θανάσης γυρνά στο σπίτι του και ανακοινώνει στην αρραβωνιαστικιά του και στους καλούς του φίλους ότι δεν πέρασε, Η θλίψη του μεγάλη, αλλά ήταν πια δεδομένο.
Το βράδυ στη προσευχή του αναλύθηκε σε κλάματα λέγοντας προς τον Παππούλη... Γέροντα τόσο ανάξιος είμαι που ούτε η προσευχή σου με βοηθά!

Κοιμήθηκε μέσα στη στενοχώρια...........και τότε βλέπει ένα όνειρο-σαν όραμα ...ότι ξαναβρέθηκε στο αμφιθέατρο που έγραφε πριν μέρες το μάθημα και ήταν δίπλα του συμφοιτητές του και αυτοί καθυστερημένοι στο πτυχίο αλλά και άλλοι πολλοί φοιτητές και ο καθηγητής ήταν στην έδρα και δίπλα του ο Παππούλης Παΐσιο....και του λέει τότε ο Άγιος ...Κύριε καθηγητά ξεκινήστε την εξέταση... και σαν να έγινε τότε προφορική εξέταση και γυρνά και λέει ο καθηγητής στο Αγιο...βλέπετε Γέροντα κανένας δεν είπε μάθημα τόσο καλά για τον περάσω...Ο Γέροντας Παίσιος τότε του λέει: άκου ευλογημένε έχεις δίκιο αλλά δεν γίνεται να μη περάσεις κανέναν ..θα ξεσηκωθούν οι φοιτητές και θα έχεις προβλήματα , μην είσαι τόσο αυστηρός , να τον Θ. , τον τάδε , τον τάδε κλπ, αναφέροντας ο Άγιος κάποια ονόματα και έδειχνε φοιτητές που κάποιους ο Θ. τους ήξερε , να τους περάσεις , κρίμα είναι και ήταν και οι πιο διαβασμένοι. Ο καθηγητής έδειξε να συμφωνεί. 

Ξύπνησε ο Θ. γεμάτος χαρά , αλλά γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ήταν όνειρο, όμως ήταν τόσο δυνατό που πήρε την απόφαση να πάει στη Σχολή να δει τους πίνακες ανακοινώσεων. Και όντως είχαν βγει τα αποτελέσματα και όσους ο Θανάσης είχε δει ο Γέροντας να υποδεικνύει στο καθηγητή να τους περάσει είχαν περάσει με 5. 
Τρελάθηκε από τη χαρά του και πήρε από το πίνακα ανακοινώσεων το απόκομμα των αποτελεσμάτων για να θυμάται το θαύμα του Αγίου το οποίο έχει μέχρι τώρα .

Ένας φίλος του Θ. που σε λίγες μέρες μπήκε μέσα στο Άγιο Όρος πήγε στο Γέροντα Παΐσιο και του ανέφερε τα γεγονότα αναλυτικά , τότε ο Γέροντα είπε: Ο Θ. έκανε ως άνθρωπος αυτό που μπορούσε και έκανε και υπακοή και πήγε και έδωσε το μάθημα οπότε ο καλός Θεός τον βοήθησε τόσο σκανδαλωδώς , Αυτό όμως που έζησε να μη το διαδίδετε δεν κάνει....δεν έχει ευλογία ! Τόση μεγάλη παρρησία είχε ο Άγιος στο Θεό που μπορούσε να αλλάξει βεβαιωμένα αποτελέσματα, να επέμβει στη θέληση των ανθρώπων.

Όταν ο Γέροντας κοιμήθηκε ως γνωστόν σαν σήμερα το προηγούμενο βράδυ πέρασε από τον ύπνο του Θ. και τον αποχαιρέτησε ...λέγοντας Θ. εγώ τελείωσα τον προορισμό μου εδώ στο κόσμο...εσύ να κάνεις ότι σου έχω πει στη ζωή σου ...άντε καλή Αντάμωση! Και ανέβηκε στον λαμπερό Ουρανό μέσα σε άπλετο φως.
Κανείς δεν ήξερε όμως ότι κοιμήθηκε ο Γέροντας μέχρι μετά από 3 μέρες που το ανακοίνωσε το Μοναστήρι! Επιβεβαιώθηκε έτσι και ο αποχαιρετισμός του.

Πολλά θαυμαστά έχουν συμβεί ενώ ήταν εν Ζωή ο Γέροντας , πολύς κόσμος έχει εμπειρίες από την Αγιοσύνη του Γέροντα γιαυτό και η Εκκλησία από τα άπειρα θαύματα και τις εμπειρίες του κόσμου προχώρησε στην Αγιοποίηση του.

Ας επέμβει ο Άγιος και στα μυαλά των ξένων να μην εξουθενώσουν την Πατρίδα μας και τους Έλληνες

Η μητέρα μου - Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε

$
0
0
Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν 
γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.

Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.

Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.

Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες.Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.

Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.

Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.

Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.

Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.

Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της…

Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.

Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».

Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».

Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».

Σάν γερόντισσα στήν ἡλικία, παρότι ἔπασχε ἀπό ἀσθένειες, οὐδέποτε ἀπουσίασε ἀπό τήν ἐκκλησία. Διατηροῦσαν μία συνήθεια οἱ νοικοκυρές νά ἀσπάζωνται τό χέρι τῶν γερόντων καί τῶν χηρῶν καί νά τούς βάζουν στό χέρι χρήματα. Κάποτε μ᾿ἐρώτησε, ἄν εἶναι καλό αὐτό πού κάνει δηλαδή, νά παίρνη χρήματα.

Μοῦ ἔλεγε: «Ποτέ δέν ἐξοδεύω αὐτά τά χρήματα γιά μένα, ἀλλά ἀγοράζω μέ αὐτά κεριά καί τά ἀνάβω μπροστά στήν Κυρία Θεοτόκο· καί στό σπίτι μου γιά κάθε φράγκο κάνω καί ἀπό δέκα μετάνοιες, γιά τήν ὑγεία πού μοῦ ἔδωσε.

Ἄλλη φορά ἤθελα νά μάθω τί ξέρει ἡ μητέρα μου ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Μοῦ ἔλεγε τότε τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τό Ὄνειρο τῆς Παναγίας, τήν Ἐπιστολή, τά ὁποῖα ἀπήγγειλλε ἀπό στήθους. Ἐπίσης ὁλόκληρα κείμενα ἀπό τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τούς Ψαλμούς. Μοῦ ἔλεγε τόν 49ον Ψαλμό. Ἐγνώριζε ἀπό στήθους πολλές προσευχές, τροπάρια, στιχηρά τῶν ἑορτῶν, τά ὁποῖα ἐμάθαινε στήν ἐκκλησία. Ἐθαύμασα γιά ὅλα αὐτά διότι δέν μοῦ εἶχε δώσει κάποια αἴσθησι ὅτι τά ἐγνώριζε καί τά κρατοῦσε μέσα της μέ πολλή ἀφοσίωσι.

Πάντοτε στήν προσευχή. Πρίν νά βγοῦμε ἀπό τό σπίτι, τήν ἐβλέπαμε ἀμέσως καί ἐπήγαινε στά εἰκονίσματα. Ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, ἔκανε μερικές μετάνοιες καί μετά ἄρχιζε τίς δουλειές της. Τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Κυρίας Θεοτόκου τά ἔλεγε μέ πολλή ψυχική θερμότητα, μέ ἐμπιστοσύνη καί ἀκλόνητη ἐλπίδα στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Γιά τόν θάνατό της ἦτο προετοιμασμένη, πρίν ἀπό πολύ καιρό. Τό φόρεμά της γιά τόν τάφο της, τό σεντόνι γιά τό φέρετρό της καί ἕνα μάτσο κεριά τά εἶχε ἑτοιμάσει καί τά κρατοῦσε στό σεντοῦκι της.

Μερικές ἑβδομάδες πρίν ἀπό τόν θάνατό της, πηγαίνοντας νά τήν ἰδῶ ἀκόμη μιά φορά, τῆς ἔδωσα μία δεσμίδα κερί καθαρό, πού μοῦ τό χάρισε ὁ π. Μακάριος. Τῆς ἔδωσα μεγάλη χαρά γι᾿ αὐτά. Τά ἔβαλε στό σεντοῦκι της καί μ᾿ αὐτή τήν εὐκαιρία εἶδα τί εἶχε μέσα.

Ἐπέρασε στήν αἰωνιότητα στίς 4 Ἰουλίου 1967, μετά ἀπό κάποια ὀλιγόμηνη ἀσθένεια.

Ἀκόμη, πρίν ἀπό τήν νηστεία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων-τήν χρονιά αὐτή διαρκοῦσε μόνο τρεῖς ἡμέρες-ἐκάλεσε τήν ἀδελφή μου Γλυκερία: «Νά καλέσης τόν πάτερ Ἰονίκα νά μέ ἐξομολογήση καί νά μέ κοινωνήση».

Ἐνήστευσε τρεῖς ἡμέρες, ἐξωμολογήθηκε καί κοινώνησε. Τό Σάββατο 1η Ἰουλίου πλύθηκε, ἄλλαξε, κατά τήν συνήθειά της, χτενίσθηκε καί εἶπε στήν Γλυκερία:

- Πάρε τό σεντόνι καί σκέπασέ με, διότι νά, βλέπεις, ἔρχονται στόν δρόμο τρεῖς γυναῖκες στά λευκά ντυμένες.

- Ποῦ εἶναι μαμά; Τήν ἐρώτησε ἡ Γλυκερία κυττάζοντας πρός τό παράθυρο χωρίς νά ἰδῆ κάποιον..

- Ἄφησε. Αὐτές ἔχουν δουλειά μέ μένα καί ὄχι μέ σένα…

Κάποια νύκτα ἀπό τίς τελευταῖες της εἶδε στό ὄνειρό της τόν Δημήτριο, τόν μικρότερο γυιό της πού πέθανε πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους μας, ἐξ αἰτίας τοῦ ὁποίου ἦτο πάντοτε ἀπαρηγόρητη…Ἦτο τό παιδί μέ λευκό ὑποκάμισο, μέ τό κεφάλι ἄσκεπο, μέσα σ᾿ ἕνα μεγάλο λιβάδι καί συνέλλεγε λουλούδια.

- Τί κάνεις ἐδῶ; Τόν ἐρώτησε ἐκείνη.

- Μαζεύω λουλούδια, τῆς ἀπήντησε ὁ γυιός της.

- Καί γιατί εἶσαι ἀσκέπαστος στό κεφάλι; Ἐγώ σοῦ φόρεσα καπελλάκι.

- ’Εδῶ δέν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, τῆς ἀπήντησε χαρούμενος ὁ γυιός της….

Μετά τήν Θεία Κοινωνία τό πρόσωπό της ἀλλοιώθηκε. Δέν ἔφαγε πλέον πάλι τίποτε, ἀλλά ζητοῦσε μόνο κρῦο νερό γιά νά δροσίζεται, ἐπειδή καιγόταν στόν πυρεττό. Κατόπιν εἶχε μεγάλη εὐθυμία, τήν ὁποία οὐδέποτε εἶχε δείξει καί ἄρχισε νά ψάλλη ἀπό τά τροπάρια πού εἶχε μάθει στήν ἐκκλησία: «Χριστός ἀνέστη…», «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε…», «Ἡ Γέννησίς σου Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν…», τό τροπάριο τῆς Πεντηκοστῆς καί ἄλλα. Ἀκόμη προσευχόταν ἀκατάπαυστα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν μέ τήν ἁμαρτωλή. Μητέρα τοῦ Κυρίου μου, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή». «Κύριε μή τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης με, μηδέ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με», τόν 50ον Ψαλμό καί ἐπανελάμβανε πάντοτε: «Δέξου Κύριε αὐτούς πού ἔρχονται σέ Σένα καί μετά δέξου καί μένα…».

Τήν τελευταία ἡμέρα, μῆνα καί νύκτα πρός τήν ἡμέρα Τρίτη, δέν κοιμήθηκε καθόλου, ἀλλά προσευχόταν συνεχῶς ψιθυριστά. Κατόπιν εἶπε στήν Γλυκερία: «Νά μοῦ κάνης ὡραῖο μνημόσυνο μέ κόλυβα, μέ πρόσφορο, μέ λουλούδια καί….νά δώσης στόν πάτερ (Πετρώνιο) λευκή τήν λύσι τῶν ἁμαρτιῶν μου νά τήν ἔχη σάν ἐνθύμιο ἀπό τήν μάννα του…».

Τήν τρίτη τό πρωΐ, 4η Ἰουλίου, ὅταν ἤρχοντο οἱ πρῶτες ἀκτῖνες στό παράθυρο τοῦ δωματίου της, ἐζήτησε ἀπό τήν Γλυκερία τό κερί, ἄνοιξε τά μάτια της καί ἐψιθύρισε: «Συγχώρεσέ με…!», κατόπιν ἐστράφη πρός τό ἄλλο μέρος καί ἐκοιμήθη ὁριστικά…Ἡ ψυχή της ἐπέταξε ἀπό τό χωμάτινο σκεῦος τοῦ σώματός της, πού τόσο πολύ βασανίσθηκε καί ταλαιπωρήθηκε. Τό πρόσωπό της ἦτο εἰρηνικό καί ἕνα χαμόγελο κρεμόταν ἀπό τά χείλη της…

Ἔζησε περίπου 87 χρόνια, ἀπό τά ὁποῖα 39 μέ τόν ἄνδρα της καί τά ὑπόλοιπα 25 σάν χήρα. Γεννήθηκε στίς 8 Σεπτεμβρίου 1880, παντρεύθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 1903, ἀπέθανε στίς 4 Ἰουλίου 1967.

Ὁ πατέρας μου γεννήθηκε τό 1873 καί ἀπέθανε τήν 1ην Αὐγούστου 1942.
(Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια: Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἁγίου Ὅρους Ἄθω 2002)
[Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης]

Πανήγυρις Ι. Ν. Αγίου Στεφάνου Σκύδρας και υποδοχή Ιερού Λειψάνου του Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία

$
0
0
Την Τετάρτη 2 Αυγούστου, εορτή της Ανακομιδής του Ιερού Λειψάνου του Αγίου Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, πανηγυρίζει ο ενοριακός Ιερός Ναός Αγίου Στεφάνου Σκύδρας κατά το εξής πρόγραμμα:
ΤΡΙΤΗ 1/8
7:00 μ.μ. Υποδοχή Ιερού Λειψάνου Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία στα προπύλαια του Ναού
7:10 μ.μ. Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός και Λιτανεία

ΤΕΤΑΡΤΗ 2/8
7:00 π.μ. Όρθρος και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κ. Ιωήλ

Το ιερό λείψανο του Οσίου Δαβίδ θα παραμείνει στον Ιερό Ναό μέχρι την Κυριακή 13 Αυγούστου.

Σύναξη της Παναγίας Ταυριώτισσας στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Ταύρου

$
0
0
Εορτάζει στις 1 Αυγούστου εκάστου έτους.
Η περίπυστος εικόνα της Παναγίας μεταφέρθηκε από τη Μικρά Ασία το 1922 μ.Χ., κατά την περίοδο της Εθνικής μας τραγωδίας και φυλασσόταν στο υπόγειο παρεκκλήσιο του Αγίου Δημητρίου, καθώς 
ήταν κατεστραμμένη από τη φωτιά και την φθορά του χρόνου. Όταν εν τέλει και μετά από πολλές προσπάθειες αποκαταστάθηκε, αποκαλύφθηκε μια μοναδική εικόνα της Παναγίας που στα πόδια Της κάθεται το Θείο Βρέφος.

Οι ενορίτες της περιοχής στο άκουσμα της ιερότητας αλλά και της ιερότητας της Εικόνας, προσήλθαν αθρόα και γέμισαν τον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου για να προσευχηθούν και να τελέσουν παράκληση. Όλος ο λαός συμμετείχε προσευχόμενος. Η εικόνα της Παναγίας ήταν καλυμμένη με ένα λευκό ασπροκέντι. Λίγο πριν τελειώσει η Παράκληση, την ώρα που ψαλλόταν το Θεοτοκίον «Την ωραιότητα της Παρθενίας Σου», ο ιερέας του Ναού αποκάλυψε την εικόνα και οι πιστοί είδαν για πρώτη φορά την Εικόνα της Παναγίας που ήλθε από την Μικρά Ασία το 1922 μ.Χ.

Ακολούθησαν εκδηλώσεις χαράς και συγκίνησης.

Με προτροπή του ιερέα του Ναού, ο οποίος ρώτησε το εκκλησίασμα, να ονομασθεί η Ιερά Εικόνα «Παναγία Ταυριώτισσα», ώστε να συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον αυτή της ευλογημένης ενορίας, που ιδρύθηκε από προγόνους εκ της Μικράς Ασίας το 1927 μ.Χ., όλος ο λαός βροντοφώναξε «Η Παναγία μας η Ταυριώτισσα». Κατ’ αυτόν τον τρόπο επισφραγίστηκε η ονοματοδοσία της θαυματουργής αυτής εικόνας την 1η Αυγούστου 2007 μ.Χ. και καθιερώθηκε αυτήν την ημερομηνία να τιμάται. Το σημαντικότερο όμως ήταν πως, όταν ο ιερέας ενημέρωσε τον τότε Δήμαρχο Ταύρου κ. Δημήτριο Σούτο για την, δια βοής, επιθυμία των ενοριτών να ονομαστεί η θαυματουργός εικόνα «Παναγία Ταυριώτισσα» και να εορτάζεται κάθε 1η Αυγούστου, εκείνος αποκάλυψε ότι από πληροφορίες που είχε συλλέξει, η συγκεκριμένη εικόνα της Παναγίας, ήλθε πράγματι από τον Ταύρο της Μικράς Ασίας, γεγονός που αποδεικνύει, τον θαυμαστό τρόπο που αποκαλύφθηκε η Παναγία στους πιστούς.

Ημάρτηκα, Ιησού μου γλυκύτατε εύσπλαχνε, Ιησού μου σώσον με, τον προσφυγόντα τη σκέπη σου


Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης - Ἡ Λύτρωσή μας διά τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου

«Αγάπησα το μαρτύριο, το οποίο τόσο παράξενα καθαρίζει την ψυχή».....ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ (1877 - 1961)

$
0
0
«Αγάπησα το μαρτύριο, το οποίο τόσο παράξενα καθαρίζει την ψυχή»
Ομιλία του Αρχιμ. π. Νεκταρίου Αντωνόπουλου για τον θαυμαστό και μαρτυρικό βίο του Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας του ιατρού, θαυματουργού και ομολογητού. 
Ένα δυνατό και συγκινητικό κείμενο με πλούσιο φωτογραφικό υλικό. Η ομιλία εκφωνήθηκε συγχρόνως με την προβολή των φωτογραφιών στο αρχονταρίκι της Μονής μας την Τρίτη 23 Νοεμβρίου κατόπιν της υποδοχής των Ιερών Λειψάνων του Αγίου Λουκά.
Η ζωή αυτού του μεγάλου Αγίου μας έχει να μας διδάξει στην πράξη πολλά για την εν Χριστώ ζωή. Επίσης είναι σημαντικότατο το ότι μέσα από την ζωντανή μαρτυρία του βίου του δίδεται ηχηρή απάντηση σε δύο πολυσυζητημένες απόψεις. Πρώτον, η διπλή ιδιότητά του- σπουδαίου ιατρού και επισκόπου- καταρρίπτει την θέση που θέλει την επιστήμη αντικρουόμενη με την θρησκεία. Δεύτερον, τα άδικα φρικτά μαρτύρια που υπέστη και η αδιάντροπη απαξίωση αυτού του σπουδαίου επιστήμονα- που οι ανακαλύψεις του, οι μελέτες του και οι προοδευτικές του πρακτικές- σε σημείο να θεωρείται «πολίτης δευτέρας κατηγορίας», ξεσκεπάζουν την θηριωδία των αθεϊστικών ολοκληρωτικών καθεστώτων. Ο βίος του Αγίου Λουκά οφείλει να μελετηθεί όχι μόνον θρησκευτικά και ιατρικά- όπως ήδη γίνεται- αλλά επίσης κοινωνικά, πολιτικά και ιστορικά. Έχει να δώσει πολλές απαντήσεις στην αμάθεια και στην προπαγάνδα. 

ΑΓΙΟΣ ΛΟΥΚΑΣ Ο ΙΑΤΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
(1877 - 1961) 

Αν κανείς βρεθεί στο Άγιον Όρος ή και σε άλλες παλιές εκκλησίες θα παρατηρήσει ότι πολλές από τις εκκλησίες είναι βαμμένες με κόκκινο χρώμα. Και αν ρωτήσει τους μοναχούς θα του πουν πως το κόκκινο αυτό χρώμα συμβολίζει το αίμα του Χριστού και των Αγίων Του. Θέλει να θυμίζει πως αν οι διάφορες θρησκείες ή ιδεολογίες διαδόθηκαν με την προπαγάνδα, τη βία, την καταπίεση, η Εκκλησία του Χριστού κέρδισε τις καρδιές των ανθρώπων με την αδυναμία, το αίμα του Χριστού και των Αγίων, το μαρτύριο και την μαρτυρία. Δεν υπάρχει Ορθόδοξη Εκκλησία που να μην έζησε το δικό της μαρτύριο. Αλλά ούτε και υπήρξε Άγιος που να μην πέρασε από το δικό του καμίνι των θλίψεων, των πειρασμών, του μαρτυρίου. 
Στον 20° αιώνα η Ρωσική εκκλησία έμελε να περάσει το δικό της σκληρό μαρτύριο. Για επτά δεκαετίες ένα αμέτρητο πλήθος μαρτύρων και ομολογητών έδωσαν με το αίμα τους τη δική τους σταυρική μαρτυρία. 
Μια τέτοια συγκλονιστική σταυρική μαρτυρία είναι και η μορφή του Αρχιεπισκόπου Λουκά, καθηγητού της Τοπογραφικής Ανατομίας και Χειρουργικής. Άνθρωπος με σπάνια ταλέντα και χαρίσματα, διακόνησε τον άνθρωπο ως ποιμένας και γιατρός με αξιοθαύμαστη αγάπη και αυταπάρνηση, συνεχίζοντας την παράδοση των μεγάλων Αγίων Αναργύρων Ιατρών της Εκκλησίας μας. Η εκπληκτική μορφή του, η ιερή μεγαλοσύνη του προκαλεί τον ίλιγγο, τον θαυμασμό, αλλά και μία θεϊκή παρηγοριά. 
Στη σημερινή εκδήλωση θα επιχειρήσουμε να κάνουμε ένα σύντομο πλησίασμα της μορφής του, κι ένα διάγραμμα της πορείας του.

Πριν όμως ας ταξιδέψουμε μαζί στην άγια γη της Ρωσίας, για να δούμε το φυσικό, κοινωνικό, πνευματικό περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησε ο Άγιος Λουκάς. Βρισκόμαστε στον 19° αιώνα, μία εποχή δύσκολη και ταραγμένη. Το βιοτικό επίπεδο του ρωσικού λαού είναι πολύ χαμηλό. Οι συνθήκες ζωής "άθλιες". Επόμενο είναι να βρουν εύφορο έδαφος οι νέες μηδενιστικές ιδέες και θεωρίες που θα επηρεάσουν σταδιακά μεγάλο μέρος του ρωσικού λαού.

Αυτή τη δύσκολη εποχή αντίβαρο στην πνευματική αποσάθρωση του ρωσικού λαού, θα παίξουν κάποια ρωσικά μοναστήρια και οι μορφές των μεγάλων "στάρετς". Ας επισκεφθούμε πρώτα τα μοναστήρια του Σάρωφ και του Ντιβέγιεβο, όπου δεσπόζει η μορφή του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Αμέτρητοι άνθρωποι έτρεχαν με λαχτάρα για να τον συναντήσουν. Όλους τους δεχόταν με αγάπη, με την γλυκύτατη προσφώνηση: «Χαρά μου, Χριστός Ανέστη».

Πολύ κοντά στο μοναστήρι του Σάρωφ, κτίστηκε το γυναικείο μοναστήρι του Ντιβέγιεβο, το οποίο πολύ βοήθησε ο Άγιος. Λίγο πριν κοιμηθεί προέβλεψε και προειδοποίησε για όλα τα θλιβερά γεγονότα που θα ακολουθήσουν. Έλεγε ότι τόση θα είναι η θλίψη και τόσοι πολλοί οι μάρτυρες, που οι άγγελοι δεν θα προλαβαίνουν να μαζεύουν τις ψυχές. 

Μετά από 70 χρόνια, όμως προέβλεψε ότι η εκκλησία θα λάμψει πάλι. Το 1990 τα λείψανα του και τα προσωπικά του αντικείμενα βρέθηκαν στην Πετρούπολη και μεταφέρθηκαν στο Ντιβέγιεβο. Σήμερα στο Ντιβέγιεβο ζουν 250 μοναχές, οι οποίες κατ'εντολή του Αγ. Σεραφείμ τηρούν την ακοίμητη προσευχή. 
Ένα άλλο περίφημο μοναστήρι είναι το Βαλαάμ που βρίσκεται στα καταπράσινα νησιά της λίμνης Λάτογκα. Η μοναστική ζωή εκεί άρχισε τον 12 αιώνα. Αρχικά κτίστηκε το κεντρικό μοναστήρι και γύρω πολλές σκήτες. Είναι ένας ήσυχος και πανέμορφος τόπος.

Πολύ σημαντικό είναι και το μοναστήρι της Όπτινα που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην πνευματική ζωή της Ρωσίας τον 19° αιώνα. Μέσα σε 100 χρόνια ανέδειξε 15 αγίους. Είναι οι περίφημοι στάρετς. Κοντά τους πρόστρεχαν χιλιάδες λαού, αλλά και διανοούμενοι, επιστήμονες της εποχής εκείνης.

Στην δυτική Ουκρανία δεσπόζει το μοναστήρι του Ποτσάεφ, ένας αγιασμένος τόπος, όπου εμφανίστηκε Παναγία και υπάρχει στο βράχο το αποτύπωμά του ποδιού της. Το μοναστήρι αυτό αποτέλεσε το ανάχωμα των Ορθοδόξων κατά των Ουνιτών.

Βρισκόμαστε στο 1877. Στις 14 Απριλίου γεννήθηκε ο Άγιος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίνος Βόινο Γιασενέτσκι. Επίγεια πατρίδα του ήταν η πόλη Κερτς, το αρχαίο ελληνικό Ποντικάπαιο στην Κριμαία. Τον 9° αιώνα στον τόπο αυτό οι Έλληνες έκτισαν τον περίφημο ναό του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Κριμαίας. Σήμερα μπροστά από τον ναό υπάρχει και η προτομή του Αγίου Λουκά. 
Ο πατέρας του αγίου ήταν φαρμακοποιός. Όμως το φαρμακείο δεν πήγε καλά και αποφάσισε να το αφήσει. Εργάστηκε πλέον ως δημόσιος υπάλληλος. Μητέρα του αγίου ήταν η Μαρία Κούντριμ, που διακρινόταν για την φιλανθρωπία της. Εκτός από τον Άγιο Λουκά, το ζεύγος Βόινο Γιασενέτσκι απέκτησε άλλα τέσσερα παιδία, συνολικά τρία αγόρια και δύο κορίτσια. 

Επειδή η οικονομική κατάσταση της οικογένειας χειροτέρευε, οι γονείς αποφάσισαν να μετακομίσουν στο Κίεβο, το λίκνο του ρωσικού Χριστιανισμού. Πρόκειται για μια πολύ όμορφη καταπράσινη πόλη, που διασχίζεται από τον ποταμό Δνείπερο. Στον ποταμό αυτό ο πρώτος χριστιανός Ρώσος πρίγκιπας, ο Άγιος Βλαδίμηρος, το 988 βάπτισε το λαό του και εδραίωσε την ορθόδοξη πίστη στη ρωσική γη. Η οικογένεια Βόινο Γιασενέτσκι ζούσε σ'ένα σπίτι στο κέντρο της πόλης στην οδό Κρεσάτικ. Ο μικρός Βαλεντίνος σαν παιδί δεν έδειχνε κάτι ιδιαίτερο. Όλοι τον θεωρούσαν μέτριο και έλεγαν πως «απ'αυτό το παιδί δεν μπορεί να περιμένει κανείς να κάνει κάτι σοβαρό στη ζωή του». Διακρινόταν όμως για την σοβαρότητα, την εντιμότητα, το ήθος και την ευαισθησία του. Από πολύ νωρίς εκδηλώθηκε το ταλέντο του στην ζωγραφική. Φοιτώντας στο γυμνάσιο, σπούδασε παράλληλα και στην ακαδημία καλών τεχνών του Κιέβου. Σε ηλικία 15 χρονών έλαβε μέρος σε διαγωνισμό ζωγραφικής και πήρε το πρώτο βραβείο.
Μέσα στη ψυχή του πάλευαν οι δύο κόσμοι, της αμφισβήτησης και της πίστης. Αυτό που επέδρασε καίρια στην ψυχή του ήταν το περίφημο μοναστήρι της Πετσέρσκαγια Λαύρας — ή Λαύρας των Σπηλαίων. Το μοναστήρι απλώνεται σε καταπράσινη έκταση 280 στρεμμάτων μέσα στην πόλη του Κιέβου, ακριβώς πάνω από τον ποταμό Δνείπερο. Φιλοξενούσε χιλιάδες μοναχούς και ανέδειξε πλήθος αγίων. Πέρα από την αρχαιολογική αξία και το ενδιαφέρον που προκαλεί στον επισκέπτη, η Λαύρα κατέχει μοναδικούς πνευματικούς θησαυρούς. Οι παλαιοί ασκητές, έσκαβαν τα κελιά τους κάτω από την γη και ζούσαν τον έγκλειστο βίο, με αδιάλειπτη προσευχή.
Με την πάροδο των χρόνων δημιουργήθηκαν δύο μεγάλες δαιδαλώδεις κατακόμβες και στις δύο πλευρές των διαδρόμων έσκαβαν τα κελιά τους. Οι έγκλειστοι ασκητές έχτιζαν την πόρτα και άφηναν μόνον ένα παράθυρο. Κάθε μέρα περνούσε ο διακονητής μοναχός και τους άφηνε νερό και ψωμί. Με αυτό ζούσαν. Όταν αυτήν την ευτελή τροφή δεν την έπαιρνε κάποιος για 3-4 ημέρες καταλάβαιναν ότι είχε πεθάνει. Τότε, οι άλλοι μοναχοί έκλειναν το παραθυράκι και το κελί αυτό γινόταν ο τάφος του. Όταν μετά από χρόνια άνοιξαν τα κελιά αυτά, βρέθηκαν όλα τα λείψανα των ασκητών άφθαρτα. Και είναι μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο, ένας τόπος να κατέχει 118 άφθαρτα λείψανα.
Εκεί στις κατακόμβες φυλάσσονται και οι κάρες άλλων αγίων που μυροβλύζουν. Οι κάρες κατά παράδοξο τρόπο υγραίνονται. Κάθε τόσο οι μοναχοί μαζεύουν το μύρο και το μοιράζουν στους προσκυνητές. Η Πετσέρσκαγια Λαύρα είναι πραγματικά ένας τόπος αγιασμένος. Η όλη ζωή, η κίνηση και η ζωντανή μοναστική παράδοση, που συνεχίζεται για αιώνες, επέδρασαν αποφασιστικά στον μικρό Βαλεντίνο, που συνήθιζε να την επισκέπτεται και να ζωγραφίζει τους προσκυνητές και τους μοναχούς.

Την ίδια εποχή επηρεάζεται από τις ιδέες του μεγάλου Ρώσου λογοτέχνη Τολστόι, με τον οποίο είχε προσωπική αλληλογραφία. Όμως σύντομα κατάλαβε τις πλάνες του σε θέματα πίστεως και σταμάτησε την επικοινωνία. Παράλληλα δεν έπαυε να διαβάζει την Αγία Γραφή με επιμέλεια.
Όταν τελείωσε το σχολείο αμφιταλαντεύτηκε για ποιόν δρόμο θα έπρεπε να ακολουθήσει. Αρχικά γράφτηκε στην νομική σχολή, αλλά μετά από ένα χρόνο την εγκατέλειψε. Έπειτα αναχώρησε για το Μόναχο για να σπουδάσει στην Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον διάσημο καθηγητή Κνιρ. Όμως σύντομα γύρισε στο Κίεβο. Μέσα του ξεχώριζε πλέον το έντονο ενδιαφέρον του για την διακονία του πλησίον, του συνανθρώπου. Στη δύσκολη αυτή καμπή, συζήτησε τους προβληματισμούς του με έναν εκπαιδευτικό, ο οποίος τον παρότρυνε να σπουδάσει ιατρική. Έτσι θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στους χωρικούς, που η ιατρική περίθαλψη τους ήταν πολύ κακή.
Το 1898 ξεκινάει τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέβου, που φημιζόταν για το άριστο επίπεδο των σπουδών του. Ήδη από τα πρώτα χρόνια το ενδιαφέρον του στράφηκε στην ανατομία.
Τελείωσε αριστούχος τις σπουδές του με την ειδικότητα του χειρουργού. Αμέσως άρχισε να χειρουργεί, κυρίως οφθαλμολογικές παθήσεις. Τότε ήταν πολύ διαδεδομένο το τράχωμα, μια φοβερή αρρώστια των οφθαλμών και πολλοί άνθρωποι τυφλώνονταν. Ο νεαρός τότε γιατρός εφάρμοζε μια δύσκολη μέθοδο, την χειλεοπλαστική και έδωσε το φως σε χιλιάδες ανθρώπους. 
Πριν προλάβει να εργαστεί στην επαρχία, ξέσπασε τότε ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος και ο Βαλεντίνος προσφέρθηκε να υπηρετήσει ως εθελοντής με το τάγμα του Ερυθρού Σταυρού. Μαζί με άλλους γιατρούς αναχώρησαν με τρένο για την Άπω Ανατολή. Το ταξίδι κράτησε ένα μήνα. Εγκαταστάθηκαν στην πόλη Τσιτά και ο ίδιος παρότι νέος, ανέλαβε την διεύθυνση ενός χειρουργικού τμήματος του στρατιωτικού νοσοκομείου. Χειρουργούσε τους τραυματίες στρατιώτες και έκανε από τις πιο άπλες ως και τις πιο σοβαρές επεμβάσεις με απίστευτη ευκολία.
Στην Τσιτά γνωρίστηκε με την Άννα Βασιλίγιεβνα, μία εθελόντρια νοσοκόμα, η οποία διακρινόταν για το ήθος της. Παντρεύτηκαν και από το γάμο τους απέκτησαν τέσσερα παιδιά. 

Από το 1905 ως το 1910 εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι ανάγκες είναι τεράστιες. Θα έπρεπε να είναι χειρουργός και γυναικολόγος, παθολόγος και παιδίατρος, υγειονόμος και οδοντίατρος.
Εκείνη την εποχή ήρθε αντιμέτωπος με το πρόβλημα της γενικής αναισθησίας. Είχε αρχίσει να εφαρμόζεται, αλλά επειδή δεν υπήρχαν αναισθησιολόγοι και τα κατάλληλα μέσα, η γενική αναισθησία ήταν πιο επικίνδυνη από την ίδια την εγχείρηση. Γι’ αυτό και προσπάθησε να βρει νέες μεθόδους τοπικής αναισθησίας.Πράγματι πολύ σύντομα σε ηλικία μόλις 29 χρονών ανακάλυψε μια νέα μέθοδο τοπικής αναισθησίας στο ισχιακό νεύρο. Την εργασία του αυτή υπέβαλε αργότερα ως διατριβή που εγκρίθηκε με άριστα.Πολύ συχνά ανέβαινε στην Μόσχα για να ετοιμάσει την διατριβή του.
Το 1910 θα μετακομίσει στη πόλη Περεζλάβλ Ζαλέσκι. Βρέθηκε σε μία ωραία γραφική πόλη, αλλά οι συνθήκες εργασίας δεν ήταν καθόλου καλές. Το νοσοκομείο ήταν 50 κλινών, αλλά τα μέσα που διέθετε ήταν πρωτόγονα. Δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε ακτινολογικό μηχάνημα. Το νερό το έφερνε κάθε πρωί ο υδροπωλητής, μέσα σ'ένα βαρέλι.
Κάθε πρωί μία άμαξα τον μετέφερε στο νοσοκομείο. Εκμεταλλευόταν και αυτό το χρόνο. Στη διαδρομή διάβαζε μεθόδους ξένων γλωσσών και κατάφερε να μάθει επτά ξένες γλώσσες. Χειρουργούσε πολλές ώρες, ενώ τα βράδια κλεινόταν στο γραφείο του και κάτω από το αδύνατο φως μιας λάμπας πετρελαίου συνέχιζε τις επιστημονικές του μελέτες.Στο Περεζλάβλ Ζαλέσκι έκανε 650 με 1.000 εγχειρήσεις τον χρόνο και ήταν μόνος του. Ήταν από τους πρωτοπόρους γιατρούς στη Ρωσία, που τόλμησε δύσκολες εγχειρήσεις στα νεφρά, στο στομάχι, στη χολή, ακόμη και στην καρδιά, ή τον εγκέφαλο με μεγάλη επιτυχία. 

Προς το τέλος της παραμονής του στο Περεζλάβλ Ζαλέσκι σκέφθηκε να ασχοληθεί με την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων, για την οποία πολύ λίγα πράγματα δίδασκαν στο Πανεπιστήμιο. Και τότε συνέβη κάτι παράξενο. Διηγείται ο ίδιος:«Συνέταξα το προσχέδιο του βιβλίου, έγραψα τον πρόλογο, και τότε τελείως ξαφνικά, μου ήλθε στο μυαλό η εξής περίεργη σκέψη. «Όταν θα ολοκληρωθεί το βιβλίο αυτό, θα το υπογράφει το όνομα ενός επισκόπου».
To 1917 είναι μια δύσκολη χρονιά, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και για την Ρωσία. Η χώρα βρίσκεται σε αναβρασμό. Το τσαρικό καθεστώς πέφτει. Ακολουθούν αλλεπάλληλες προσωρινές κυβερνήσεις, πολιτική αστάθεια και η οκτωβριανή επανάσταση. Εκείνη την εποχή η σύζυγος του Αγίου Λουκά μολύνθηκε από φυματίωση. Αναγκάστηκαν λοιπόν να αφήσουν το Περεζλάβλ Ζαλέσκι και να μετακομίσουν στην Τασκένδη.
Εγκαταστάθηκαν σ'ένα ευρύχωρο σπίτι και ο Άγιος Λουκάς διορίστηκε αμέσως διευθυντής στο χειρουργικό τμήμα του κρατικού νοσοκομείου και το διοργάνωσε με επιμέλεια.
Όμως η πολιτική κατάσταση χειροτέρευε. Αμέσως μετά την οκτωβριανή επανάσταση ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε τέσσερα χρόνια και αναστάτωσε την αχανή αυτή χώρα.
Εκατομμύρια οι νεκροί. Πολλοί μιλούν για 20 εκατομμύρια και βέβαια πολλοί περισσότεροι οι τραυματίες. Υπήρξαν όμως και άλλα δυστυχισμένα θύματα, τα παιδιά, που στερήθηκαν τους γονείς τους και προσπαθούσαν να επιβιώσουν τρώγοντας σκουπίδια. Ο Άγιος Λουκάς πήγαινε νύχτα- μέρα στο νοσοκομείο διακινδυνεύοντας την ζωή του. Τις λίγες ώρες που πήγαινε σπίτι του, θα έπρεπε να περιποιηθεί την άρρωστη γυναίκα του να δει τα παιδιά του, να μαγειρέψει, να σφουγγαρίσει, να πλύνει.
Το 1918 γίνεται ο πρωτεργάτης της ίδρυσης του Πανεπιστημίου της Τασκένδης και εκλέγεται καθηγητής της τοπογραφικής ανατομίας και χειρουργικής.Η πολιτική κατάσταση ήταν ανεξέλεγκτη. Ο εμφύλιος μαινόταν παντού. Η τσαρική οικογένεια βρισκόταν υπό περιορισμό, στο Αικατερίνμπουργκ. Τον Ιούλιο του 1918 χωρίς δίκη, η τσαρική οικογένεια εκτελέστηκε.

Η δολοφονία αυτή όξυνε τα πάθη και τις αγριότητες. Οι άνθρωποι ήταν σε απόγνωση. Για το παραμικρό μπορούσες να συλληφθείς. Αρκούσε μία μικρή συκοφαντία. Κάτι τέτοιο συνέβη και με τον Άγιο Λουκά. Επειδή έκανε παρατήρηση σε έναν προβληματικό και μέθυσο εργάτη του νοσοκομείου, αυτός τον συκοφάντησε στις αρχές. Ένα πρωί την ώρα που έμπαινε στο χειρουργείο τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στο σιδηροδρομικό σταθμό της Τασκένδης. Είχαν συλλάβει τότε 2.000 στρατιώτες στασιαστές. Τους δίκαζαν με συνοπτικές διαδικασίες, τους καταδίκαζαν σε θάνατο και τους εκτελούσαν επί τόπου. Ο Άγιος Λουκάς μπήκε στη σειρά και περίμενε την δική του εκτέλεση. Οι ώρες ατελείωτες. Αργά το βράδυ, μετά από 16 ώρες αναμονής, κάποιος κομματικός τον αναγνώρισε. Έμαθε για την πλεκτάνη, επενέβη και τον άφησαν ελεύθερο. Κι εδώ φαίνεται το μεγαλείο της καρδιάς του και η αυταπάρνηση του. Αντί να γυρίσει σπίτι του, πήγε στο νοσοκομείο. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, μπήκε τα μεσάνυχτα στο χειρουργείο και άρχισε τις εγχειρήσεις.
Αυτό όμως το θλιβερό γεγονός επιδείνωσε την ήδη βεβαρημένη κατάσταση της υγείας, της συζύγου του Άννας. Μετά από λίγες μέρες ξεψύχησε στα χέρια του Αγίου. Ήταν μόλις 38 χρονών και ο Άγιος Λουκάς 43 χρονών. Την κήδεψαν στο κοιμητήριο της Τασκένδης. Πάνω στον τάφο της έγραψε: «Άννα Βασιλίγιεβνα, 38 ετών. Μία καθαρή καρδιά, που με πάθος αναζητούσε την αλήθεια».
Ο Άγιος Λουκάς είχε μείνει χήρος με 4 μικρά παιδιά. Πάνω στην δύσκολη αυτή ώρα ο Θεός έδωσε και την λύση. Μία πολύ πιστή νοσοκόμα που ο άνδρας της είχε πεθάνει, ανέλαβε να μεγαλώσει τα παιδιά του και να γίνει η δεύτερη μητέρα τους.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να μιλήσουμε λίγο για την ιατροχειρουργική ιδιότητά του. Σήμερα στην Ρωσία θεωρείται ο κορυφαίος χειρουργός του 20ου αιώνα.Όπως γράφει ο καθηγητής - ακαδημαϊκός Κασίρσκι «...το όνομα του και η δεξιοτεχνία του είχαν γίνει θρύλος. Μπορούσε να κάνει τις δυσκολότερες εγχειρήσεις χωρίς πρόβλημα.» Έλεγε ο ίδιος: «Ο χειρουργός πρέπει να έχει μάτια αετού, καρδιά λιονταριού και χέρια γυναίκας», δηλαδή να έχει λεπτότατη αίσθηση της αφής. Κάποτε πήρε 20 φύλλα λεπτού χαρτιού και το νυστέρι. Ζήτησε από τα παιδιά του να του πουν να κόψει οποιοδήποτε αριθμό φύλλων με μία μόνο κίνηση. Τα παιδιά του, του είπαν τον αριθμό 7, και με μία κίνηση έκοψε τα επτά φύλλα αφήνοντας όλους έκπληκτους.
Εκτός από την επιστημονική του κατάρτιση, διακρινόταν και για την βαθειά του πίστη στον Θεό. Μέσα στο χειρουργείο επικαλείτο την βοήθεια του. Στον τοίχο είχε κρεμασμένη την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και μπροστά ένα καντήλι. Το άναβε, προσευχόταν λίγα λεπτά κι έπειτα με τις γάζες και με το ιώδιο σχημάτιζε το σταυρό στο σώμα του ασθενούς, εκεί που θα γινόταν η εγχείρηση. Μόνον τότε ξεκινούσε την επέμβαση.
Αν και πάντα ο Άγιος Λουκάς ήταν κοντά στην εκκλησία, την εποχή αυτή συμμετέχει πιο ενεργά στην εκκλησιαστική ζωή της Τασκένδης. Αυτό έδινε ιδιαίτερη χαρά στους πιστούς. Κάποια μέρα έγινε στο Μητροπολιτικό ναό ένα κληρικολαϊκό δικαστήριο με σκοπό να δικαστεί και να διωχθεί ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης Ιννοκέντιος. Στο δικαστήριο κλήθηκε και ο γιατρός τότε, Βαλεντίνος, ο οποίος με σθένος υπερασπίστηκε τον Αρχιεπίσκοπο. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος αθωώθηκε και συγκινήθηκε ιδιαίτερα από τη στάση του γιατρού. Όταν τελείωσε η συνεδρίαση ο Αρχιεπίσκοπος περίμενε τον γιατρό στην πόρτα, περπάτησαν δυο τρεις φορές γύρω από το ναό, ευχαριστώντας τον για την υπεράσπιση. Και ξαφνικά ο Αρχιεπίσκοπος σταμάτησε, κοίταξε στα μάτια τον γιατρό και του είπε:- Γιατρέ πρέπει να γίνετε ιερέας. Ο Άγιος χωρίς δισταγμούς του απάντησε:
- Σεβασμιώτατε, αν είναι θέλημα Θεού να γίνω ιερέας, να γίνω.
Και πράγματι, τον Ιανουάριο του 1921 χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας. Το γεγονός αυτό της χειροτονίας ενός διάσημου καθηγητή πανεπιστημίου, ήταν κεραυνός εν αιθρία για την Τασκένδη. Ο Άγιος ανέλαβε εφημεριακά καθήκοντα και κήρυττε με κάθε ευκαιρία το λόγο του Θεού. Όμως αντιμετώπιζε την ειρωνεία των συναδέλφων και φοιτητών του, που νόμισαν ότι πλέον «ξόφλησε για την επιστήμη». Αλλά τους διέψευσε.
Ας κάνουμε όμως μία παρένθεση για να δούμε την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Σοβιετική Ένωση. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωσε το 1921. Οι νικητές αποδύθηκαν σ'έναν ανελέητο διωγμό όλων όσων θεωρούσαν υπόπτους, αντεπαναστάτες κλπ. Οι φυλακές γέμιζαν και τα επαναστατικά δικαστήρια δούλευαν ακατάπαυστα. Ένα απρόοπτο γεγονός θα επιδεινώσει την κατάσταση. Ο Λένιν θα αρρωστήσει. Μέσα σε δύο χρόνια υπέστη αλλεπάλληλα εγκεφαλικά που τελικά θα τον καθηλώσουν στο αναπηρικό καροτσάκι. Αρχίζει τότε η μάχη της διαδοχής.
Παρά τις προβλέψεις, θα επικρατήσει ο Στάλιν άνθρωπος αδίστακτος, που όχι μόνο οδήγησε στο θάνατο εκατομμύρια πολίτες, αλλά και αυτούς ακόμη τους συντρόφους και φίλους του. 
Στη δεκαετία του 1920 δημιουργήθηκαν και τα στρατόπεδα "αναμορφωτικής", δηλαδή καταναγκαστικής εργασίας με την επωνυμία «Γκουλάγκ». Μέσα σε λίγα χρόνια το Γκουλάγκ απλώθηκε σ'όλη την αχανή χώρα. Η αρχή έγινε από ένα μοναστήρι, του Σολόφκυ. Κτίστηκε τον 14° αιώνα στα νησιά Σολοφκύ στη Λευκή Θάλασσα. Ήταν ένα μεγάλο μοναστικό κέντρο, με το κεντρικό μοναστήρι και πολλές σκήτες σ'όλα τα νησιά. Τα κρύο του χειμώνα είναι δριμύτατο και ο χειμώνας κρατάει 8-9 μήνες. Επειδή είναι αδύνατο να δραπετεύσει κανείς, το Σολοφκύ έγινε ιδανικός τόπος για φυλακή-στρατόπεδο.

Οι κρατούμενοι δούλευαν 16 ώρες την ημέρα και αν δεν είχαν καλή απόδοση τους εκτελούσαν ως σαμποτέρ. Αν κάποιον ήθελαν να τον τιμωρήσουν, τον έστελναν στη σκήτη Σικίρναγια, σ'ένα λόφο. Εκεί τους έπαιρναν τα ρούχα, και τους βασάνιζαν γυμνούς μέσα στα χιόνια και τους πάγους. Για φαγητό τους έδιναν μόνο μία σούπα με σάπια πατάτα την ημέρα. Όταν μετά από λίγους μήνες οι κρατούμενοι είχαν εξαντληθεί, τους πήγαιναν στην άκρη του λόφου, όπου άρχιζε μια ξύλινη σκάλα με 365 σκαλοπάτια. Τους έδεναν με σχοινιά σα βαρελάκια και τους πετούσαν από την παγωμένη σκάλα. Οι κρατούμενοι έβρισκαν τραγικό θάνατο. Τόσοι ήταν οι νεκροί, που ένα δέντρο σχημάτισε με τα κλαδιά του το σημείο του σταυρού.

Από τα Σολοφκύ ξεκίνησαν και όλα τα στρατόπεδα. Οι κρατούμενοι δούλευαν σα σκλάβοι και αμέτρητοι πέθαναν από τα βασανιστήρια, τις αρρώστιες, τις κακουχίες.

Την ίδια εποχή ξεκίνησε κι ένας ανελέητος πόλεμος κατά της εκκλησίας. Με διάφορα νομοθετήματα η εκκλησία αλυσοδέθηκε. Παρά πολλές εκκλησίες και μνημεία τέχνης έκλεισαν, ανατινάχτηκαν, μετατράπηκαν σε γυμναστήρια, στρατόπεδα, κέντρα διασκέδασης. Οι εικόνες παραδόθηκαν στη φωτιά. Οι λεηλασίες των εκκλησιών έδιναν και έπαιρναν, ενώ τα. λείψανα των αγίων βεβηλώθηκαν.
Τρεις ώρες μακριά από την Πετρούπολη, δίπλα στον ποταμό Σβιρ είναι κτισμένο το μοναστήρι του Αγίου Αλεξάνδρου του Σβιρ. Ο Άγιος Αλέξανδρος ήταν μεγάλη μορφή, αξιώθηκε να δει την Αγία Τριάδα και όταν κοιμήθηκε το λείψανο του έμεινε άφθαρτο.
Το 1918 οι επαναστάτες μπήκαν στο μοναστήρι και εκτέλεσαν όλους τους μοναχούς. Έπειτα πήραν το λείψανο του Αγίου Αλεξάνδρου και το έριξαν στη φωτιά. Όμως το λείψανο δεν κάηκε. Το μετέφεραν τότε σ'ένα μουσείο για μούμιες στην Πετρούπολη. Το 1997 άνοιξε πάλι το μοναστήρι και οι πατέρες ζήτησαν πίσω το ιερό λείψανο. Όμως η διεύθυνση του μουσείου δεν τους το έδινε, γιατί το θεωρούσαν μούμια. Οι πατέρες επέμεναν και η διεύθυνση του μουσείου έφερε ακτινολογικό μηχάνημα, έκαναν ακτινογραφία στο σώμα του Αγίου και διαπίστωσαν ότι δεν ήταν ταριχευμένο σώμα, αλλά άφθαρτο. Έτσι αναγκάστηκαν να το δώσουν στους πατέρες και ο άγιος επέστρεψε στο σπίτι του. 
Ο λαός έδειξε σε πολλές περιπτώσεις ηρωικό φρόνημα υπερασπίζοντας τις εκκλησίες. Θα σας αναφέρω μία μόνο συγκινητική περίπτωση, Στην πόλη Ολονετς το 1927 πήγαν να καταστρέψουν μία εκκλησία. Το έμαθε τότε μια νέα κοπέλα 25 περίπου χρονών. Έτρεξε, μπήκε στην εκκλησία, κλειδώθηκε και φώναξε στους εργάτες:

-Γκρεμίστε την εκκλησία και σκοτώστε και μένα. 
Οι εργάτες περίμεναν να βγει, γιατί δεν ήθελαν να την σκοτώσουν. Τελικά μετά από μερικές μέρες έφυγαν. Και η κοπέλα αυτή έμεινε φύλακας της εκκλησίας για 25 χρόνια. Την σκούπιζε, την περιποιείτο, ενώ ο κόσμος της πήγαινε τρόφιμα. Η εκκλησία σώθηκε. Στο τέλος της ζωής της έγινε μοναχή και πήρε το όνομα Βαρβάρα. Κοιμήθηκε σε ηλικία 96 χρονών και ετάφη δίπλα στην εκκλησία. Όλοι την τιμούν ως αγία.

Μεταξύ των θυμάτων ήταν οι κληρικοί και μοναχοί. Σ'όλη τη Ρωσία, μόνον το 1922 εκτελέστηκαν συνολικά 8.100 κληρικοί και μοναχοί. Στην Πετρούπολη, στον τοίχο που βλέπετε, εκτελέστηκαν πάνω από 40 πατέρες του μοναστηριού του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι. 
Κάποια Κυριακή, πάλι στην Πετρούπολη, συνέλαβαν 40 ιερείς την ώρα που λειτουργούσαν. Τους μετέφεραν στο κοιμητήριο του Σμολένσκ κοντά στον τάφο της Οσίας Ξένης. Εκεί τους έδωσαν εργαλεία κι έσκαψαν ένα μεγάλο λάκκο. Έπειτα τους έριξαν μέσα και τους έθαψαν ζωντανούς. Έτσι το αίμα των νεομαρτύρων χύθηκε άφθονο και σήμερα η εκκλησία της Ρωσίας μπορεί να καυχιέται για το πλήθος των νέων αγίων μαρτύρων της.
Ας γυρίσουμε στην Τασκένδη. Αυτή τη δύσκολη εποχή ο Άγιος Λουκάς διάλεξε να χειροτονηθεί ιερέας. Όμως νέες ευθύνες τον περίμεναν. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος διώχθηκε το 1923 και ο λαός της Τασκένδης πρότεινε να τον διαδεχθεί ο π. Βαλεντίνος. Ο ίδιος δέχθηκε ταπεινά τη νέα κλήση του Θεού, γνωρίζοντας καλά τους κινδύνους. Στην Τασκένδη βρίσκονταν τότε ένας εξόριστος επίσκοπος, ο οποίος αρχικά τον έκειρε μοναχό. Επειδή δεν υπήρχε ναός, η κουρά του έγινε στην κρεβατοκάμαρα των παιδιών του. Εκεί έδωσε τις μοναχικές υποσχέσεις και από Βαλεντίνος ονομάστηκε Λουκάς. Επειδή δεν μπορούσε μόνος του να τον χειροτονήσει του πρότεινε να πάει στο Πεντζικέντ όπου υπήρχαν δύο εξόριστοι επίσκοποι. Έφυγε νύχτα διασχίζοντας το Ουζμπεκιστάν με τα μέσα της εποχής εκείνης, αντιμετωπίζοντας πολλούς κινδύνους. Πρώτος σταθμός η Σαμαρακάνδη. Από κει τα πράγματα ήταν ακόμη πιο επικίνδυνα, λόγω των ανταρτών. Με πολλή δυσκολία συνέχισε για το Τατζικιστάν. Στην πόλη Πεντζικέντ βρήκε τους δύο επισκόπους οι οποίοι τον χειροτόνησαν αρχιερέα με κάθε μυστικότητα, μέσα στη νύχτα. Ήταν 31 Μαΐου 1923. Έπειτα επέστρεψε στην Τασκένδη.
Η χειροτονία του έφερε νέα αναστάτωση στην Τασκένδη. Οι κομματικοί άρχισαν να τον συκοφαντούν και να τον υπονομεύουν μέσω του τύπου. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το Σάββατο 9 Ιουνίου 1923 τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στις φυλακές Τασκένδης. Έτσι άρχισαν τα 11 χρονιά των φυλάκων και εξοριών. Έμεινε στις φυλακές για δύο μήνες κι έπειτα τον έστειλαν στη Μόσχα, όπου επισκέφθηκε δύο φορές τον Μαρτυρικό Πατριάρχη Τύχωνα, που βρισκόταν υπό περιορισμό στο μοναστήρι Ντονσκόι. Ο Πατριάρχης Τύχων τον παρότρυνε να μην σταματήσει την ιατροχειρουργική του δραστηριότητα γιατί έτσι θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους. Ο Πατριάρχης Τύχων αφού σήκωσε το μεγάλο βάρος των διωγμών, κοιμήθηκε στις 25 Μαρτίου 1925. Τα τελευταία του λόγια ήταν πολύ προφητικά:«Η νύχτα θα είναι πολύ μακρινή και πολύ σκοτεινή». Πρόσφατα κατετάγη στη χορεία των Αγίων.
Μετά από μία εβδομάδα ο Άγιος Λουκάς παρουσιάστηκε στην τρομερή Λιουμπιάνκα, το κτήριο της CK-KGB. Στο κτήριο αυτό ανακρίθηκε με τις σκληρές μεθόδους των ανακριτών, μ'ένα προβολέα στο πρόσωπο. Εκατομμύρια άνθρωποι ανακριθήκαν και καταδικάστηκαν στο κτήριο αυτό, ενώ πολλοί οδηγούντο στα υπόγεια, όπου τους εκτελούσαν με μία σφαίρα στον τράχηλο. 
Μετά τις ανακρίσεις και την καταδίκη του τον έβαλαν στον φοβερό «Μαύρο Κόρακα», την κλούβα της CK. Ο «Μαύρος Κόρακας» ήταν ο φόβος και τρόμος των Ρώσων τότε. Μετέφερε τους συλληφθέντες και πάντα κυκλοφορούσε γεμάτος. Πολλοί κρατούμενοι πέθαιναν από ασφυξία. Ο Άγιος Λουκάς μεταφέρθηκε στις χειρότερες φυλακές της Μόσχας, το Μπουτύρκι. Οι θάλαμοι ήταν υπερπλήρεις. Οι περισσότεροι κρατούμενοι κοιμούνταν στο παγωμένο πάτωμα. Τα πατζούρια στα παράθυρα ήταν κλειστά. Μία ηλεκτρική λάμπα ήταν αναμμένη συνεχώς και οι κρατούμενοι δεν ήξεραν πότε είναι μέρα και πότε νύχτα. Ο ύπνος ήταν ένα πραγματικό μαρτύριο. Δεν χωρούσαν στο πάτωμα και για να γυρίσουν πλευρό έπρεπε να συνεννοηθούν. Και μπορεί να ήταν 30-40 άτομα σ'ένα θάλαμο για έξι. Στις φυλακές αυτές ο Άγιος διαπίστωσε τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας, η οποία στην εξορία θα επιδεινωθεί και θα τον συνοδεύει σε όλη του την ζωή. 

Μετά από δύο μήνες τον μετέφεραν με άλλους κρατούμενους με τα πόδια στις φυλακές Ταγκάνσκα. Κάποια μέρα του χάρισαν από τον Ερυθρό Σταυρό ένα γούνινο παλτό. Δεν το κράτησε για πολύ. Το χάρισε σ'ένα νεαρό κρατούμενο που τουρτούριζε από το κρύο. 

Τον Δεκέμβριο του 1923 μέσα στο φοβερό κρύο και παρόλο που ήταν άρρωστος, τον έστειλαν εξορία στη Σιβηρία. Το ταξίδι με το τραίνο κράτησε ένα μήνα. Για τροφή τους έδιναν μισή ρέγγα, ένα κομμάτι ψωμί και ένα ποτήρι νερό την ημέρα. Τα κουπέ των τρένων δεν διέφεραν από τα κελιά των φυλακών. Ήταν κι αυτά γεμάτα κρατούμενους και ένας έκλεβε τον άλλον. 
Μετά από ένα μήνα έφτασαν στην καρδιά της Σιβηρίας, στην πόλη Κρασνογιάρσκ. Έπειτα τον εξόρισαν στην πόλη Γενισέισκ, 430 χιλιόμετρα βορειότερα. Το ταξίδι έγινε στα σκοτεινά αμπάρια ενός πλοίου, που σήμερα είναι μουσείο. Στα μέσα του χειμώνα έφτασε στο Γενισέισκ. Το κατάλυμα του ήταν πιο ανθρώπινο. Ένα δωμάτιο στο σπίτι κάποιου εύπορου κατοίκου. Μαζί του ήταν και δύο ακόμη ιερείς. Το σπίτι μετατράπηκε σε εκκλησάκι και ιατρείο όπου δεχόταν τους ασθενείς. 

Λίγο μετά ζήτησε εργασία στο νοσοκομείο του Γενισέισκ. Οι γιατροί εξεπλάγησαν αλλά και χάρηκαν που θα είχαν ανάμεσα τους έναν διάσημο χειρουργό. Του έδωσαν την άδεια και άρχισε να χειρουργεί. Οι ανάγκες κι εδώ ήταν πολλές. Οι λίστες αναμονής έφταναν τους δύο μήνες. Το 1924 επεχείρησε μία πρωτοποριακή και δυσκολότατη εγχείρηση. Του έφεραν έναν άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια και ο Άγιος Λουκάς επεχείρησε με επιτυχία την πρώτη στον κόσμο μεταμόσχευση νεφρού από ζώο σε άνθρωπο.

Σαν επιβράβευση οι τοπικές αρχές τον διώχνουν μακριά, σ'ένα ξεχασμένο χωριό, την Χάγια, η οποία είχε μόλις οκτώ σπίτια και ήταν αποκλεισμένη από τα χιονιά. Παρ’ όλες τις δυσκολίες και στο μέρος αυτό με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε δεν σταμάτησε να χειρουργεί. Χειρούργησε μεταξύ άλλων επιτυχέστατα κι έναν ασθενή από καταρράκτη. Να σημειώσουμε ότι τα εργαλεία τα αποστείρωνε στο ...σαμοβάρι.

Το καλοκαίρι τον έφεραν και πάλι στο Γενισέισκ. Ο Άγιος "φιλοξενήθηκε"στο απομονωτήριο των φυλακών που ήταν γεμάτο κοριούς και δεν τον άφηναν να ησυχάσει. Έπειτα τον άφησαν ελεύθερο και μπορούσε πλέον να χειρουργεί και να λειτουργεί σ'ένα παλιό μοναστήρι του Γενισέισκ.

Χειρουργούσε ασταμάτητα. Οι κάτοικοι τον υπεραγαπούσαν. Όσο όμως αυξανόταν η αγάπη προς το πρόσωπο του, τόσο αύξανε το μίσος των αρχών εναντίον του. Έτσι αποφασίζουν να τον στείλουν στον παγωμένο βορά. Στο λιμάνι του Γενισέικ τον φόρτωσαν σε μια μαούνα και μέσω του ποταμού Γενισέι ταξίδεψε περίπου 2.000 χιλιόμετρα βορειότερα. Το ταξίδι ατέλειωτο, μονότονο, βαρετό, κοπιαστικό, βασανιστικό. Το φαγητό ελάχιστο. Μάλλον ο κρατούμενοι είχαν γίνει τροφή για τις ψείρες. 

Κάποτε έφτασαν στην πόλη Τουρουχάνσκ. Εδώ οι κλιματολογικές συνθήκες κάνουν τη ζωή ανυπόφορη. Ο χειμώνας σκοτεινός και ατέλειωτος. Όλα παγωμένα. Το μικρό διάστημα του καλοκαιριού σμήνη κουνουπιών κάνουν τη ζωή των κατοίκων μαρτύριο. Ο Άγιος Λουκάς εργάζεται στο μικρό νοσοκομείο. Δεν υπάρχει άλλος γιατρός, ούτε τα κατάλληλα μέσα. Τα μόνα που βρήκε ήταν ένα μπουκάλι οινόπνευμα και ένα σουγιά. Με αυτά χειρουργούσε κι έδενε τα τραύματα με τρίχες από τα μαλλιά των ασθενών.

Στις όχθες του Γενισέι υπήρχε κι ένα μικρό μοναστήρι, με το λείψανο του Αγίου Βασιλείου Μαγκασέισκ. Εκεί λειτουργούσε ο Άγιος. Οι άνθρωποι βρήκαν στο πρόσωπο του τον αληθινό ποιμένα και γιατρό των ψυχών και σωμάτων. Όμως και πάλι η αγάπη των ανθρώπων, ενόχλησε την τοπική εξουσία. Τον κάλεσαν να απολογηθεί γιατί χειρουργεί, γιατί λειτουργεί, γιατί κηρύττει. Ένα βράδυ τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί γρήγορα και να φύγει για τον βορά.
Εδώ και πάλι θα ανοίξουμε παρένθεση. Εκείνη την εποχή, εκατομμύρια κρατούμενοι οδηγήθηκαν στην τούντρα, στον παγωμένο βορά. Εδώ τα χιόνια δεν λιώνουν εντελώς ούτε το καλοκαίρι, που κρατάει 2-3 εβδομάδες. Οι κρατούμενοι θα έπρεπε να κτίσουν από το μηδέν καινούργιες πόλεις, να φτιάξουν εργοστάσια, δρόμους, σιδηροδρομικές γραμμές στο πουθενά. Οι θερμοκρασίες φτάνουν το -60και όταν φυσάει η κατάσταση είναι ανυπόφορη. Οι κατάδικοι πέθαιναν σωρηδόν. Ο τόπος είναι σπαρμένος από τα σώματα των καταδίκων. Μέχρι σήμερα από τα βουνά, όπου υπήρχαν ορυχεία, όταν λιώνουν τα χιόνια και τρέχουν τα νερά, το έδαφος βγάζει ανθρώπινα οστά. Οι νεκροί αμέτρητοι, κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει. Στην πόλη Νορίλσκ που κτίστηκε από κρατούμενους στη δεκαετία του '30, έχει δημιουργηθεί «Ο Γολγοθάς του Νορίλσκ», με πολλούς σταυρούς και μνημεία διαφόρων εθνοτήτων, για να θυμίζουν τα μαρτύρια αυτών των ανθρώπων. Και στις γύρω πόλεις κάποια μικρά μουσεία μας μεταφέρουν στην τραγική αυτή εποχή. 
Αυτήν σχεδόν την πορεία ακολούθησε και ο Άγιος Λουκάς. Το ταξίδι πάνω από 400 χιλιόμετρα θα έπρεπε να γίνει με έλκηθρο. Ήταν ένα ταξίδι οδυνηρό, μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Το κρύο φοβερό. Το σκοτάδι φρικτό. Πρώτος σταθμός η Σελιβάνιχα, ένα μικρό χωριό. Συνέχισε το ταξίδι πάνω στον ποταμό Γενισέι. Πέρασαν τον Βόρειο Πολικό κύκλο. Έφτασαν στο χωριό Πλάχινο, που είχε 15 κάτοικοι. Του έδωσαν ένα δωμάτιο σ'ένα ξύλινο σπιτάκι. Γύρω-γύρω ο πάγος. Τόσο είναι το κρύο που εκεί δεν μπορούν να ζήσουν πουλιά. Η μικρή ξύλινη σόμπα δεν επαρκούσε. Το νερό στον κουβά πάγωνε. Όταν, δε, φυσούσε η κατάσταση ήταν απελπιστική. Έμεινε στο Πλάχινο περίπου δυόμισι μήνες. Μόνο η χάρη του Θεού τον κράτησε ζωντανό. 

Τον Μάρτιο ο διοικητής της CK έστειλε και πάλι το έλκηθρο για να τον φέρουν πίσω. Στο Τουρουχάνσκ πέθανε κάποιος ασθενής αβοήθητος. Ο κόσμος επαναστάτησε και απαίτησε ο επίσκοπος-γιατρός να γυρίσει πίσω. Έτσι βρέθηκε πάλι στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε ανενόχλητος πλέον την εργασία του στο νοσοκομείο και το μοναστήρι. 
Πλησίαζε ο χρόνος για να λήξει η ποινή του. Περίμενε με αγωνία. Έβλεπε τα ποταμόπλοια να φεύγουν με τους κρατούμενους αλλά τον ίδιο δεν τον καλούσαν. Τέλος Αυγούστου σταμάτησαν τα δρομολόγια γιατί το ποτάμι πάγωσε και θα έπρεπε να περιμένει το επόμενο καλοκαίρι. Τελικά τον απελευθέρωσαν το Νοέμβριο του 1925. Τώρα πλέον θα ήταν αναγκασμένος να ταξιδέψει με έλκηθρο πάνω στον παγωμένο Γενισέι. Το ταξίδι δύσκολο και επικίνδυνο. Συνολικά διένυσαν περίπου 2000 χιλιόμετρα. Έφτασε στο Κρασνογιάρσκ κι έπειτα αναχώρησε με τραίνο για την Τασκένδη.

Ανέλαβε και πάλι τα αρχιερατικά του καθήκοντα. Στο πανεπιστήμιο δεν του έδωσαν θέση και δεχόταν τους ασθενείς στο σπίτι του. Κοντά του συγκεντρώθηκαν πολλά νέα παιδιά, που τα βοηθούσε πατρικά ενώ τα ίδια τον βοηθούσαν στο έργο του. Έτρεχαν να βρουν φτωχούς ασθενείς και τον ειδοποιούσαν. Οι άνθρωποι τον υπεραγαπούσαν.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και νέα προβλήματα παρουσιάστηκαν. Κάποιος ψυχασθενής καθηγητής αυτοκτόνησε. Η αυτοκτονία του χαρακτηρίστηκε φόνος και άρχισαν να κατηγορούν τον Άγιο ως συνένοχο. Επί έναν ολόκληρο χρόνο τον συκοφαντούσαν στις εφημερίδες. Μέχρι και θεατρικά έργα γράφτηκαν για τον φονιά- επίσκοπο. Τελικά το 1930 τον συνέλαβαν. Πάλι φυλακές Τασκένδης, πάλι σκληρές ανακρίσεις, απειλές, εκβιασμοί. Μάταια όλοι υπερασπίζονταν την αθωότητά του. Έμεινε στις φυλακές της Τασκένδης έναν ολόκληρο χρόνο κι έπειτα καταδικάστηκε σε εξορία στη Βόρεια Ρωσία. Τον μετέφεραν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Του συμπεριφέρονταν απάνθρωπα. Διηγείται κάποια που ήταν παρούσα: «Μαζευτήκαμε κάμποσοι άνθρωποι... Τον βλέπαμε από μακριά. Τον έσερναν από τα γένια, λες και ήταν κανένας αλήτης. Τον έφτυναν στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή αυθόρμητα θυμήθηκα πως με τον ίδιο τρόπο χλευάστηκε και ο Ιησούς Χριστός.» 

Ο ίδιος γράφει για το ταξίδι με το τραίνο. «Το βαγόνι είχε τόσες ψείρες που έπρεπε πρωί-βράδυ να βγάζω τα ρούχα μου και καθημερινά έβρισκα μέσα τους εκατοντάδες. Μεταξύ αυτών ήταν κάτι τεράστιες μαύρες ψείρες που δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου».
Μετά από αρκετές μέρες έφτασαν στην πόλη Κότλας. Δημιουργήθηκε κι αυτή μέσα στα απέραντα δάση από κατάδικους και πολλοί πέθαναν μαρτυρικά. Ο Άγιος Λουκάς μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές του Κότλας κι έπειτα τρία χιλιόμετρα μακρύτερα στη Μακάριχα. Ζούσαν σε άθλιες προχειροφτιαγμένες παράγκες. Πολλούς κατάδικους τους έστελναν στα δάση για να κόβουν δέντρα και να φτιάχνουν παράγκες. Ήταν αναγκασμένοι να κοιμούνται στο ύπαιθρο αντιμέτωποι με το κρύο και την υγρασία. Πολλοί αυτοκτόνησαν. Στη Μακάριχα ξέσπασε τότε επιδημία τύφου και άλλων ασθενειών. Οι κρατούμενοι πέθαιναν αβοήθητοι. Κάθε μέρα έσκαβαν στη Μακάριχα έναν τεράστιο λάκκο και έθαβαν περίπου 70 νεκρούς. Σήμερα στη Μακάριχα έχουν στηθεί πολλά μνημεία που θυμίζουν την τραγωδία αυτών των ανθρώπων.
Ο Άγιος Λουκάς έβλεπε αυτό το δράμα, τις εκατόμβες των νεκρών, χωρίς να μπορεί να προσφέρει κάτι. Λίγο καιρό μετά τον μετέφεραν στο νοσοκομείο του Κότλας και του επέτρεψαν να χειρουργεί γιατί οι ανάγκες ήταν πολλές. Δεν πέρασε πολύς καιρός και ακολούθησε νέα μεταγωγή. Με ποταμόπλοιο μέσω του ποταμού Ντβίνα μεταφέρθηκε στον Αρχάγγελο. Είναι μια από τις βορειότερες πόλεις της Ρωσίας. Τότε είχαν στείλει χιλιάδες κρατούμενους και ταλαιπωρήθηκε πολύ να βρει σπίτι. Οι εξόριστοι τουρτούριζαν στους δρόμους, τα σπίτια δεν επαρκούσαν. Ο ίδιος βρήκε τελικά ένα δωμάτιο σ'ένα μεγάλο σπίτι, όπου έμεναν και άλλοι εξόριστοι. Οι αρχές του επέτρεψαν να χειρουργεί στο νοσοκομείο αλλά αντιμετώπισε τη ζήλια των συναδέλφων του. Εκκλησιαζόταν στην εκκλησία του κοιμητηρίου, αλλά και εδώ τον έβλεπαν καχύποπτα.

Το 1932 του εμφανίστηκε όγκος και πήγε στην Πετρούπολη, όπου τον χειρούργησε ένας ογκολόγος. Ευτυχώς ο όγκος ήταν καλοήθης. Στην Πετρούπολη τον κάλεσε ο Κίρωφ, μεγάλο κομματικό στέλεχος. Του πρότεινε να του δώσουν το μεγαλύτερο χειρουργικό ερευνητικό κέντρο της χώρας, με μόνο όρο να πετάξει τα ράσα του και να αρνηθεί το Χριστό. Δεν δέχθηκε και επέστρεψε στον τόπο της εξορίας του.
Το 1933 εκδόθηκε το περίφημο βιβλίο του, «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» και υπέγραψε, «Επίσκοπος Λουκάς». Το βιβλίο αυτό έγινε δεκτό με ενθουσιασμό και γνώρισε αλλεπάλληλες εκδόσεις. Ο καθηγητής Πολιανώφ δήλωσε τότε: «Δεν υπάρχει στη χώρα μας άλλο παρόμοιο βιβλίο με τόσες γνώσεις χειρουργικής και με τόση αγάπη για τον άνθρωπο».

Από το 1933 ως το 1937 παρέμενε στην Τασκένδη. Ζει ήσυχες οικογενειακές στιγμές με τα παιδιά του, που τόσο τα είχε στερηθεί. Εργάζεται κυρίως στην επιστημονική έρευνα, η οποία τον έχει συνεπάρει. Θέλει να ανακαλύψει με κάθε λεπτομέρεια το μηχανισμό του πύου. Γράφει στο γιο του: «Κάνω συγκλονιστικές ανακαλύψεις. Εργάζομαι ασταμάτητα. Θέλω να γράψω πολλά. Φοβάμαι ότι δε θα προλάβω. Βρίσκομαι στο ζενίθ της ηλικίας μου. Πρέπει να προλάβω...».
Βρισκόταν ένα βήμα πριν να ανακαλύψει την πενικιλίνη. Δεν πρόλαβε...
Η περίοδος του '30 είναι η εποχή της παντοδυναμίας του Στάλιν. Το αρχιπέλαγος γκουλάγκ βρισκόταν στο ζενίθ. Εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονταν στα στρατόπεδα και δούλευαν στα καταναγκαστικά έργα. Στο Μπελομόρ-κανάλ δούλευαν πάνω από 300.000 άνθρωποι για να ανοίξουν μια διώρυγα 280 χιλιομέτρων, σκάβοντας με πρωτόγονα μέσα σε έδαφος από γρανίτη. Τουλάχιστον 100.000 πέθαναν ενώ άλλοι σακατεύτηκαν. Το 1936 η τρομοκρατία είχε φτάσει στα ύψη. Στη Μόσχα γίνονταν οι περίφημες δίκες της Μόσχας, όπου εξοντώνονταν οι πρωτεργάτες της επανάστασης. Οι συλλήψεις αθώων πολιτών είχαν πάρει τη μορφή επιδημίας. Και βέβαια ο επίσκοπος Λουκάς θεωρείται ύποπτος. 
Ένα βράδυ του 1937 μπήκαν στο σπίτι του οι κομισάριοι και τον συνέλαβαν. Απ'έξω περίμενε ο μαύρος κόρακας που τον οδήγησε στις φυλακές Τασκένδης. Η κατηγορίες ήταν ότι ως γιατρός σκότωνε τους ανθρώπους, ότι ετοίμαζε αντεπανάσταση και σχέδιο δολοφονίας κατά του Στάλιν. Συνελήφθησαν και πολλοί συνεργάτες του, οι οποίοι υπέκυψαν στα βασανιστήρια και κατέθεσαν εναντίον του. Ο ίδιος για να αναγκαστεί να υπογράψει, υπεβλήθη στη φοβερή, βασανιστική αλυσιδωτή ανάκριση. Στημένος σε μια καρέκλα κάτω από το φως δυνατού προβολέα, τον ανέκριναν ασταμάτητα νύχτα-μέρα, διαφορετικοί ανακριτές επί 13 μερόνυχτα.Δεν τον άφηναν ούτε να φάει, ούτε να κοιμηθεί. Συχνά λιποθυμούσε, είχε παραισθήσεις και τότε του έριχναν κουβάδες με παγωμένο νερό για να συνέλθει. Επειδή δεν υπέγραψε την κατηγορία, υπεβλήθη και πάλι για άλλα 13 μερόνυχτα στην αλυσιδωτή ανάκριση. Το σώμα του είχε γεμίσει πληγές από τα χτυπήματα. Τον άφησαν δυο χρόνια στις φυλακές Τασκένδης με συνεχείς απειλές και βασανιστήρια.
Το 1939 τον καταδίκασαν και πάλι τρία χρόνια εξορία στη Σιβηρία. Νέο βασανιστικό ταξίδι με τραίνο για το Κρασνογιάρσκ κι έπειτα με ποταμόπλοιο στην κωμόπολη Μεγάλη Μούρτα. Εδώ παρουσιάστηκε στο νοσοκομείο και ζήτησε να του επιτρέψουν να χειρουργεί. Πράγματι τον προσέλαβαν, αλλά επειδή δεν υπήρχε άλλη θέση τον διόρισαν στη θέση της πλύστρας του νοσοκομείου. Του παραχώρησαν ένα μικρό δωμάτιο στο κτήριο του νοσοκομείου και ζούσε πολύ φτωχικά. Κι εδώ ανέπτυξε μεγάλη χειρουργική δραστηριότητα παρότι οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ άσχημες.
Εκκλησία στο χωριό δεν υπήρχε. Ο Άγιος Λουκάς κάθε πρωί πήγαινε σ'ένα μικρό κοντινό δάσος για να προσευχηθεί. Πάνω σ'ένα κούτσουρο τοποθετούσε μια μικρή εικόνα, γονάτιζε μέσα στις λάσπες ή στα χιόνια και προσευχόταν. Όμως και αυτόν τον τόπο οι νεαροί άθεοι κομσομόλοι τον βεβήλωναν. Ο Θεός είχε εξοριστεί από παντού. 
Σήμερα στη Μ. Μούρτα ζουν ακόμη άνθρωποι που τον θυμούνται με πολλή αγάπη. Στην πόλη δεν υπάρχει ακόμη εκκλησία. Οι κάτοικοι όμως ξεκίνησαν την οικοδόμηση ναού και αυτός θα αφιερωθεί στον άγιο Λουκά. Τη μέρα μάλιστα που μπήκε ο θεμέλιος λίθος μια άρρωστη γυναίκα θεραπεύθηκε θαυματουργικά από τον άγιο. Εκεί στήθηκε ο σταυρός για να θυμίζει την θαυμαστή επέμβαση του αγίου, ενώ μπροστά έχουν αφήσει την πέτρα που καθόταν η άρρωστη. Στο παγκόσμιο σκηνικό εκείνη την εποχή κυριαρχεί ο πόλεμος. Οι ορδές των Γερμανών εισβάλουν στη Ρωσία και προκαλούν τεράστιες καταστροφές και αμέτρητα θύματα. Ολόκληρη η χώρα δοκιμάζεται σκληρά.
Στο Κρασνογιάρσκ καταφθάνουν τα τραίνα γεμάτα από τραυματίες στρατιώτες, με διαπυημένα τραύματα. Πολλοί πεθαίνουν αβοήθητοι. Οι γιατροί ελάχιστοι. Ο άγιος Λουκάς συγκινείται από αυτή τη θλιβερή κατάσταση και στέλνει ένα τηλεγράφημα στον πρόεδρο του ανωτάτου Σοβιέτ Καλίνιν και παρακαλεί να του επιτρέψουν να χειρουργεί τους στρατιώτες. Η απάντηση ήρθε αμέσως. Σύντομα μεταφέρθηκε στο Κρασνογιαρσκ, διορίστηκε αρχίατρος του στρατιωτικού νοσοκομείου 1515 και σύμβουλος όλων των στρατιωτικών νοσοκομείων της περιοχής.
Αντιμετώπιζε κι εδώ τις καχυποψίες των συναδέλφων, τη συνεχή παρακολούθηση της KGB. Κατοικία του ήταν ένα στενό υγρό δωμάτιο στο νοσοκομείο. Αντιμετώπιζε ακόμη την περιφρόνηση των ανωτέρων. Τον θεωρούσαν πολίτη β'κατηγορίας και του απαγόρευαν να τρώει στο εστιατόριο του στρατιωτικού νοσοκομείου.Πολλές μέρες έμενε νηστικός. Κάποιες νοσοκόμες που τον λυπόνταν, του πήγαιναν κρυφά λίγο φαγητό. Ποτέ δεν τον άκουσαν να παραπονεθεί. Υπέμεινε τα πάντα με πολλή πίστη στο Θεό. Σ'ένα από τα γράμματά του έγραφε στο γιό του: «Αγάπησα το μαρτύριο, το οποίο τόσο παράξενα καθαρίζει την ψυχή». 

Κάθε τόσο πήγαινε στο σταθμό του τραίνου και διάλεγε τους πιο βαριά τραυματίες για να τους χειρουργήσει. Όλοι οι στρατιώτες τον υπεραγαπούσαν, γιατί ένοιωθαν πως τους είχε σώσει τη ζωή. Η εντατική δουλειά είχε επηρεάσει και την υγεία του. Η υπερκόπωση τον κατέβαλε. Πάντα όμως σκεφτόταν τον πάσχοντα άνθρωπο και τον υπηρετούσε με απίστευτη αυταπάρνηση. 
Εκκλησία δεν υπήρχε πουθενά. Όλες κλειστές. Όμως τώρα ο Στάλιν χρειαζόταν την εκκλησία. Και το 1943 έδωσε μια ανάσα ελευθερίας στην εκκλησία. Απελευθέρωσε πολλούς κρατούμενους ιερείς και επέτρεψε το άνοιγμα κάποιων εκκλησιών. Ο άγιος Λουκάς διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Κρασνογιάρσκ. Στην πόλη επέτρεψαν το άνοιγμα μιας μικρής εκκλησίας του αγίου Νικολάου, σ'ένα προάστιο 7 χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο. Στις 28 Φεβρουαρίου 1943 ο άγιος τέλεσε την πρώτη Θ. Λειτουργία. Από αυτή την ταπεινή εκκλησία ξεκίνησε πάλι η εκκλησιαστική ζωή στη Σιβηρία. Όμως για να πάει εκεί θα έπρεπε να περπατήσει 7 χιλιόμετρα μέσα στα χιόνια και στις λάσπες. Πολλές φορές βούλιαζε και δεν μπορούσε να συνεχίσει. 


Σήμερα στο Κρασνογιάρσκ κτίζεται εκκλησία αφιερωμένη στον άγιο Λουκά μέσα στο Γενικό νοσοκομείο. Οι σύγχρονοι γιατροί τον ευγνωμονούν και νοιώθουν ευεργετημένοι από την παράδοση που τους κληροδότησε. Σε κεντρικό σημείο της πόλης στήθηκε μεγάλο άγαλμα του αγίου. Οι περαστικοί πάντα θα σταματήσουν, θα πουν δυο λόγια προσευχής, θα του αφήσουν λίγα λουλούδια. 
Τo 1944 τον μετέθεσαν στο Ταμπώφ ως αρχίατρο και αρχιεπίσκοπο. Κι εδώ τα πάντα διαλυμένα. Με πολλές προσπάθειες έφτιαξε τον ερειπωμένο ναό της αγίας Σκέπης και άρχισε να λειτουργεί και να κηρύττει με πολλή χαρά, γιατί όπως είπε στο πρώτο κήρυγμά του, «δεκαπέντε χρόνια το στόμα μου ήταν κλειστό». Παράλληλα εργάζεται στα δύο νοσοκομεία της πόλης, το Γενικό και το στρατιωτικό, ενώ παραδίνει μαθήματα στην Ιατρική σχολή και σε Ιατρικά συνέδρια.

Στον εκκλησιαστικό χώρο κάνει τεράστιους αγώνες να αναδιοργανώσει την επαρχία του. Στις εκκλησίες κηρύττει το λόγο του Θεού. Οι άνθρωποι έτρεχαν να τον ακούσουν και επηρεάζονταν βαθύτατα.
Οι αρχές θορυβούνται. Αναγνωρίζουν το τεράστιο επιστημονικό, κοινωνικό, πατριωτικό έργο του, αλλά δεν μπορούν να ανεχθούν τα κηρύγματα και το ποιμαντικό του έργο. Πολλές φορές τον καλούν σε επιστημονικά συνέδρια ή στο πανεπιστήμιο, ζητούν όμως να μην προσέρχεται με το ράσο του και το εγκόλπιο του. Ο ίδιος δεν υποχωρεί, και δείχνει να μην φοβάται πλέον. Μέσα σε δύο χρόνια οι άνθρωποι του Ταμπώφ τον υπεραγάπησαν. Κι εδώ τα ίχνη που άφησε είναι ανεξίτηλα.
Σήμερα το Γενικό νοσοκομείο της πόλης φέρει το όνομά του. Στο προαύλιο έχει στηθεί η προτομή του, ενώ δίπλα στο μουσείο Ιατρικής ιστορίας, ένα μεγάλο τμήμα του μουσείου είναι αφιερωμένο στον άγιο Λουκά.
Παρόλο το φόρτο εργασίας, συμμετέχει στις συνόδους του Πατριαρχείου Μόσχας. Το 1946 θα έλθει επιτέλους η αναγνώριση. Κάποιοι κομματικοί συκοφάντησαν τον άγιο στον Στάλιν και ζήτησαν να εκτελεστεί. Ο Στάλιν έξω φρενών τους έβρισε χυδαία και κατέληξε: «Αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορούμε πλέον να τους εκτελούμε, αλλά να τους τιμούμε». Και πράγματι, ο άγιος Λουκάς θα τιμηθεί με το μεγαλύτερο κρατικό βραβείο, το 1° βραβείο Στάλιν ανάμεσα σε δεκαπέντε επιστήμονες. Η τελετή έγινε στη Μόσχα. Ήταν παρόντες όλοι. Ο μόνος που έλειπε ήταν ο άγιος Λουκάς, γιατί δεν είχε τα χρήματα να πάρει το εισιτήριο του τραίνου. Το βραβείο συνοδευόταν από 200.000 ρούβλια. Έστειλε τότε τηλεγράφημα στον Στάλιν, παρακαλώντας τα χρήματα αυτά να μοιραστούν στα ορφανά του πολέμου. 

Την ίδια χρονιά με εντολή του Στάλιν κατασκευάστηκε η προτομή του αγίου, που υπάρχει σήμερα στο μουσείο Κλενισόφσκυ στη Μόσχα, ανάμεσα στις προτομές των μεγάλων επιστημόνων. Πολλοί ξένοι δημοσιογράφοι ήλθαν να του πάρουν συνεντεύξεις και έγιναν ειδικές εκπομπές. Η υγεία του όμως επιδεινώνεται και το 1946 θα χάσει την όραση από το ένα μάτι. Η εκκλησία θα τον μεταθέσει στην Αρχιεπισκοπή Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. 

Η Κριμαία είναι μια όμορφη περιοχή με έντονο ελληνικό χρώμα, αλλά πολύπαθη. Οι καταστροφές που άφησε ο πόλεμος ήταν κι εδώ πάρα πολλές. Η εκκλησία διαλυμένη. Και ο άγιος Λουκάς θα κάνει τιτάνιους αγώνες για να την ανασυγκροτήσει. Στην προσπάθειά του αυτή θα συναντήσει την αντίδραση των αρχών που συνεχώς τον δυσκολεύουν και τον υπονομεύουν. Οι φτωχοί είναι πάρα πολλοί και στο σπίτι του οργανώνει συσσίτιο. Πολλές φορές μένει νηστικός για να μην στερήσει το φαγητό από κάποιον φτωχό. Κι εδώ τον καλούν σε συνέδρια, ή να παραδώσει μαθήματα στην Ιατρική Σχολή. Μερικές φορές οι αρχές απαιτούσαν να μην παρουσιάζεται με το ράσο του. Ο ίδιος δεν δέχεται και κάποια συνέδρια ματαιώθηκαν. 
Η καθημερινή του ζωή ήταν πλήρης. Ξυπνούσε πολύ πρωί και έκανε την ακολουθία του για 2-3 ώρες. Έπειτα διάβαζε ένα απόσπασμα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Ακολούθως πήγαινε στο γραφείο του και ασχολείτο με τις υποθέσεις της Αρχιεπισκοπής. Το απόγευμα δεχόταν τους ασθενείς πάντα δωρεάν.

Στο ιατρείο του κατέφθαναν άνθρωποι διάφοροι, άθεοι, αλλόθρησκοι, διαφόρων εθνοτήτων. Πρόσφερε τη βοήθειά του χωρίς διακρίσεις. 

Το 1956 θα χάσει την όραση του και από το άλλο μάτι. Παρότι τυφλός πλέον, θα συνεχίσει να εργάζεται ακούραστα, να κηρύττει και να λειτουργά. Το 1957 στη Συμφερούπολη γιόρτασαν τα 80 χρόνια του.

Κι ενώ ο Στάλιν πεθαίνει το 1953, ο Χρουστσώφ επιχειρεί την αποσταλινοποίηση. Οι περισσότεροι κρατούμενοι απελευθερώνονται και ταστρατόπεδα κλείνουν. Τη θετική αυτή εξέλιξη έρχεται να επισκιάσει η νέα πολεμική κατά της εκκλησίας. Ο Χρουστσώφ ανοίγει και πάλι το αντιεκκλησιαστικό μέτωπο. Οι εκκλησίες κατάσχονται, κλείνουν, ανατινάζονται. Οι ιερείς διώκονται. Ο άγιος Λουκάς αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα και αγωνίζεται να κρατήσει τις εκκλησίες ανοιχτές. Σε αγωνιώδη γράμματά του γράφει στα παιδιά του:

«Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της εκκλησίας. Είναι μαρτύριο. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου συνεχίζω το δύσκολο έργο μου». 

Οι αρχές ζητούν την παραδειγματική τιμωρία του γιατί αντιστέκεται στο κλείσιμο των ναών. Όμως δεν τόλμησαν να τον φυλακίσουν, ή να τον εξορίσουν. 

Σ'ένα άλλο γράμμα του γράφει στο γιό του:
«Έχω πολύ περισσότερες στεναχώριες από σένα που επισπεύδουν το τέλος μου... Γενικά η κατάσταση στον εκκλησιαστικό χώρο γίνεται αφόρητη».

Η επίγεια ζωή του αρχιεπισκόπου Λουκά πλησιάζει στο τέλος της. Τα Χριστούγεννα του 1960, θα λειτουργήσει για τελευταία φορά, ενώ την Κυριακή της Τυρινής θα κάνει το τελευταίο του κήρυγμα. Από τότε θα παραμείνει σπίτι του. Προετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι με προσευχή. Λίγο πριν την κοίμησή του θα βαπτίσει τη δισεγγονή του Τατιάνα, σήμερα γιατρό στην Οδησσό. 
Κάποια μέρα γύρισε και είπε στην ανιψιά του: «Άραγε στην κηδεία μου θα θας αφήσουν να μου ψάλλετε το Αγιος ο Θεός;». Η ανιψιά του δεν κατάλαβε τι εννοούσε. Το κατάλαβε τη μέρα της κηδείας.

Ήλθε η Κυριακή των Αγίων Πάντων της Ρωσίας, 11 Ιουνίου 1961. Ήταν επτά παρά τέταρτο το πρωί όταν ο Άγιος Λουκάς ανέπνευσε για τελευταία φορά και η ψυχή του φτερούγισε για τον ουρανό. Έφυγε για να προλάβει να λειτουργήσει αυτή τη μεγάλη μέρα στο ουράνιο θυσιαστήριο. Το θλιβερό νέο διαδόθηκε σαν αστραπή. Για τρεις μέρες χιλιάδες άνθρωποι κατέφθασαν με κάθε μέσο για να προσκυνήσουν το σκήνωμά του. Μπροστά στο φέρετρο του ξεσπούσαν σε καυτά δάκρυα και φώναζαν: «Έφυγε ο πατέρας μας, ο άγιός μας» και διηγούνταν τις ευεργεσίες και τα θαύματά του».
Όλος αυτός ο λαός ήθελε να κάνει μια μεγαλοπρεπή κηδεία και να μεταφέρει το σκήνωμά του μέσα από τον κεντρικό δρόμο της Συμφερούπολης. Όμως την ημέρα της κηδείας ήλθε επείγον τηλεγράφημα από τη Μόσχα που απαγόρευε την εκφορά του νεκρού από τους κεντρικούς δρόμους.
Όσοι ήθελαν να συμμετάσχουν θα έπρεπε να μπουν σε λεωφορεία δωρεάν και να πάνε από περιφερειακούς δρόμους μέχρι το κοιμητήριο. Απαγόρευε δε οποιαδήποτε ψαλμωδία. Μέσα σε τρία λεπτά όλα θα έπρεπε να τελειώσουν και ο νεκρός θα έπρεπε να βρίσκεται στον τάφο.

Την κηδεία παρακολουθούσαν πολλοί αστυνομικοί για να εφαρμοστεί η διαταγή. Όμως μετά τη νεκρώσιμη ακολουθία ο κόσμος επαναστάτησε. Ακολούθησαν μάχες και διαπληκτισμοί με τους αστυνομικούς. Κάποια στιγμή ο δρόμος άνοιξε και η νεκροφόρα πήγε να φύγει. Κάποιες γυναίκες έσπασαν τον κλοιό, γαντζώθηκαν στο αυτοκίνητο, ενώ τρεις ηρωικές γυναίκες έπεσαν στις ρόδες του αυτοκινήτου και το ακινητοποίησαν φωνάζοντας: «Μόνο πάνω από τα πτώματά μας θα πάτε απ'εκεί που θέλετε».

Εκείνη την ώρα ένα μεγάλο πλήθος περιστέρια εμφανίστηκαν στον ουρανό, έκαναν κύκλους και ακολουθούσαν την πομπή. Τελικά οι αστυνομικοί υποχώρησαν. Η πομπή βγήκε στην κεντρική λεωφόρο η οποία είχε γεμίσει κόσμο και για 2 περίπου χιλιόμετρα είχε στρωθεί με τριαντάφυλλα. Όλος αυτός ο λαός με ένα στόμα για τρεισήμισι ώρες έψαλλε το «Άγιος ο Θεός». 
Ετάφη στο κοιμητήριο των Αγίων Πάντων και από τότε ο τάφος του έγινε κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Αμέτρητα τα θαύματά του. Έτσι το 1996 η Ρωσική εκκλησία προέβη στην επίσημη αγιοκατάταξη. Το Μάρτιο του 1996 έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του από τον Αρχιεπίσκοπο Κριμαίας Λάζαρο και τους ιερείς του. Κατά την ανακομιδή μια γλυκιά ευωδία απλώθηκε στην περιοχή.Ανάμεσα στα λείψανά του βρέθηκαν άφθαρτα η καρδιά του, ο εγκέφαλος, τα μάτια, οι πνεύμονες.
Στις 20 Μαρτίου 1996 το λείψανο του με τη συμμετοχή χιλιάδων ανθρώπων μεταφέρθηκε στο ναό της Αγίας Τριάδας Συμφερουπόλεως. Το 2001 τοποθετήθηκαν σε ωραιότατη ασημένια λάρνακα δωρεά από την Ελλάδα.
To 1997 μπροστά από το νοσοκομείο της Συμφερούπολης τοποθετήθηκε το άγαλμά του από τον Αρχιεπίσκοπο Λάζαρο, ενώ το 2005 η προτομή του στην Ιατρική Σχολή, όπου χτίζεται ναός του Αγίου Λουκά.

Η μνήμη του τελείται στις 11 Ιουνίου. Κάθε χρόνο χιλιάδες άνθρωποι προσέρχονται στην πανήγυρη απ'όλα τα μέρη της Ουκρανίας, Ρωσίας και το εξωτερικό.
Την παραμονή το πρωί η Ιατρική Σχολή με επικεφαλής τον πρύτανη τελούν τους χαιρετισμούς του Αγίου και τοποθετούν τις Ιατρικές μπλούζες τους μπροστά στη λάρνακά του για να αγιαστούν.
Ανήμερα τελείται η πανηγυρική θεία λειτουργία και η λιτανεία του ιερού λειψάνου του.

Τα θαύματά του άπειρα. Όχι μόνο στην Κριμαία αλλά και στην Ελλάδα. Οι εμφανίσεις και οι επεμβάσεις του είναι πολλές. Σε πολλούς εμφανίζεται στον ύπνο τους, με την αρχιερατική και ιατρική στολή. Κρατάει στα χέρια του χειρουργικά εργαλεία, γάζες, σύριγγες κλπ. Και αφού συστηθεί στους ασθενείς, τους λέει πως ήρθε για να τους χειρουργήσει. Πολλοί όταν ξυπνούν το πρωί βρίσκουν στο σώμα τους τομή ή αίμα. 
Αλήθεια, τι ήταν αυτό που τόσο πολύ δόξασε και χαρίτωσε τον άγιο Λουκά; Οι αρετές του ήταν πολλές. Πιστεύω όμως πως αυτό που κυρίως τον διέκρινε ήταν η αγάπη, η κορωνίδα των αρετών. Η αγάπη προς τον Θεό και τους ανθρώπους. Μια γνήσια αγάπη προσφοράς, θυσίας, αυταπάρνησης. 

Στη γη της Παλαιστίνης υπάρχουν δύο λίμνες και ένας ποταμός. Η πρώτη είναι μια μικρή λίμνη, της Τιβεριάδος. Παρότι μικρή λίμνη είναι ζωντανή, έχει πολλά ψάρια κι εκεί ψάρευαν οι μαθητές του Χριστού. Η δεύτερη λίμνη βρίσκεται στο νότο, είναι η Νεκρά Θάλασσα και είναι τετραπλάσια σε έκταση από την πρώτη. Είναι όμως νεκρή. Δεν έχει ίχνος ζωής. Τις δύο λίμνες ενώνει ο Ιορδάνης ποταμός. Ξεκινάει από την Τιβεριάδα και καταλήγει στη Νεκρά Θάλασσα. Κι εδώ είναι το παράδοξο. Αιώνες τώρα η μικρή Τιβεριάδα προσφέρει τα νερά της, δίνει συνεχώς και παραμένει ζωντανή. Ούτε αδειάζει. Η Νεκρά Θάλασσα αιώνες τώρα δέχεται αχόρταγα τα νερά, αλλά δε ζωντανεύει. Παίρνει τα νερά και παραμένει νεκρή. Αυτή είναι η φύση της αγάπης. Την αγάπη δεν τη ζητάμε, δεν την απαιτούμε από τους άλλους. Μόνο την προσφέρουμε, χωρίς κρατούμενα, χωρίς υπολογισμούς και μόνο τότε είμαστε ζωντανοί. Ο άνθρωπος που έχει μάθει από μικρός συνεχώς να παίρνει και να μην προσφέρει τίποτα, είναι ανάπηρος, είναι νεκρός, δυστυχισμένος. Ο άνθρωπος που έμαθε να αγαπάει, να θυσιάζεται, να προσφέρει και να προσφέρεται είναι ζωντανός και ευτυχισμένος. 

Αυτός ήταν ο Άγιος Λουκάς. Ένας άνθρωπος αγάπης, προσφοράς, θυσίας, αυταπάρνησης. Γι'αυτό και χαριτώθηκε τόσο από τον Θεό και συνεχίζει να ζει, να θαυματουργεί, να είναι τόσο κοντά μας και να μας παρηγορεί.

Ας μας εμπνέει η ζωή του και ας έχουμε την ευχή του...

π. Ανδρέας Κονάνος: «Ο άγιος Νεκτάριος στην προσωπική του προσευχή μίλαγε πολύ απλά στην Παναγία»

$
0
0
Ο άγιος Νεκτάριος στην προσωπική του προσευχή μίλαγε πολύ απλά  στην Παναγία.
Της παρουσίαζε λογαριασμούς και χρέη της μονής.
Της μίλαγε για μαστόρους και οικοδομικά υλικά.
Για αρρώστους και άτεκνα ζευγάρια.
Για την ανομβρία και τα χωράφια.
Προσευχόταν μπροστά στο εικόνισμά Της, που ήταν αναγεννησιακής τεχνοτροπίας.
Και του εμφανίστηκε πολλές φορές η Παναγία εκεί.
Διότι έβλεπε την απλή καρδιά του.
Άκουγε τον αναστεναγμό του.
Έβλεπε τις αδικίες που δεχόταν.
Ένιωθε το συντονισμό
του αγίου Νεκταρίου
με την αγάπη του Παιδιού Της.
Ήξερε ότι είναι άνθρωπος της ουσίας, κι όχι της βιτρίνας.

Ο Άγιος Ηλίας Διαμαντίδης: ««Θα’ρθει ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο…»

$
0
0

Ο Άγιος Ηλίας Διαμαντίδης, ο μυροβλύτης.

ΒΙΟΣ: 
Ο άγιος γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου και πέρασε μαρτυρικά παιδικά χρόνια στα χέρια της μητριάς του, η οποία τον βασάνιζε στην κυριολεξία με σαδισμό. 
Εκείνος όμως όχι μόνο δεν αποκάλυπτε στον πατέρα του τη φρικτή συμπεριφορά της, αλλά και αργότερα, στα γηρατειά της, τη φρόντισε με ανεξικακία σαν μητέρα του. Αυτός ήταν και ο λόγος –κατά την εκτίμηση του αγίου γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη– που ο Θεός του έδωσε τόσο
πλούσια τη θαυματουργική χάρη Του.

Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και περιπέτειες, παντρεύτηκε και απέκτησε έξι κόρες, αλλά υιοθέτησε και δύο ορφανά κορίτσια και τα μεγάλωσε σαν παιδιά του. Εργαζόταν κι αυτός ως αρτοποιός, αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια με δικό του φούρνο. Τότε αποκαταστάθηκε οικονομικά και μπόρεσε να επιδοθεί στις ελεημοσύνες, όπως επιθυμούσε, με τη βοήθεια της γυναίκας του.

Συνεργαζόταν μάλιστα με ντόπιες Τουρκάλες, που τις έστελνε όπου χρειαζόταν, για να φαίνεται πως οι Τούρκοι κάνουν τις ελεημοσύνες και ο ίδιος να μένει στην αφάνεια.

Έστελνε π.χ. αλεύρι με μια Τουρκάλα σε μια χήρα με τέσσερα παιδιά και καθόταν η Τουρκάλα και τη βοηθούσε και να ζυμώσει.

Αν και ήταν εντελώς αγράμματος, έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του έναν άγγελο, που του μάθαινε γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία κι έτσι άρχισε να διαβάζει, αλλά και να ψάλλει (ήταν καλλίφωνος) και να αγιογραφεί. Όμως το 1918, ως γνωστόν, λόγω των τουρκικών βιαιοτήτων, πολλοί Πόντιοι έφυγαν για τη Ρωσία.

Ο άγιος με την οικογένειά του κατέφυγε στο χωριό Μαχμουτία, κοντά στο Βατούμ, όπου ήταν παντρεμένη η κόρη του Αγάπη.

Εκεί έζησε σε ένα αγρόκτημα, όπου φιλοξένησε αμέτρητους φτωχούς.

Δυστυχώς ταλαιπωρήθηκε πολύ από το σοβιετικό καθεστώς, ιδίως όταν αργότερα χειροτονήθηκε κρυφά ιερέας (ενώ η θρησκευτική πίστη βρισκόταν υπό διωγμόν) και λειτουργούσε τη νύχτα σε ερημοκλήσια και στο εκκλησάκι του αγ. Γεωργίου που είχε ανακαλύψει κατόπιν ονείρου στο κτήμα και αναστηλώσει. Συνελήφθη και βασανίστηκε πολλές φορές, όμως, με τη δύναμη του Θεού, δεν υποχώρησε. Κάθε φορά που έβγαινε από τη φυλακή, πριν θεραπευθεί από τα βασανιστήρια, ξανάρχιζε τις νυχτερινές λειτουργίες, στις οποίες συμμετείχαν κρυφά οι κάτοικοι της περιοχής.

Προικισμένος από το Θεό με το χάρισμα των ιαμάτων, θεράπευσε πολλούς ασθενείς. «Έρχονταν από πολύ μακριά Αρμένιοι, Ρώσοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν».

Ας δούμε τρία χαρακτηριστικά περιστατικά:

Ένας Τούρκος, ονόματι Χουσεΐν, ζούσε στο σπίτι της κόρης του στην Μαχμουτία. Δίπλα τους έμενε ένας Διοικητής της Αστυνομίας που η γυναίκα του ήταν τρελή και την έδεναν με αλυσίδες. Ο Χουσεΐν τον λυπήθηκε και του είπε ότι υπάρχει ένας Έλληνας που μπορεί να θεραπεύση την γυναίκα του. Αμέσως ζήτησε να τον φέρη στο σπίτι του.

Ο π. Ηλίας είπε να φέρουν την άρρωστη στο σπίτι της κόρης του Χουσεΐν. Εκεί επί δώδεκα ημέρες την διάβαζε, την σταύρωνε και μετά έγινε καλά και ήρθε στα λογικά της. Από τότε η Αστυνομία δεν τον ξαναενόχλησε.

Ο Διοικητής έγινε κρυφά χριστιανός [ήταν άθεος] και ο π. Ηλίας βάπτισε όλη την οικογένειά του.

Τρεις Τούρκοι που ζούσαν στη Ρωσία έμαθαν ότι ο πατήρ κάνει θαύματα και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν ή να τον απαγάγουν και να σφραγίσουν την εκκλησία. Πηγαίνοντας με τ’ άλογά τους τη νύχτα, ένας καβαλάρης με άσπρο άλογο τους έκοβε τον δρόμο. Τα άλογά τους φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω. Ήταν ο άγιος Γεώργιος που τους έδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν το πάθημά τους στον π. Ηλία ζητώντας συγχώρηση.

Μία άλλη φορά ο άγιος ανακοίνωσε στην οικογένειά του πως ο άη Γιώργης τον προειδοποίησε για επικείμενη επίθεση ομάδας φανατικών Τούρκων. Πράγματι τη νύχτα μια ομάδα, με επικεφαλής τον Αχμέτ Κιτιάκ, τους χτύπησε την πόρτα ζητώντας δήθεν να τους δείξουν το δρόμο. Δεν τους άνοιξαν, αυτοί όμως σκότωσαν το σκυλί και άρχισαν να πυροβολούν. Οι σφαίρες πήγαιναν δώθε-κείθε αλλά καμία δεν άνοιξε το σπίτι. Η Καλή [κόρη του] έβλεπε στην πόρτα τον άγιο Γεώργιο με ανοιχτά τα χέρια να τους προστατεύη.

Τέλος έβαλαν φωτιά δίπλα στον αχερώνα, όπου μέσα ήταν η εκκλησία και κάηκε. Πήρε φωτιά και η σκεπή του σπιτιού, αλλά την έσβησαν. Ο π. Ηλίας ύστερα πήγε και προσευχήθηκε μπροστά στα εικονίσματα και ρώτησε τον Χριστό: «Ποιοι είναι αυτοί που έκαψαν την εκκλησία;». Και ο Χριστός τους απαρίθμησε έναν έναν.

Ο π. Ηλίας κοιμήθηκε τον Ιούλιο του 1946 μέσα σε ένα φωτεινό όραμα και μια διάχυτη ευωδία.

Από τον τάφο του έβγαινε φως και κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα, ανάβλυζε μύρο. Μετά από χρόνια ο τάφος του ανοίχτηκε και το σώμα του βρέθηκε άφθορο και ευωδιάζον. Όμως το 1962, που ανοίχτηκε για δεύτερη φορά, το λείψανό του είχε κλαπεί. Ο θαυματουργός αυτός διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης τιμάται τοπικά ως άγιος στο Βατούμ.

*Για την Πόλη είχε πει: «Θα’ρθει ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσος θα νικά. Θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθεί. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσία και δράξον τα όπλα σου».
Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.
*Για την Πόλη: Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο» 5η διήγηση.

Δείτε το βίντεο: Στην κορυφή του Άθω για την αγρυπνία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος

$
0
0
18 Αυγούστου 2014: Από την Ουρανούπολη στην κορυφή του Άθω, για την αγρυπνία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.
Viewing all 19379 articles
Browse latest View live